- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
301

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - Närmare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Närmare — Näthinna.

301

]. πρός τι. έγγύς άγειν 1. πλησίον ποιεΐν τί τίνος,
2) refl.i se Nalkas.: till utseende, beskaffenhet,
έγγΰς είναι τινι 1. τινός. έοικέναι τινί.
παραπλή-οιον 1. παρόμοιον ti ναι τινι.

Närmare, 1) eg., πληηιαίτερος (πλησιέστερος),
3. Adv , πλησιαίτερον. πλησιαιτέρω. έγγύτεαον,
έγγυτέρω, έ’γγιον. se Nära : komma η ,
πλη-σιαίτερον 1. έγγύτερον γίγνεσθαι 1.
παραγίγνε-σθαι. se f. öfr. Nalkas. 2) oeg., kunskap,
underrättelse o. d.. ακριβέστερης, 3. έπιμελέστερος, 3.:
ha η. rätt, δικαιότερον είναι.

Närmast, πλησιαίτατης πλησιέστατος), 3. ό.
ή, τό πλησίον 1. πέλας. έγγντατος. 3, ό, ή. τό
έγγύτατα (äfv. i tid). Adv., πλησιαίτατα.
έγγύ-τατα. έγγυτάτω. εγγιστα : de η. slägtingarne,
oi έγγντατα γένονς 1. γένει, οι προσήκοντες
έγγντατα. οι οϊκειότατοι : d. η. vägen, ή
συντομω-τάτη (οδός). Jfr Nära, Näst ο. Föreg.

Närskyld, -slägtad, si> Närbeslägtad.

Närsynt, -het, se Kortsyut, -het.

Närvarande, 1) tillstädesvarande, παρών,
ούσα* όν, παραγενόμενος, 3, hos ngn, τινί I.
παρά τινι, vid ngt, τινί 1. εν τινι.: händelsevis
η., παρατν/ών, ούσα, όν (τινί).: vara η.,
παρεί-ναι, παραγενέσθαι. παρατυγ/άνειν i en stat,
έπιδημείν. 2) i tiden, ίνεστώς, ώσα, ώς ό, ή,
τό νύν 1. παραχρήμα : det η., τά παρόντα, τά
έμποδών τά πρό ποδών, τά έν χερσίν.: den η.
tiden, ställningen, ο ννν χρόνος τό παρόν, τά
παρόντα : f. det η , είς τό παρόν, έν τώ π«ρόντι.
τό γε ννν εχον τό ννν είναι.: d. η. ögonblicket,
ό παρών καιρός.: d. η. lifvet, ό ένθάδε βίος.: d.
η. tiden (i gramm. men.), ό ένεστώς (χρόνος).

Närvaro, παρονσία, ή. vanl. gm vv., se Föreg.:
i ngns η., παρόντος τινός, εμπροσθεν, ένώπιον,
έναντίον τινός : i vittnens η , έν μάρτνσιν.

Näs, Ισθμός (γής), δ. αύχήν, ένος, ό. άκρα
τής γής (utskjutande landtunga), ή

Näsa, ρις, νός, ή. μνκτήρ, ήρος, ο.: inåt
böjd η., σιμή ρις.: m. inåt böjd η., σιμός, 3.
Ιπίσιμος, ρινόσιμος, 2.: m utåt böjd (örn-) η.,
γρνπός, 3.: putsa η:η, ύλίζειν 1. άπομύττειν (i
med. på sigV τήν ρίνα.: hålla igen n:n,
έπιλαμ-βάνειν τήν ρίνα.: rynka på η:η, σιμονν(τήν ρίνα),
μνκτηριζειν : afskära η:η, ρινοκοπείν (Lex.).
ρίνο-τομείν (Sedn ). τήν ρίνα κολοβονν. άποτέμνειν τόν
μνκτήρα.: falla på η:η, καταπίπτειν έπί στόμα :
slå igen dörren f. n:n på ngn, προσαράττειν τινί
είς τό μέτωπον τήν θύραν : tala i η:η,
γθέγγε-σθαι υπό ρινός.: gm η:η uppspåra ngn.
ρινηλα-τείν τινα : m. god η. (om hundar), ενριν 1
ένρινος, 2 : draga ngn vid n:n, τής ρινός ελ/.ειν
τινά. ρινάν τινα : sätta η:η i vädret, άνασπάν τάς
δ’/ρύς. βρενθύεσθαι. μέγα γρονείν. έπαίρεσθαι.:
återvända m. lång η., άπρακτον 1. σ/ξαλέντα
ά-πελθείν.: s. har skinn på n:n, σπονδαίος, 3.
ακριβής, 2. ανατηρός. 3.

Näsben, τό τής ρινός όστούν.

Näsblod, άπόσταξις αίματος 1. άπό ρινών, ή.
έπίσταξις, ή.

Näsborr, μνκτήρ, ήρος, ό. ρώθων, ωνος, ό.:
näsborrarne, ρίνες. αι.

Näsbrosk, ό τής ρινός χόνδρος.

