Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Platta ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
336
Platta — Plågoande.
Platta, πλατύνειν. όμαλίζειν. λεαίνειν.
Plattfot, πλατύπους, ποδος, oc, ή.
Platthet, πλατύ της, ή. ομαλό της, ή. τ ånn·
νότης, ή. ο. adjj.
Platthufvad, πλατυκέφαλος, 2.
Plattnosig, πλατνρρνγχος, 2.
Plattnäsa, -ig, πλαττύρριν, νος, δ, ή.
Plausibel, πιθανός, 3.: finna ngt ρ.,
Επαι-νεϊν τι. συνδοκεϊ μοί τι. άρέσκεσθαί τινι.
Plebej, δημότης, ου, ο. δημοτικός, δ. ό Εκ
1. από τού δήμου.
Plenipotentiär, πρεσβευτής αύτοκράτωρ, δ.
Plethron, πλέθρον, τό.: ett ρ. lång, bred
etc., πλεθριαίος (το μήκος, εύρος etc.).: 2, 3 etc.
ρ. lång, δίπλεθρος, τρίπλεθρος, 2.
Pleti, se Kreti.
Pligg, ήλος, ό. πάτταλος, δ. Se Pinne.
Pligt, τό δέον. τό προσήκον, καθήκον, έργον,
τό. χρέος, τό. Ofta gm gen. af ett nom. 1. gm
neutr. af ett pron. poss. ss. præd., t. ex. det är
en bra karls ρ., άνδρός Εστίν άγαθού.: det är
min ρ., Εμόν Εστίν. προσήκει, καθήκει μοι.: ρ:η
fordrar att göra ngt, χρή ποιεϊν τι.: uppfylla
sina p:r, τά προς-, καθήκοντα πράττειν 1.
άποτε-λέΐν. τά δέοντα 1. δίκαια ποιεϊν I. πράττειν. mot
ngn, τινί 1. προ? τινα. mot gudomligheten,
föräldrar ο. d., εύσεβείν 1. εύσεβεία χρή σθαι περί
τινα.: handla mot sin p., παρά τά προσήκοντα
πράττειν. άκοσμείν.: försumma sin ρ., άμελεϊν,
καταμελεϊν. Ελλείπειν τού δέοντος, λείπειν τήν
τάξιν. mot gudarne, άσεβεϊν περί τούς θεούς.: icke
göra sin ρ. (om krigare), κακόν είναι.
Εθελοκα-κεϊν. άποδειλιάν.: jag anser f. min ρ. att göra
ngt, άξιώ ποιείν τι.
Ρ1 i g t e η 1 i g, όσιος, 3. δίκαιος, 3, ευσεβής, 2.
προς-, καθήκων, ουσα, ον. εννομοί, 2. νόμιμος, 3.
Pligtförgäten, αμελής, 2. άσεβής, 2.
ανόσιος, 2. άγνώμων, 2. Jfr Trolös.
Pligtförgätenhet, αμέλεια, ή. άσέβεια, ή.
άνοσιό της, η· άγνωμοσύνη, ή.: visa ρ. mot ngn,
άμελώ< εχειν τινός 1. πρός τινα. άσεβεϊν περί 1.
πρός τινα. άγνωμονεϊν 1. άγνώμονα είναι περί
1. πρός τινα.
Pligtförsummelse, παράβασις τών
προσηκόντων, ή. άμέλεια, ή. άσέβημα, τό. πλημμέλεια,
ή. πλημμέλημα, τύ.
Pligtig, δίκαιος, 3.: vara ρ., όφείλειν. Se
vidare Förbinda 3).
Pligtstridig, άνόσιος, 2. άθέμιστος, 2.
παράνομος, 2. αισχρός, 3.
Plikt, τιμή, ή. τίμημα, τό. Επιτίμιον, τό.
δφλημα, τό. ζημία, ή. δίκη, ή.: den af
anklagaren yrkade ρ., Επίγραμμα, τό. τά
Επιγεγραμ-μένα.: yrka en ρ., Επιγράφεσθαι.
Plikta, τίνειν, Εκ-, άποτίνειν. διδόναι 1.
ύ-πέχειν δίκην 1. τιμωρίαν, f. ngt, τινός.: ρ.
derföre att, δίκην διδόναι m. part. 1. m. οτι.
Pliktfälla, ζημιονν τινά τινι. Επιτιθέναιλ.
Ιπιβάλλειν τινί τίμημα.: pliktfällas, äfv. δφΧείν.
Plinth, πλίνθος, ή.
Ρ1 i r a, σκαρδαμύττειν. (συμ)μύειν τούς
οφθαλμούς. ύποβλέπειν.: en s. plirar, μύωχρ, ωπος, δ.
Jfr Närsynt.
Plit, ξίφος, τό. μάχαιρα, ή.
Plita, 1) slåss, (δήαγωνίζεσθαι.
