- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
291

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - Nattkyla ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Natt kyla — Naturlig.

291

Nattkyla, τά χατά την νύχτα ψύχη.

Nattkärl, άμίς, ίδος, ή. ούρητρίς, ίδος, ή.
ίνουρήθρα, ή. ίνούρηθρον, τό.

Nattlampa, νυχτερινός λύχνος, ο.

Nattlig, νυχτερινός, 3. ό, ί, τό (της) νυχτός
1. (rjj) νυχτί (γενόμενος).

Nattluft, νυχτερινή αύρα,

Nattläger, κοίτη, ή.: = nattherberge, se d. ο.

Nattmarsch, νυχτοπορία, ?J..· göra en η.,
νυχτοπορεϊν. πορεύεσθαι νυχτός 1. ίν νυχτί.

Nattmusik, νυχτερινή συμφωνία, ή.

Nattmössa, μίτρα νυχτερινή, ή. σάκκος, ό.

Nattpost, νυχτοφύλακες, οι.

Nattpotta, se Nattkärl.

Nattqvarter, σταθμός, ό. νυκτέρευμα , τό
(boskaps).: taga η., αύλίζεσθαι, ίν-,
χαταυλίζε-σθαι (τήν νύχτα). Jfr Nattherberge.

Nattresa, νυχτοπορία, ή. νυχτερινή
όδοιπο-ρία, ή.: göra en η., νυχτοπορεϊν. νυχτερινή
δδοι-ιιο ρ ία χρήσθαι. π ορεύεσθαι νυχτός.

Nattro, ή διά νυχτός ησυχία 1. άνάπαυσις.

Nattrock, ung. ίφεοτρίς, ίδος, ή.

Nattrund, ίφοδεία, ή. ίφοδευται, οι
(personerna s. göra η.).: göra η., ίφοδεύειν.
χωδωνο-φορεϊν.

Nattskrål, νυχτερινός θόρυβος 1. χώμος, δ.

Natt stol, λάσανον, τό. σχωραμίς, ίδος, ή.

Nattstrid, ή ίν νυχτί 1. χατά τήν νύχτα
μάχη, ή. νυχτομαχία, ή. i hålla en η.,
νυκτομα-χεϊν.

Nattstuga, se Sofrum.

Nattröja, χιτωνίσχος, ό. χιτώνιον, τό
(qvin-nors). Jfr Nattdrägt.

Nattstånden, Ιωλοί, 2.

Nattsvalka, se Nattluft.

Nattsvärmare, ό τής νυχτός ήδυπαθων.
νυχτερινός συμπότης, ό. κωμαστής, ού, δ.: draga
omkr. s. en η., χωμάζειν.

Nattsvärmeri, τό παννυχίζειν 1. χωμάζειν.

Nattsyn, φάντασμα τό χατά τήν νύχτα 1. ίν
νυχτί (γενόμενον). νυχτερινόν φάντασμα, τό.
νυχτερινή όψις, ή.

Nattsång, άσμα νυχτερινόν, τό.

Nattsäck, σαχχοπήρα, ή. μάρσιπος, ό.
θύλακος, ό.

Nattsömn, δ νυχτερινός 1. χατά τήν νύχτα
ύπνος. Jfr Nattro.

Nattuggla, γλαύξ, κός, ή. κικυμίς, ίδος, ή.
κικκάβη, ή.: skrika ss. en η., κικκαβίζειν.

Nattvak, άγρυπνία, ή. νυκτερεία, ή.
νυκτερινοί πόνοι, οι.

Nattvakt, νυκτερινή φυλακή 1. φρουρά, ή.:
förrättande af η., ίκκοιτία, ή.: s. har η:η,
νυκτο-φύλαξ, κος, ό.: hålla η., νυκτοφυλακειν. om
soldater, ίκκοιτειν. ίκκαθεύδειν.: visitera η:η,
κω-δωνοφορεϊ ν.

Nattvandrare, νυκτός περπτορευόμένος, ό.
Jfr Sömngångare.

Nattvandring, νυκτερινή πορεία, ή.
νυκτο-πορία , ή.

Nattvard, d. hel. η., κυριακόν δεϊπνον, τό.
ευχαριστία, ή.:, gifva, taga η., se
Kommunicera.

Nattvardsgång, se Kommunion.

Nattvardsgäst, μεταλαμβάνων 1. κοινωνών
τής ιεράς δαιτός 1. τών άγιων δώρων. Jfr
Kommunicera.