Näsbränna, κόλαπις, ή. βλάβη, ή. ζημία, ή.:
ge en η., κολάζει ν βλάπτειν. ζημιοΰν.

Näsduk, ρινόμακτρον, τό (Lex).
καψιδρώ-τό (svettduk).

Näshår, αι τιΖν ρινών 1. κατά τάς ρίνας τρίχες.

Ν ä s k η ä ρ ρ, ge ngn en η., σ/.ιμαλίζειν 1.
σ/.ιν-θαρίζειν τινά.

Näsljud, ηθόγγος ό διά τών ρινών 1. κατά
τάς ρίνας.

Näs perla, se Näbbig.

Näspolyp, οζαινα, ή. πολι’πονς (τών ρινών),
ποδος. ό : s. liar en η., οζαινικός* 3.

Nässla, κνίδη, ή άκαλήγη. ή.

Näst, a) se Närmast, b) i följd (till rum,
tid, rang), ό, ή, τό εξής 1 εγεξής (efter ngn 1.
ngt. τινός 1. τινί.: η. efter ngn, πρώτος (3) μετά
τινα (i rang ο. tid), δεύτερος (3) τίνος äfv. έπί
τ ι νι ο τινά (det sedn. vid vv , s. uttrycka
rörelse, t. ex. τάττειν).: den n. dagpn, ήμέρα ή εξής
1 έ’ίεξής 1. (πιοίαα 1. έπιγιγνομένη.

Nästa, ό πέλας 1. πλησίον.: kärlek till η:η,
φιλανθρωπία. ή.

Nästa, ράπτειν.: η. ihop, σνρράπτειν.: η. på,
vid, προσράπτειν

Nästan, σχεδόν (τι\ παρά μικρόν, παρ
ολίγον. μικρού, ολίγον (δείν). ον πυλλον δείν.
μόνον ον. δσον ον För att mildra ett starkt
uttryck, aic <έπος) ειπείν. — Stundom gm
smnsätt-ning m. δνς-. t. ex. n. otrolig, δι’σπιστος, 2.: η,
outhärdlig, δνσιόρητος, 2. Jfr Nära.

Näste, καλιά, η. m. ungar, νεοττιά. νεοττεία,
ή.: byg^a η., κατασχενάζειν 1. πηγνίναι 1. πλέκειν
1. ποιεϊσθαι καλιά ν. νεοττενειν.: byggandet,
νεότ-τενοις, ή. Jfr lvyffe.

Nästföljande, se Näst b).

Nästgränsande, se Angränsa.

Ν ä s t i η s t u η d a η d e, -kommande, έπινίν,
ονσα, όν. έπιγιγνόμένος, 3. αντίκα έσόμένος, 3.
μέλλων και ν’σον ούπω παρών, 3.

Nästla, se Innästla.

Ν ä s 11 i d e η, ύστατος ,3. ό, ή, τό έγγύ τατα
(παρεληλνθώς, νια. ός).

Nästipp, τό τής ρινός άκρον, άκρα ή ρις.

Näs to η, se Näsljud.

Näsvis, προπετής, 2. ιταμός, 3. θρασύς, εί α,
ύ. άναιδής, 2.

Näsvishet, προπέτεια, ή. ϊταμότης, ή
θρα-σύτης, ή. αναίδεια, η.

Nät, δίκτνον. τό. λίνον, τό (fisk- ο. jagtn ).
σαγήνη, ή, άμγίβΧηστρον, τό (stort drag-η., not).
θήραθρον, τό, άυκνς, υος, ή (jngt-n.). γαγγάμη,
ή ο. γάγγαμον, τό (litet rundt, ish. till
ostron-fnngst). κεκρν’ΐαλος, ό (på håret), έπίπλοον, τό ο.
έπίπλοος, ό (i djurkroppen).: knyta, binda η.,
ύφ αίνειν 1. πλέκειν δίκτνον, θή ρ α τρ ο ν.: utställa
η., δίκτνα ιστάναι 1. τείνειν 1. έμπεταννυναι (på
ett ställe).: lägga ut η. f. ngn (fig ), θηράν τινα.
έπιβονλενειν τινί : utkasta η., καθιέναι δίκτνα.:
uppdraga η., άνέλκειν 1. άνασπάν δίκτνα.:
öfver-spänna m η., δικτύοις καιαπειαννίναι : råka i
η., έμπίπτειν είς δίκτυα, περιπίπτειν τοις
δικ-τνοις : drifva, jaga ngn i ngns η., ϊμβάλλειν
τινα είς τά δίκτυα τίνος : s. fiskar m. η.,
σαγηνο-βόλος. δικτυοβόλος, δικτυβολος, δ.: fiskande in.
η., άμΊιβληστρική. ή.

Nätbindare, δικτυοπλόκος, ό.

Nätbråck, (πιπλοκήΐη, ή.

Nätformig, -lik, δικτυοειδής, -ώδης,2.
δικτυωτός, 3. αμφιβληστροειδής, 2.: göra η.,
Λ-κτυούν.

Näthinna, έπίπλοον, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0305.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free