- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
316

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Omlaga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

316

O ml aga — Omsorg.

άνατρέπειν.: segla o., Επιπλέοντα άνατρέπειν.:
falla o., κατα-, συμπίπτειν. άνατρέπεσθαι. om
träd, Εκπίπτειν.: fälla, slå, skuffa o., χαταβάλλειν.
άνατρέπειν. άναστρέφειν.: supa ο., καταοείειν,:
springa ο., δρόμω Επιφερόμενον άνατρέπειν.
χαταβάλλειν.: rifva ο., χατασχάπτειν. χα&αιρεϊν.
χαταβάλλειν, — Se vidare compp. m Om-, o.
Kull-

Om lag a, αύθις Επισχενάζειν, άκεϊσ&αι. Se
Laga.

O ml as ta, μετατι&έναι τον φόρτον.

Omliggande, se Kringliggande.

Omlinda, περι-, χατειλεϊν. περι-,
κα&ελίτ-τειν. περιπλέχειν.

Omlindande, περιείλησις, περιέλιξις,
περιπλοκή, ή.

Omlopp, περιφορά, ή. περιαγωγή, ή.
περίοδος, ή. περίδρομος, ό. περιδρομή, ή.
άναχύχλη-σις, ή. κυκλοφορία, ή. διέξοδος, ή.: vara i ο.,
περιφέρεσθαι : sätta i ο., περιάγειν.: ett rykte
är i o., λόγος χωρεί, διαδίδοται. πολύς Εστίν ό
λόγος.: bringa ett rykte i o., διαδιδόναι, δια
-σπείρειν λόγον 1. φήμην.

Omlägga, 1) lägga omkring, περιτι&έναι,
περιβάλλειν τί τινι. 2) lägga annorlunda,
μετα-τι&έναι.

Omläsa, αύθις 1. δεύτερον άναγιγνώσκειν.

Ommåla, αύθις γράφειν, χρωννύναι.: =
måla annorlunda, μεταγράφειν.

Omnämna, (Επι)μιμνήσκεσθαί τίνος 1. περί
τίνος, μνήμην 1. μνείαν ποιεϊσθαί τίνος 1. περί
τίνος, μνημονενειν τι. Se Nämna.

Omnämnaude, μνήμη, μνεία, ή. λόγος, ό.
ο. gm νν. Se Föreg.

Omogen, άπεφθος, 2, όμφαξ, ο’, ή (bl. eg.,
om frukter), άωρος, 2 (äfv. oeg.).: bl. oeg.,
άνη-βος, 2 (ej utväxt), παιδαριώδης, 2 (barnslig),
άτελής, 2 (s. ej hinner fullbordan, om planer o·
företag).

Omogenhet, άωρία, ή. o. gm adj., se Föreg.

Omoralisk, se Osedlig.

Omorda, se Omtala.

Omordna, μετακοσμεϊν. μετατάττειν.

O m ρ a c k a, άνα-, μετασκενάζειν. μετατιθέναι.

Ompackning, μετασκευή, ή. μετάθεσις. ή.

Omplantera, μεταφυτεύειν. μεταμοσχεύειν.

Omplantering, μεταφυτεία, μεταφώτευσις,
ή. μεταμόσχευσις, ή.

Omplåstra, καταπλάττειν.

Omplöja, δεύτερον 1. Εκ δευτέρου άρουν.

Omprägla, μεταχαράττειν. μετακόπτειν.

Ompröfva, se Pröfva.

Omqvartera, άλλοσε, -θι κατασταθμε ύειν.:
ο. sig, μετασκηνούν.

Om qväde, Επωδός, ό.

Omringa, κυκλούσθαι. περι-, Εγκνκλούσθαι.
κύκλω περιλαμβάνειν, περιβάλλεσθαι,
περιίστα-σθαι περιπτύσσειν.: ο. en stad, πολιορκεϊν,
πε-ριχαθέζεσθαι, περιστήναι, συγκλείειν πόλιν.

Omringanda, κνκλωσις, περι-, Εγκύκλωσις,
ή.: en städs, πολιορκία, ή.

Område, a) eg., άρχή, ή. χώρα, ή. νομός,
ο (del af ett rike), b) oeg., τά τίνος, τά περί
(sällan άμφί) τι.: liöra inom ngts o., Εντός ίΐρων
τινός είναι, εϊναί τίνος, έχεσθαί τίνος.

Omräkna, πάλιν 1. δεύτερον άριθμεϊν 1.
λο-γίζεσθαι. άναριθμεϊν.

