- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
325

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Osäljbar ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Osäljbar-

O sälj b ar, άπρατος, 2.

Osälj barhet, άπρασία, ή.

Osäll, se Olycksalig.

Osällskaplig, άνομίλητος, άπροσόμιλος, 2.
άμικτος, άν επί μικτός, άπρόσμικιος, 2.
άκοινώ-νητος, 2. δυσξύμβολος, 2. àj/fV«i/*roi·,
δυσέν-τευκτος, 2 (svårtillgänglig).

Osällskaplighet, άμιξία, άν επιμιξία,
ά-χοινωνησία, ή. ο. gm ad;.

Osämja, se Oenighet.

Osökt, αζήτητος, 2. άνερεύνητος, 2.:= enkel,
okonstlad, se d. oo.

O sö mm ad, αρρα^οί1, αρρα^?, 2.

Osöndrad, ό/ώρ*στο?, 2. αδιαίρετος, 2.
α’-διάσπ αστός, 2. α’Λάλντοί, 2.

Ο sörjd, άπένθητος, 2. άοΡάχρι/τοί,
ακλαι/-<nroff, 2 (poet.). Jfr Obegråten.

O t ack, αχαριστία, ή. άγνωμοσ ύνη, ή.: löna
ngn m. o., χάριν μή άποδιδόναι τινί. αχαριστία
χρήσθαί περί τινα. άγνωμονεϊν εϊς, πρός, περί
τινα.: lönas m. ο., άχαριστεϊσθαι, af ngn, υπό,
παρά τίνος. χάριν μή άποΧαβεϊν 1. χομίσασθαι
παρά τίνος.

Otacksam, άχάριστος, 2. άγνώμων,2.: vara
ο· mot ngn, άχαριστείν τινι 1. πρός τινα. jfr
Föreg. b) se Tacklös.

Otacksamhet, se Otack.

Otadlad, -lig, άμεμπτος, 2. άμώμητος, 2.
άνέγχΧητος, 2. άνεπιτίμητος, άνεπίπΧηχτος, 2.
άψεγής, 2. άκατάχρεκτος, 2

Otadlighet, άμεμφία, ή. ο. gm adj.

Otalig, άνάριθμος, αναρίθμητος, 2. άμετρος

1. άπειρος 1. άμήχανος (2) τό πλήθος. μυρίος, 3.:
ο. gånger, άπειράχις.

Otalt, jag har ingenting o. m. hm, ουδέν
πράγμα εστι μοι πρός αυτόν 1. έμοί χαί τούτω.

Ο tam, άνήμερος, 2. ατίθασος, άτιθάσευτος,

2. άγριος, 3.

Ο tam het, άνημερότης, ή. άγριότης, ή. ο.
gm adj.

Otid, άκαιρία, ή. άωρία, ή.: ίο, άχαιρος,
2. άχαίρως. παραχαίρως. άωρί. παρά χαιρόν

Otidig, l)i otid skeende, άχαιρος, 2. άωρος,
«£ωρος, 2. ο. gm adv., se Föreg. 2) oförskämd,
ovettig, αναιδής, 2. ιταμός, 3. άγροιχος, 2.:
vara ο., άναιδεύεσθαι. άγροιχίζεσθαι. δνειδίζειν.
νβρίζειν.

Otidighet, 1) abstr., άναίδεια, ή. Ιταμό της,
ή. άγροιχία, ή. 2) concr., Χόγοι άγροιχοι, οι.
δνειδος, τό. υβρισμα, τό.

Otillbörlig, ον δέων, προσήκων, πρέπων, 3.
ον ού δει, ού χρή, ού θέμις ού δίκαιος, 3,
άδικος, 2 (orättvis), ούκ όρθός, 3. απρεπής, 2.
ανάξιος, 2. άκαιρος, 2.

Otillbörlighet, άπρέπεια, ή. άναξία, ή.
άκαιρία, ή ο. gm adj. 1. gm omskr. m. δει, χρή
etc., se Föreg.

Otillfredsställande, ούχ ικανός, 3.
έΧΧι-πής, 2 άνεπιτήδειος, 2.

Otillfredsställd, vara ο., ον ατέργειν.
μέμ-φεσθαι.: ingen af mina önskningar blef o., ων
ϊπεθύμησα ούδενός άπέτυχον 1. ουδέν μοι ούκ
έ-χαρίσαντο.

Otillförlitlig, se Opålitlig.

