Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Misstro ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
276
Misstro — Mjölk ak t i g.
ναι τινά.: hysa m. mot ngn, ύποψίαν έχειν εις
τινα. åC υποψίας 1. Ev υποψία έχειν τινά. Εν
υποψία ποιεϊσθαί τινα. ύπόπτως έχειν πρός τινα.
jfr*Mi s stänk a.: fatta m. mot ngn, νποψίαν
λαβείν εϊς τινα 1. κατά τίνος.: råka ut f. m.,
Εμπε-σείν, Ελχειν εις νποψίαν.: m. uppstår hos ngn
mot mig, di’ υποψίας 1. ύποπτος γίγνομαί τινι.
εισέρχεται 1. Εγγίγνεταί τινι υποψία εις Εμέ.:
aflägsna en m. fr. sig, ποιεϊν εαυτόν πόρρω τής
υποψίας, άμύνεσ&αι νποψίαν.’. utan m.,
άννπο-πτος, άνυπόπτευτος, 2.
Misstro, άηιστεϊν τινι. δναπιστεϊν τινι. μή
πιστενειν τινί. άπίστως 1. δνσπίστως έχειν 1.
δια-κεϊσ&αι πρός τινα. άπιστίαν έχειν τινί. ύπόπτως
έχειν τινί. ύποψίαν έχειν κατά τίνος, jfr
Misstänka.: jag misstros, άπιστούμαι.
Misstro, -ende, άπιστία, ή. ύποψία, ή.:
hysa m., se Föreg.: undanrödja m., παύειν τήν
ύποψίαν.: m. mot ngn upphör, παύεται τις
άπι-στονμενος.: undanrödja m. hos hrandra, Εξελείν
άλλήλων τήν άπιστίαν.: betrakta ngt med m.,
v-φοράσ&αί τι.
Misstrogen, άπιστος, δύσπιστος, 2. ύποπτος,
2. ο. partt. af νν. under Misstro.: göra ngn m.
mot ngn, άπίστως διατι&έναι τινά πρός τινα.
άπιστίαν Εμβάλλειν τινί πρός τινα.
Misströsta, -η, se Förtvifla, -η.
Misstycka, μέμφεσθ-αί τι. νεμεσάν τι. βαρέως
1. χαλεπώς φέρειν τι. δυσχεραίνειν τι. φ&ονεϊν
(Επί) τινι.
Misstycke, μέμψις, ή. φθόνος, ό.
Misstyda, παρεκδέχεσ&αι. ύπολαμβάνειν Επί
τό χείρον 1. ούκ όρ&ώς. ούκ εις καλόν δέχεσ&αι.
Misstydning, gm νν. Jfr Missförstånd.
Misstänka, ύποπτεύειν. ύποτοπεϊν. νπονοεϊν.
— misstänkt, ύποπτος, 2. άπιστος, 2.: anse
ngt f. m., Ev ύποψία ποιεϊσ&αί τι.: vara m.,
ϋ-ποπτον είναι, ύπόπτως έχειν (af ngn, τινί).
ύπο-πτεύεσΰ·αι (ύπό τίνος). : ngt förefaller mig m.,
ύ-φορώμαί τι. νποψίαν παρέχει μοί τι.: göra ngn
m. hos ngn, διαβάλλειν τινά πρός τινα. Se
Misstanke.
Misstänksam, ύποπτος, 2. ύποπτης, ου, ο.
καχύποπτος, 2.: vara m., ύπόπτως έχειν.
Missunna, -sam, se Afundas, -sam.
Missvisa (om kompassen), άποκλίνειν.
άπο-πλανάσ&αι.
Missvisning (kompassens), άπόκλισις, ή.
ά-ποπλάνησις, ή.
Miss vard, άμέλεια , ή.
Missvårda, άμελείν, παρ-, καταμελείν τίνος.
Missväxt, άκαρπία, ή. σπανοκαρπια, ή.
Missväxtår, δνσετηρία, ή. άκαρπία, ή.
Missämja, se Oenighet.
Missöde, se Olycka b).
Mist, ομίχλη, ή.
Mista, se Förlora, Umbära.
Miste, gm άμαρτάνειν, äfv. σφάλλεσ$αι,
πλημ-μελείν m. part. stundom gm smnsättning m.
παρά. : hugga, höra, räkna, skrifva, taga m., med
fl., se Misshugg, Misshöra etc.: gå m.,
άμαρτάνειν τής οδού. άποπλανάσ&αι.: om ngt,
άμαρτάνειν, Εξ-, άφαμαρτάνειν, άποτυγχάνειν,
ψεύδεσ&αί τίνος,: se m., παροράν. σφάλλεο&αι
όρώντα.: stiga m., σφάλλεσ&αι βαδίζοντα, βαίνοντα.
