- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
252

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - L - Lugna ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

252

Lugna — Lust.

(hafvets), äfv. ευδία, ή. ευδία τών παθών, ή
(lidelsernas). σχολή, ή (ledighet fr. sina
åligganden). απραξία, άπονία, ή (ledighet fr. arbete).:
i 1., καθ’ ήσυχίαν. ήρέμα.^

Lugna, γαληνίζειν. ήσυχάζειν vsälls., vanl.
intr.). ήρεμίζειν. παρηγορεϊν, παραμυθεϊσθαι
(trösta, t. ex. τό άλγος), [άνα , κατα)παύειν.
(κατα)-7ιραύνειν. κηλεϊν (en uppretad). : 1. sig, λήγειν.
παύεσθαι. λωφάν.: det l:r, τό πνεύμα 1. τό
χα-λεπόν του πνεύματος λήγει, ό άνεμος αναπαύεται,
ό χειμών καταστέλλεται.

Lugnvatten, γαλήνη, ή.

Lugnväder, ευδία, ή.

Lukrativ, κερδαλέος, 3.

Lukt, 1) ss. utdunstning, οσμή, ή.:
behaglig, obehaglig 1., ηδεία, βαρεία 1. κακή οσμή, ή.:
god 1., εύωδία, ή. εύοσμία, εύοδμία, ή. : elak 1.,
δυσωδία, ή.: m. elak 1., δυσώδης, 2.: ha 1.,
ο-σμήν εχειν 1. παρέχειν. όζειν. προσβάλλειν (sc.
όσμήν. Sedn.).: ge 1. ifr. sig, άποπνεϊν.: 1. af
offer, κνίσα, ή.: 1. af rökelse, θυμίαμα, τό.: s.
har god 1., εύοσμος, εύοδμος, 2. 2) ss. organ,
όσψρησις, ή.

Lukta, 1) tr., όσφραίνεσθαι, όσμάσθαί τίνος,
αϊσθάνεσθαι διά ρινών.: ge att 1. på, låta 1.,
όσφραίνειν.: det finnes ingenting ens att 1. på,
μηδ’ όσφραίνεσθαι πάρεστί τι.·, oeg., bara 1. på
ngt (= obetydligt befatta sig m. ngt),
παρα-κύπτειν Επί τι. 2) intr., (άπ)όζειν. όσμήν
(παρ)-έχειν (τινός, af ngt), (όσμήν) άποπνεϊν τίνος,
όσμήν προσβάλλειν τινός (Sedn.).: 1. godt, väl,
όσμήν εχειν ήδεϊαν el. καλήν. εύωδίαν
προσβάλλειν.: 1. ur munnen, άποπνεϊν του στόματος,
δυς-ώδη είναι τό στόμα, κακόν όζειν του
στόματος. — luktande, όσμηρός, 3. όσμώδης, 2.:
väl 1., ευώδης, 2. εύοσμος, 2.: illa 1.,
βαρυώ-δης, 2. βαρύοσμος, 2. όσμαλέος, 3.: starkt 1.,
βαρυώδης, 2. βαρύοσμος, 2.: 1. ur munnen,
όζό-στομος, 2.

Luktande, 1) subst., όσφ>ρανσις, ή. 2) adj.,
se Föreg.

Luktflaska, αλάβαστρος, ό, ή. ναρθήκιον, τό.

Luftfri, -lös, άοσμος, άνοσμος, 2.

Luktmedel, όσφραντήριον.

Luktnerv, νεύρον δι ου όσφραινό μεθ α.
νεύ-ρον όσφραντήριον el. όσφραντικόν, τό.

Luktorgan, όσφρησις, ή.

Luktpulver, διάπασμα, τό.

Luktsinne, se Luktorgan.

Luktvatten, se Luktmedel.

Luktviol, ιόν, τό.

Lulla till sömns, (κατα)βαυκαλάν.: sång lirm.
man lullar till s., βαυκάλημα, τό.
καταβαυκάλη-σις, ή.

Lummig, φυλλώδης, 2 (om träd el. buske),
κα-τάσκιος, σύσκιος, 2 (om lund, trakt 1. d.).
δασύς, 3. λάσιος, 3.

Lummighet, ro φυλλώδες, ο. s. ν. se Föreg,
äfv. συσκίασμα, τό (Sedn.).

Lumpen, τρυχηρός, 3. πενιχρός, 3.
μοχθηρός, 3. κακός, 3. φαύλος, 3. ούδενός άξιος, 3.
αισχρός, 3 (moraliskt), äfv. πόνω πονηρός, 3
(mera komiskt uttr.).: 1. karl, πονηρόν 1.
κάκι-στον άνθρώπιον, τό.

Lumpenhet, φαυλότης, ητος, ή. κακία, ή.
μοχθηρία, ή. αίσχος, τό, αϊσχρότης, ή (i moral,
häns.).

