- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
263

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Magplåga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Magplåga — Man.

263

Magplåga, στομάχου οδύνη, ή· καρδιαλγία,
ή. καρδιωγμός, ό. στρόφος, ό (ο. pl., bukref).
Se vidare Maggrop.

Magra, λεπτύνεσθαι. ϊσχναίνεσθαι.

MagTef, στρόφ>ος, ό (ο. pl.).

Magsaft, στομαχικός χυλός, ό.

Magstärkande, εύκάρδιος, εύοτόμαχος, 2.

Magsyra, τό κατά τον στόμαχον δριμύ.

Maj, se Månad.

Majestät, βασιλικόν σχήμα 1. άνάστημα 1.
αξίωμα, τό. μεγαλειότης, ή. σεμνότης, ή.: Ers
Μ., ώ βασιλεύ. -isk, βααιλικός, 3.
μεγαλοπρεπής, 2. μεγαλειος,3. σεμνός, 3. -sbrott, έργον
άσεβες περι τον βασιλέα.

Major, ungef. ταξίαρχος, ό.

Majoritet, se Flertal.

Majs, ζειά, ή.

Mak, i godt m., εύμαρώς. δι’ εύμαρείας.
άπό-νως.: i sakta m., σχολρ βραδέως.

Maka, se Flytta m. compp.

Maka, se Hustru.: om djur, se Hona.

Maka, adj., σύζυγος, 2. o. gm σνναρμόττειν
(άλλήλοις).

Makalös, άνυπέρβλητος, 2. ύπερφνής, 2.
υπερβάλλων, ουσα, ον. πάντων διαφέρων, ουσα,
ον. — Adv., ύπερβαλλόντως. ύπερφυώς.

Make, 1) d. ene af ett par, σύζυγος, 2.
αντίστροφος, 2. 2) lika, όμοιος, 3. ίσος, 3. Ofta
gm τοιούτος, τοσούτος, αύτη, ούτο. 3) äkta m.,
άνήρ, δρός, ό. γαμέτης, ου, ό.: om djur, se
Hane.

Maklig, a) om pers., άργός, 2. μαλαχός, 3.
ραδιονργός, 2. βραδύς, 3. φυγόπονος,
μισόπο-νος, 2 (Sedn.).: vara m., άργειν. μαλακίζεσθαι.
πόνους φεύγειν. b) om saker, σχολαϊοζ, 3.
βρα-δύς, 3.

Maklighet, αργία, ή. μσλαχία, ή.
ραδιουργία, ή. ραθυμία, η. ραστώνη, ή. βραδυτής, ήτος,
η. σχ ο λα ιό τη ς, ή.

Makrill, σχόμβρος, ό. άμία, ή. άμίας,ου,ό.

Makt, 1) abstr., a) kraft, förmåga, δύναμις,
εως, ή. Ισχύς, νος, ή.: medm., κατά 1. άνά
κράτος.: med all m., χατά τό δυνατόν, ix τών
δυνατών. όσον 1. ώς τις δύναται μάλιστα.: ha ngt i
sin m., εχειν τι (t. ex. τέχνην). δυνασθαί [ποιεϊν)
τι. Επίστασθαι, εϊδέναι τι.: det står icke i min
m. att, ούχ οΐός τέ εϊμι 1. ού δυνατόν μοι 1. ον
δύναμαι m. inf.: på Guds m., σύν θεώ. b)
befogenhet, Εξουσία, ή. δύναμις, ή.: det står i min
m., Εξουσίαν εχω. Εξουοία Εστί 1. δέδοταί μοι
εξεστί μοι. Επ’ Εξουσίας Εστί μοι. δύναμαι.
δίκαιος εϊμι. Μ Ε μοί Εστίν. κύριος εϊμι.: då det står
i vår m., Εξόν ήμϊν.: ge ngn m., se Befoga.
c) välde (öfver andra), κράτος, τό. Επικράτεια,
ή. αρχή, ή.: få i sin m., υποχείριον λαμβάνειν.:
få m. öfver ngn, κρατήααί τίνος.: ha m. öfver
ngn, νποχείριον 1. νφ* εαυτω εχειν τινά. χρατείν
τίνος, χατέχειν τινά. d) se Vigt. 2) concr. a)
stat, πόλις, ή. άρχή, ή. b)krigsm., δύναμις, ή.:
landt-, sjö-m., δύναμις πεζική, ναυτική, ή. c)
myndighet, άρχή, ή.

Makthafvande, δυνάστης, ου, ό. δυνατός, ό.
κύριος, ό. κυριεύων, ό. ό τά πράγματα (κατ)έχων.

Maktlös, αδύνατος, 2. άσθενής, 2.: vara m.,
άδυνατεΐν. άσθενεϊν.