Nattviol, εσπερίς, ίδος, ή.

Nattväkt, ss. tid, φυλακή, ή. μέρος, τό 1.
ώρα ή τής νυκτός. Jfr Nattvakt.

Nattväktare, νυκτοφύλαξ, κος, ό. se
Nattvakt.

Nattyg, νυκτερινά ιμάτια, τά.

Natur, φύσις, ή (i alla det Sv. ordets bet.).:
af men, φύσει, τήν φύσιν. κατά φύσιν.: enl.,
efter η:η, κατά φύσιν.: mot η:η, παρά φύσιν.: det
ligger i min η., πέφυκα m. inf. φύσει υπάρχει
μοί τι.’, ngt har öfvergått till η., εις φύσιν καί
εθος καθέστηκέ τι.: ligga i sakens η., φύσιν εχειν.:
gynnad af η:η, ευφυής, 2.: missgynnad af η:η,
κακοφυής, 2.: undersöka η:η, φυσιολογειν.

Natura, in η., gm αυτός, ή, ό.: afgift in η.,
άποφορά, ή.

Naturalhistoria, ή τής φύσεως ιστορία,
φυσική, ή.: undervisa i η., διαλέγεσθαι περί τών
τής φύσεως.

Naturalhistorisk, φυσικός, 3. ό, ή, τό
περί τήν φύσιν.

Naturalier, φυσικά, τά. τά φύσει υπάρχοντα

1. γιγνόμενα.

Naturalisera, se Nationalisera.

Naturalster, τό φύσει υπάρχον 1. δν 1.
γι-γνόμενον. φύσεως έργον, τό.

Naturanlag, φύσις, ή. Se Anlag.

Naturbehof, τό φύσει άναγκαϊον.

Naturdrift, ή φυσική 1. κατά φύσιν
ίπιθυ-μία 1. ορμή, ή.: göra ngt af η., ύπό τής φύσεως
άναγκαζόμενον πράττειν τι.

Naturel, φύσις, ή. οργή, ή.

Natur enl ig, ό, ή, τό κατά φύσιν.Ζούκ
αλλόκοτος, 2.

Naturfel, φυσικόν κακόν 1. ελλειμμα, τό.:
ha ett η., φύσει ίνδεώς εχειν.

Naturforskare, φυσιολόγος, ό. φυσικός, ο.
ο τά τής φύσεως 1. τά περί τήν φύσιν ίξετάζων.
ό τά φυσικά σκοπών, ό περί φύσεως θεωρητικός.:
vara η., φυσιολογείν.

Naturforskning, φυσική (θεωρία), ή.
φυσιολογία, ή.

Naturföremål, τά πεφυκότα. τά ίν τρ
φύσει. τά φυσικά.

Naturföreteelse, τό ίν τρ φύσει
φαινόμεν ον. σημεϊον, τό.

Naturgåfva, φύσεως δώρημα, τό. τό φύσει
υπάρχον τινί. φύσις, ή.: ha en η. f. ngt,
πεφυ-κέναι εϊς, πρός, ίπί τι 1. m. inf.

Naturkraft, ή φυσική 1. τής φύσεως δύναμις.

Naturkunskap, ή περί φύσεως ιστορία,
φυσική ίπιστήμη, ή. φυσιολογία, ή.

Naturkännare, ό ακριβώς εϊδώς τά τής
φύσεως. δ τά περί τήν φύσιν ίξεπιστάμενος.

Naturlag, φυσικός νόμος, δ.

Naturlig, a) härrörande fr., frambragt af
naturen, φυσικός, 3. αυτοφυής, 2. ό, ή, τό φύσει
(υπάρχων, γιγνό μένος, παρα-, ίγγιγνό μένος, 3).
έμφυτος, 2 (medfödd).: ngt är f. mig n:t, φύσει
υπάρχει 1. παραγίγνεταί μοί τι. ίμπέφυκέ μοί τι.
πέφυκα m. part. 1. inf. b) enlig m. naturen,
qpt/-σικός, 3. ό, ή, τό κατά φύσιν. αναγκαίος, 3.:
de n:a behofven. τά άναγκαϊα.: d. n:a döden, o
κατά φύσιν 1. αυτόματος θάνατος.: ett n:t ondt,
άναγκαϊον κακόν.: det är n:t, φύσιν εχει. c) ej
gm konst, okonstlad, αυτοφυής (äfv. αύτόφυτος),

2.: = enkel, oförställd, απλούς, 3. αφελής, 2.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0295.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free