Omröra, (δια)κυκάν. τορύνειν. (δια)ταράττειν.
περιάγειν.: = omnämna, se d. ο.

Omrörande, κύκησις, ή.

Om rö sta, διαψηφίζεσθαι, ψηφίζεσθαι,
ψη-φοφορεϊν (eg. m. stenar, sedan i allmht).
(δια)-χειροτονεΐν (gm händernas uppräckande) Jfr
Rösta.

Omröstning, διαψήφισις, ψηφοφορία, ή. (δια)·
χειροτονία, ή.: låta skrida till ο., Επιψηφίζειν.
Επιχειροτονεϊν.

Ömsad la, 1) eg., μετασκευάζειν τον ϊππον.
2) fig., μεταλλάττειν τήν τέχνην (ändra yrke).
μεταγιγνώσκειν (ändra mening). μεθίστασθαι (till
annat parti), μεταβάλλειν (i allmht).

Omsegla, 1) se Kringsegla. 2) segla
förbi, παραπλεϊν. ύπερβάλλειν (en udde 1. d.).
πλέοντα φ&άνειν, περιγίγνεσθαι, νικάν.

Ο ms egli η g, περίπλους, ό. — παράπλους, ο€.

Omsider, χρόνω. διά πολλού (χρόνου), ήδη.
ποτέ (enkl.). δψέ. μόγις.: ο kom han, χρόνιος
ήλ&εν.: nu ο., ήδη δή.: ο. en gång, sent ο., δψέ
ποτε. χρόνω ποτέ ποτέ.

Om sjunga, πάλιν 1. Εκ δευτέρου άδειν.

Omskaka, δια-, άνα , συσσείειν.
διατινάσ-σειν.

Omskapa, μετα-, άνα-, παραπλάττειν.
με-τασχηματίζειν. μεταμορφ>ούν. μεταποιεϊν.
μετασκευάζειν. μετ ακοσμεϊν. μεταβάλλειν. άλλοιούν.:
ο. sig, μετασχηματίζεσθαι. μεταβάλλειν εις άλλο
είδος.

Omskapning, μετά-, άνάπλασις, ή.
παρα-πλασμός, ό. μετασχημάτισις, ή.
μετασχηματισμός, ό. μεταμόρφωσις, ή.

Omskifta, -e, se Omvexla, -ling.

Omskrifning, περί-, μετά-, παράφρασις, ή.

Omskrift, τά περιγεγραμμένα.

Omskrifva, 1) skrifva omkring,
περιγρά-φειν. 2) skrifva ånyo, μεταγράφειν. 3) återge
m. andra ord, περι-, μετα-, παραφ>ράζειν.

Omskriken, se beryktad.

Omskugga, περι-, Επι-, συσκιάζειν. —
om-skuggad, σιίσκιος, Επίσκιος, 2.

Om skuggande, συσκίασις, ή. συσκιασμός, ό.

Omskära, περιτέμνειν.

Omskärelse, περιτομή, ή.

Omslag, 1) det hri ngt invecklas,
(περι)κά-λυμμα, τό. περιείλημα, τό. έλυτρον, τό. b) om
sjuka lemmar: vått, Εμβροχή, ή. έμβρεγμα, τό.:
varmt, θέρμασμα, τό.: uppmjukande, μάλαγμα,
τό. χλίασμα, τό (tillika värmande).: kallt,
ψύγ-μα, τό.: lägga ο. på ngt, μάλαγμα περι-, Επι-,
προσθεϊναί τινι. 2) se Omkastning 2).

Omslingra, περιηλέκεσθαί τινι.
περιττύσσε-σθαι τινα. περιελίττεσθαί τινι.

Omsluta, περικυκλούν. περικλείειν.
περιείρ-γειν. Jfr Omfatta ο. Föreg.

Omsmida, μεταχαλκεύειν.

Om smidning, μεταχάλκευσις, ή.

Omsmälta, μεταχωνεύειν.

Ο m snärj a, περι-, συμπλέκειν. περιελίττειν.
περιβάλλειν.

Ο m s η ö r a, περισφ ίγγειν. περιπλέκειν.

Omsorg, Επιμέλεια, ή. κηδεμονία, ή.
φρον-τις, ίδος, ή. μελέτη, ή. πρόνοια, ή. σπονδή, ή
(ifver), ακρίβεια, ή (noggrannhet). Jfr
Bekymmer.: ha ο. om ngt, Επιμελεϊσθαί τίνος.
Επιμέ-λειαν ποιεϊσθαί τίνος. Επιμέλειαν έχειν τινός 1.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0320.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free