Lumphandlare, ό Εμπολών ράκη.

Lumpor, ράκος, τό. ράκιον, τό. λ ακίς, ίδος,
ή. τρυχος, τό.: klädd i 1., ρακόδυτος, 2.: gå
klädd i 1., δακοφορεϊν. ρακοδυτεϊν.

Lund, άλσος, τό. νέμος, τό (poët.).: helig 1.,
τέμενος, τό.: 1. af ek, δρυμών, ώνος, ό.

Lunga, πνεύμων el. πλεύμων, ονος, ό.:
hörande till 1., πνευμονίας, ου, ό. πνευμονικός, 3.:
ha ondt i lungorna, πλευμονάν.

Lungbrand, περιπλευμονία, ή.: hal., lida af
1., περιπλευμονιάν. : s. harl., περιπλευμονικός,3.

Lungböld, Εμπύη, ή. Εμπύησις, ή. Εμπύημα,
τό.: ha 1., Εμπυεϊν. Εμπυίσκεσθαι.: s. liar 1.,
Εμπυηματικός, 3.: s. förorsakar 1., Εμπυητικός, 3.

Lungflik, άορτρον, τό (brukl, i pl.), πτερόν
τό τού πνεύματος.

Lunginflammation, se Lungbrand.

Lungröta, πύησις, ή.

Lungsiktig, πλευμονικός, 3. πλευμώδης, 2.

Lungsjuka, -sot, πλευμννίς, ίδος, ή.
πλευ-μονία, ή. πλεύμος, ο.: ha lungsot, πλευμονάν
1. πλευμάν.

Lunk, δρόμος, ό.

Lunka, δραμεϊν.

Luns, fig., άγροικος, ό. φορτικός, ό.

Lunsig, Εμβαθής, 2. βραδύς, 3. βαρύς, 3.
φορτικός, 3.

Lunsighet, βραδυτής, ήτος, ή. βάρος, τό.
φορτικό της, ή.

Luuta, 1) att tända med, ungef. πυρεϊον, τό
(se Lex.). 2) bok, παλαιόν βιβλάριον, τό.

Lur, 1) jägares bakhåll, Ενέδρα, ή.: ligga på
1., Ενεδρεύειν θηρία, i allm., (Ελ)λοχάν, Ενεδρεύειν
τινά. Ενέδραν ποιεϊσθαί el. κατασκευάζειν τινί.:
ställa ngn på 1., καθιστάναι τινά κατοχρόμενον
el. κατάαποπον. 2) lätt sömn, ύπνιον, τό.
νυσταγμός, ό (Sedn.).: taga sig en 1., νυστάζειν.
μικρόν άπολαύειν ύπνου. 3) blåsinstrument, ungef.
σάλπιγξ* γγος, ή.

Lura, 1) 1. på = ligga på lur, se Lur 1). äfv.
(παρά)τηρεϊν τινα. Επιβουλεύειν τινί. 2) narra,
παράγειν, -σθαι. ύπάγεσθαι. περιέρχεσθαι.
πα-ρακρούειν. 3) slumra, se under Lur 2).

Lurendräga, παρεμπολάν. παρεισκομίζει v.
παρεισάγειν.

Lurendrägare, ό παρεμπολών.

Lurendrägeri, τό παρεμπολάν. κλοπαία
Εμπορία, ή.

Lurfvig, δασύς, 3. λάσιος, 3. μαλλωτός, 3.:
m. hthår, δασύθριξ, τριχος, ο. ή.: m. 1:t skägg,
δασυπώγων, ωνος, ό, ή.

Lurfvighet, δασύτης, ητος, ή.

Lurk, se Grobian. äfv. κυσολέσχης, ου, ό.

Lus, φθείρ, ρός, ό.: vara full af 1.,
φθει-ριάν.

Lus i g, φθειρώδης, 2.

Luskam, φθειριστικός κτείς, ό.

Lussjuka, φθειρίασις, ή.

Lust, 1) se Böjelse. 2) håg, προθυμία, ή.
Επιθυμία, ή.: ha 1. till ngt, βούλεσθαι.
πρόθυ-μον είναι, προθύμως εχειν. θυμός Εστί μοι.: den
s. har 1., ότω βουλομένω Εστίν.: få 1. till ngt,
Εν Επιθυμία γίγνεσθαι τίνος, εις Επιθυμίαν
τίνος άφικνεΐσθαι 1. ϊέναι.: förlora l:en , άναπίπτειν.
άθυμειν : 1:ριι kommer på mig, Επιθυμία
εισέρχεται με. 3) förnöjelse, ηδονή, ή. τέρψις, ή.
χάρμα, τό.: ha sin 1. af ngt, ήδεσθαί τινι l. Επί

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0256.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free