Maktlöshet, άδυνασία, άδυναμία, ή.

Maktpåliggande, se Vigtig.

Maktspråk, ή δι Εξουσίαν κρίσις.
παράγγελμα Εξουσιαστικόν, τό.: gm m. afgöra,
bestämma, δι’ Εξουσίαν καταγιγνώσκειν 1. παραγγέλλειν
1. γνώμην άποφαίνεσθαι

Makulatur, χάρτης διεφθαρμένος, ό.

Mal, 1) ett slags fisk, σίλουρος, ό. 2) ett
slags insekt, σής, gen. σεός, ή (kläd-ο. bok-m.).
σίλφη, ή (bok-m), δερμηστής, ού, ό (pels-m.).:
uppäten af m., σητόκοπος, σητόβρωτος, 2.

Mala, άλειν. καταλεϊν. Sedn., άλήθειν.

Μ al ja, κρίκος, ό.

Μ alle, τά Εντός τού άρτου, σάρξ, κός, ή {?).

Malm, se Förstad.

Malm, 1) metallhaltig sten, μέτάλλον, τό.
βώ-λος, ή.: bryta m., μέταλλα ό ρ ύττειν. μεταλλεύειν.
2) ss. metallblandning, χαλκός, ό.: arbeta i m.,
χαλκοτυπειν. χαλκεύειν.: af m., χαλκούς, 3.: ett
kärl af m., χαλκείον, τό.: Corinthisk m., χαλκός
χεκραμένος.

Malmbrott, μέταλλα, τά.

Malmbrytare, μεταλλευτής, ού, ό.

Malmfärg, -ad, se Kopparfärg, -ad.

Malmgård, οικία ή Ev προαστείω.

Malmhalt ig, μεταλλίτης, ό, Λτις, ιδος,
ή-μέταλλα, εχων, ουσα, ον.

Malmletare, μεταλλευτής, ού, ό.

Malmletning, μεταλλεία, ή.

Μ a 1 m r i k, μέταλλα εχων (3) άφθονα 1. πολλά.

Malm streck, -åder, μετάλλου φλέψ, ή.

Målning, άλετος 1. άλετός, ό.

Malt, βύνη, ή. κριθή βεβρεγμένη τε και
πε-φρνγμένη, ή. κάχρυς, υος, ή.

Malva, μαλάχη, ή.

Maläten, se under Mal.

Malört, άψινθος, ή. άψίνθιον, τό. σέριφος,
ό ο. σερίφιον, τό (äfv. ett särskildt slag).: dekokt
på m., άχρίνθατον, τό.: m:s-vin, οίνος
άχρινθί-της, ό.

Mamma, μάμμα, μάμμη, μαμμία, ή.
μαμ-μίδιον, τό.

Μ ammon, πλούτος, 6.

Man, (på djur), χαίτη, ή. λοφιά, ή.

Man, 1) menniska, άνθρωπος, ό. dem.,
άν-θρώπιον, τό. Ofta återges det ej m. särskildt
ord t. ex. jag arme m., Εγώ ό τ άλας.. på, per m.,
gm έκαστος, 3.: dödens m., se Död.: vara i
hrs mans mun, ύπό πάντων θρυλεισθαι. πάσι διά
στόματος είναι, πολυθρύλητον είναι.: menige m.,
se Gemen. 2) person af mankön, a) i allmht,
άνήρ, άνδρός, o. dem., άνδρίον, άνδράριον, τό.:
gammal m., πρεσβύτης, ου, ό. γέρων, οντος, ό.:
blifva m., (Εξ)ανδρονσθαι.: penningarne göra m:n,
(ordspr.) χρήματ άνήρ.: m. för m., κατ’ άνδρα,
καθ’ εκαστον.: kämpa m. mot m., μόνον πρός
μόνον μάχεσθαι.: god m., Επιμελητής, ού, ό.
Επίτροπος, ό.: m. ur huset, πανδημεί.: visa sig
ss. en m., παρέχειν εαυτόν άνδρα άγαθόν.
άνδρα-γαθειν, -ίζεσθαι. άνδρίζεσθαι. b) se Soldat.: 4
man högt, djupt o. d., se d. oo. c) se Make
3).: taga, få ngn till m., γαμεϊσθαί τινι. 3) ss.
obestämdt pron., τις, τί. Yanl. gm omskr. a)
med 3 pers. pl. act. t. ex. m. säger, λέγουσιν.
b) med pass. vändning, t. ex. m. skrattar åt oss,
καταγελώμεθα.: m. afundas mig, φθονούμαι.: m.
säger, λέγεται m. nom. 1. acc. o. inf. 1. m. ότι. c)
med 2 pers. sing. opt. m. av. t. ex. m. kunde
säga, φαίης άν. εϊποις άν. d) med impers. υ.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0267.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free