Mistel, ίξός, ό. ιξία, ή. ϋφεαρ, ατος, τό.
στελίς, ίδος, ή.
Mistig, ομιχλώδης, 2.
Mistlig, se Umbärlig.
Mistning, se Förlust, Saknad.
Mix t ur, μίγμα, τό. μίξις, ή. κράμα, τό.
φάρ-μακον, τό.
Mjell (i hufvudet), πίτυρα, τά.
Mjell, adj., κα&αρός, 3. λαμπρός, 3.
Mjellhet, καβ-αρότης, λαμπρό της, ή.
Mjellhvit, λευκότατος, 3.
Mjelte, σπλήν, νός, ό.: lik m., σπληνώδης, 2.
Mjeltgräs, σπληνίον, τό. άσπληνον, τό.
Mjeltsjuk, Επί-, ύπόσπληνος, 2. σπληνικός,
3.: vara m., σπληνιάν.
Μ j e 11 s j u k a, σπλήνες, οι. καχεξία σπληνός, ή.
Mjeltåder, σπληνίτις φλέψ, ή.
Mjeltört, se Mjeltgräs.
Mjugg, se Smyg.
Mjuk, μαλακός (μαλ&ακός), 3 (att trycka på).
απαλός, 3 (fin att taga 1. stryka på). ψα&υρός,
3 (lös, mör, t. ex. κρέα). σομφός, 3 (svampaktig).
τακερός, 3 (blöt, om frukter), πέπων, 2 (mogen,
om frakter), μαλάώδης, 2 (ss. vax), ύγρός 3
(e-lastisk).: = böjlig, smidig, s. d oo.: görarn., se
Uppmjuka:; bli m., se Mjukna.
Mjuka upp, se Uppmjuka.
Mjukhet, μαλακότης, ή. άπαλότης, ή.
ψα&υ-ρότης, ή. σομφότης, ή. ύγρότης, ή. ο. gm adj.:=:
böjlighet, smidighet, se d. oo.
Mjukhår i g, μαλακό&ριξ, χος, ό, η.
Mjukna, μαλάττεσ&αι, μαλακι’/νεσ&αι,
πεπαί-νεσ&αι (alla äfv. fig.), ο. gm adjj. under Mjuk
m. γίγνεσθαι.: = blifva rörd, κατα-,
Επικλά-ö&ai. τέγγεσ&αι.
Mj är de, κυρτός, o.
Mjöd, οίνόμελι, τος, τό.
Mjöl, άλφιτον, τό, vanl. i pl. (gröfre m., eg.
af korn), άλενρον, τό (finare m., eg. af hvete).
σεμίδαλις, εως, ή (finaste hvetem.). άμνλον, τό
(fint, ej gm målning åstadkommet), παιπάλη, ή
(mjöllikt stoft af hd ämne s. helst).
Mjöla ned, se Nedmjöla.
Mjölaktig, άλενρώδης, 2.
Mjölbagge, άκαρι, τό.
Mjölberedning, άλφιτοποιία, ή.
Μ j ö 1 b ο d, άλφιτοπωλητήριον, τό.
Mjöl dag g, Ερνσίβη, ή.: lida af m., Ερυΰιβάν.
(άπ)ερνσιβονσθ-αι.: förorsaka m , Ερνσιβούν.: hrpå
m. sitter, Ερνσιβώδης, 2.
Mjöldam, παιπάλη, ή.
Mjöl grö t, ά&άρη, ή. άλευρίτης πόλτος, ό.
Mjölhandel, se Mjölbod.
Mjölhandlare, -erska, άλφιτοπώλης, o,
-πωλις, uΤος, ή.
Mjölig, άλφίτοις κατάπαστος, 2, 1.
κεκονιμέ-νος, 3 1. d.: = mjölaktig, se d. o.
Mjölk, γάλα, κτος, τό.: d. första m., se
Rå-mjölk.: sur m., οξνγαλα, κτος, τό.: löpnad m.,
γάλα πηκτόν 1. πεπηγός, τό.: ha m.,
γαλακτον-χείν.: ge m., γάλα δούναι, βδάλλεσ&αι (t. ex.
άμ-φορέά).’. ha, ge mycket m., γαλακτιάν.: dricka
m., γαλακτοποτεϊν.: lefva af m., γαλακτοφαγείν.:
s. lefver af m., γαλακτοφάγος, 2.: föda med m.,
γαλακτοτροφεϊν : blifva m., γαλακτονσ&αι.: se ut
s. m., γαλακτίζειν.: af m-, γαλάκτινος, 3.
Μ j ö 1 k a, άμέλγειν. βδάλλειν.
Mjölkaktig, γαλακτοειδής, -ώδης, 2.
γαλακτικός, 3.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>