Otillgänglig, 1) eg., άπρόσβατος, άβατος,
δύσβατος, άνέμβατος, 2. άπρόσιτος, 2.
άπρος-όδευτος, 2. 2) se Ο sällskaplig. 3) oemot-

— Otur. 325

taglig, o ti προσδεχόμένος 1. προσιέμε νος, 3 (τι,
t ngt), άνεπίδεκτος, 2 (τινός), άναίσθητος, 2
(τινός).: ο. f. lärdomar, άμαθής, δνσμαθής, 2.: ο.
f. skäl, άπειστος, 2.: vara ο. f. ngt, μισείν τι.
καταφρονεϊν, ολιγωρεί ν τίνος, άμαθώς εχειν τινός.

Otillräcklig, ούχ ικανός, 3. ένδεής, 2.
έλ-Χιπής, 2.: vara ο., ούκ έξαρκείν. ένδεεστέρως
εχειν.

Otillräcklighet, τό έΧΧιπές. τό ένδεέστερον.

Otillspord, se Oåtspord.

Otillständig, se Otillbörlig.

Otillåten, -lig, άθέμιστος, 2.
ασυγχώρητος, 2. ούκ όρθός, 3. ού δίκαιος, 3.: ngt är o.t
ού θέμις, ούκ εξεστι ποιεϊν τι.

Otillåtlighet, τό άθέμιστον.

Ο til lämplig, άνεπιτήδειος, 2. άχρηστος, 2.
ω ούκ εστι χρήσθαί 1. d.

Ο ting, τό ούκ δν. τό ού δεν (μηδέν), άτοπον,
τό. τέρας, τος, τό (vidunder).

Otjenlig, se Onyttig, Olämplig.

O tjenst, άκαιρος χάρις, ή.: göra ngn en o.,
άκαίρως 1. παρά καιρόν χαρίζεσθαί τινι. Jfr
Skada.

Otjenstbar, se Oduglig.: till krig,
άδν-νατος, 2 (στρατεύεσθαι).

Otrampad, άπάτητος, 2. άβατος, 2.

Otjenstaktig, -färdig, se Ogen.

O t re fi ig, άχαρις, τος, 2. άηδής,2. ατερπής,
2. δυσχερής, 2. Χυπηρός, 2.

Otreflighet, άηδία, ή. δυσχέρεια, ή. ο. gm
adj.

Otro, άπιστία, ή.

Otrogen, 1) s. ej tror, άπιστος, 2. 2) s.
bryter sin tro, άπιστος, 2.: bli ngn o.,
άγίστα-σθαί τίνος, ού γυΧάιτειν τινί τήν πίστιν.
προδι-δόναι, άποΧείπειν τινά·: bli ο. sin pligt, άμεΧεϊν
τών δεόντων.: bli sig sf ο., έπιΧανθάνε σθαι, ού
μεμνήσθαι εαυτού.

Otrohet, άπιστία, ή. — άπόστασις, ή (affall).
προδοσία, ή (förräderi).

Otrolig, άπιστος, 2. παράδοξος, 2.: ο:t stort,
mycket, långt, άμήχανον δσον.: berätta o:a
saker, παραδοξοΧογείν. s. berättar, παραδοξολόγος,
2. berättandet, παραδοξολογία, ή.: ngt förefaller
mig o:t, άπιστίαν παρέχει μοί τι.: förefalla,
vara mycket o:t, πολλήν άπιστίαν εχειν.

Otrolighet, άπισιία, ή. τό άπιστον.

Otrygg, se Osäker.

Ο trängd, i oträngda mål, se Onödigtvis.

Otröskad, άτριπτος, 2.

Otröstlig, άπαραμύθητος, άπαρηγόρητος, 2.

Otröttlig, se Outtröttlig.

Otta, όρθρος, o.: i o., κατ’δρθρον. ορθρου.:
s. sker i o., δρθριος, 3.

O tuggad, άμάσητος, 2.

O tukt, ασέλγεια, ή. ακολασία, ή. πορνεία, ή.
λαγνεία, ή. κιναιδία, -εϊα, ή. αϊσχρουργία, ή.
μοιχεία, ή.: bedrifva ο., αίσχρουργεϊν.
αισχρό-ποιειν. πορνεύεσθαι.

Ο tukt ad, άκόλαστος, 2.

Otuktig, άσελγής, 2. άκόλαστος, 2. λάγνος,
2. μάχλος, 2. μοιχικός, 3. κίναιδος, ό. αισχρός,
3 (om handlingar) : tala o:t, κιναιδολογεϊν.: s.
talar ort, κιναιδολόγος, o.

Otuktighet, άσέλγεια, ή. ακολασία, ή.
λαγνεία, ή. μαχλοσύνη, ή.

Otur, κακή τύχη, ή. δυστυχία, ή. ατυχία, jJ.)

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0329.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free