(δια)μάχε-σθαι. 2) arbeta ifrigt, φιλοπονεϊν. σπουδάζειν.
Επιμελώς πράττειν. περιεργάζεσθαι.
Plock, ρώπος, δ. συρφετός, ό· κέρματα, τά.
Plocka, δρέπειν, -σθαι. jfr Afplocka.: ρ.
frukter, ax, καρπολογεϊν, σταχυολογεϊν.: ρ.
fåglar, τίλλειν. άποτίλλειν.: ρ. ihop, συλλέγειν.: ρ.
sönder, κατατίλλειν. δια-, κατασπαράττειν. b)
= plundra, sed.
Plog, άροτρον, τό.: draga ρ., άροτροφορεΐν.:
lik ρ., άροτροειδής, 2.
Plogbill, άνοτρόπους, οδος, δ. ύνις 1. υννις,
εως, ή.
Plogfåra, se Fåra.
Ρ1 ο g hj u 1, ό τον άρό τρου τρο^ο’?·
Ploghäst, ϊππος άρότης, ό.
Plogland, πλέθρον (πέλεθρον), τό.
Plogstjert, έχέτλη, ή.
Plommon, κοκκύμηλον, τό. πρδύμνον, τό.
Plommonkärna, τό τον κοκκυμήλου όστούν.
Plommonträd, κοκκυ μηλέα ο. κοκκυ μηλος, ή.
προύμνη, ή.
Plotter, 1) i skrift, a) plottrande, gm vv.
b) resultatet, γράμματα έπισεσυρμένα, τά. 2)
små utgifter, at κατά μικρά 1. εις ούδενός άξια
δαπάναι 1. άναλώσεις. 3) småplock, ούδενός
άξια. συρφετός, ό. ρώπος, ό.
Plottra, l)i skrift, ίπισύρειν 1. φύρειν τά
γράμματα. 2) |p. bort, κατά μικρά, εις ουδενος
άξια δαπανάν 1. καταναλίσκειν. έκχείν.
Plugg, εμβολον, τό. γόμφος, δ.
Plugga, εμβολον έμβάλλειν. γομφούν.: ρ.
igen, (έμβόλω) Ιπι- , Ιμφράττειν 1. συγκλείειν.:
ρ. in, se Inprägla.
Plump, se Grof 1) o. 5).: bära sig p:t åt,
άγροικίζεσθ αι.
Plump, se Bläckfläck.
Plumpa, κηλιδούν, σπιλούν (på ngt, τί).
Plumphet, se Grofhet.
Plundra, άρπάζειν, διαρπάζειν. άρπαγήν
ποιεϊσθαι. ληίζεσθαι. λεηλατεϊν. λείαν άγειν.
λ$στεύ-ειν. άγειν και φ>έρειν. πορθεϊν. συλάν. διαφορεϊν.:
låta ρ., άφιέναι άρπάζειν. άρπαγήν ποιεϊν.: ρ.
en fallen fiende, σκυλεύειν. συλάν.: ρ. tempel,
ιεροσυλεϊν.
Plundrare, ληστής, ού, δ. ο. partt.
Plundring, άρπαγή, διαρπαγή, ή. λεηλασία,
ή. σύλησις, ή πόρθησις, ή. ληστεία, ή.: en fallen
fiendes, σκυλεία, ή.: tempels, ϊεοροσυλία, ή.
Pluralis, πληθυντικός (αριθμός), ό.: i ρ.,
πληθυντικός, 3 ο. -ώ?.
Pluralitet, οι πλείους. jfr Rö stpluralitet.
Pius, se Öfverskott, Tillägg.: 2 p. 3,
δύο και τρεις.
Plusquamperfectum, ύπερσυντέλικος
χρόνος, δ.
Plåga, άνιάν. λυπεϊν. θλίβειν. δάκνειν.
ταλαι-πωρεϊν. άγχειν. παρατείνειν. Ενοχλεί ν τινα 1. τινί.
οχλον 1. πράγματα παρέχειν τινί.: ρ. ngn m.
böner, Επι-, Εγκεϊσθαί τινι (δεόμενον). λιπαρεϊν
τινα.: plågas, äfv. κακώς εχειν 1. διακεϊσθαι υπό
τίνος, λύπην εχειν εκ τίνος : ρ. sig m. ngt,
πό-νον 1. πράγματα εχειν ποιούντά τι. κάμνειν
ποι-ούντά τι.
Plåga, άνία, ή. λύπη, ή. ταλαιπωρία, ή.
οδύνη, ή. άλγηδών, όνος, ή. πόνος, ό. μόχθος, ό.
κακόν, τό. συμφορά, ή.: ha ρ., πονεϊν.
ταλαιπω-ρεϊν, -σθαι. άλγεϊν. ο. pass. af vv. under Föreg.:
förorsaka ngn ρ., κακοϊς Ελαύνειν. Se Föreg.
Plågoande, -ris, Ερινύς, ύος, ή. xaxo*
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>