Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Praktikabel ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Praktikabel·
πειρία, tf.: ha ρ. i ngt, ίμπείρως εχειν τινός.
2) utöfning, άσκησις, tf. χειρουργία, tf.: en
läkares, ιατρεία, tf.: en advokats, συνηγορία, tf.
Pratikabel, δυνατός, 3. άνι/στός, 3.: f.
resande, βατός, 3. διαβατός (om floder), 3.
πορεύ-σιμος, 2. πλώϊμος, 2 (segelbar).: lätt ρ.,
ει/μί-χανος, 2. — εύπορος, εύβάτος, εύδιάβατος, 2.:
ej ρ., αμήχανος, 2. — άπορος, άβατος,
άδιάβατος, 2.: m. möda ρ., χαλεπός, 3. — οΡνσττορος,
δύσβατος, δυσδιόβατος, 2.
Praktisera, 1) tr., utöfva, πράττειν,
Λα-πράττεσθαι. μηχανάσθαι. άσκεϊν. 2) ,
άσκεϊν 1. £ρ)/ά£εσ#αί> 1. Ιπιτηδεύειν τήν τέχνην.
είναι iv ίυ\ τέχντ] : ss. läkare, ϊατρεύειν.
έπιτη-δεύειν τήν ϊατρικήν. δημόσιεύειν.: ss. advokat,
συνηγορ ειν.
Praktisk, πρακτικός, 3. ^ειροι/ρ^ικός, 3 (t.
ex. τό μέρος τζς μουσικής). βιωφελής, 2
(nyttig f. lifvet), χρήσιμος, 3 (nyttig).: en p. lärdom,
παραίνεσες tf πρός τον βίον.: f. det p. lifvet,
προς τήν χρήσιν : p. användning, χρήσις, tf.: ρ.
vishet, tf έν τω βίω σοφία: ha ρ. kunskap i ngt,
ίμπείρως εχειν τινός.: vara ρ läkare, άσκεϊν τήν
ϊατρικήν.: p:t utöfva ngt, ί’ρ^ω άσκεϊν τι.
Praktkärlek, μεγαλοπρέπεια, tf. πολυτέλεια, tf.
Praktrum, οίκημα λαμπρότατον 1. «»ς
τρυ-κατεσκευασμένον, τό.
Praktstycke, πολντελες χρήμα, τό.
ά)/αλ-μα, τό.
Praktupplaga, εκδοσις tf πολυτελεστάτη
(kollektivt). βιβλίον πολυτελέστατον, τό (ett enskildt
exemplar).
Praktverk, πολντελε’στατον έργον, τό.
κάλλος, τό.: sådana p. af tempel, κάλλ?/ τοιαύτα
Ιερών.
Praktälskande, μεγαλοπρεπής, 2.
Prassel, ^ό^ος, ό. ψιθύρισμα, τό.
Prassla, ψοφεϊν ιριθυρίζειν.
Prat, λαλιά, tf. λάλημα, τό. στωμυλία, tf.
λό-yoi, ol. λέσχημα, τό.: = tomt p., λζρος, ό.
λ»;-ρήματα, ζά. κενολογία, tf. «ρλναρία, tf.
φλυάρη-μα, τό. φλύαρος, ό. ίΦλος, ο’.: ändlöst p.,
άπε-ραντολο/ία, tf.
Prata, Λαλε’/εσθ-αι (samtala), λαλεΐν.
άόολε-σγεΐν. στωμύλλειν, vanl. -σθαι. κωτίλλειν (m.
bi-begr. af smicker o inställsamhetj.: = prata strunt,
λ^ρεΓν. κε>ολο)/ειν. κενοκοπεϊν. θαλαττοκοπεϊν
(kom.), ςτλϋαρεΐν. ι/#λεϊν.: p. m. ngn,
προσομι-λεΐν, προσλαλεϊν, προσμυθολογεϊν τινι. ι ρ. m. sig
sf, διαλέγεσθαι ίαυτώ.
Pratmakare, -makerska, άοΡολε’σ^ς, ου ο.
βαίολεσ^ος, ό. πολυλό^ος, ό, tf. περιττολο’^ος, ο’, tf.
φλύαρος, ό. λαλίστατος, 3. σπερμολό^/ος, ό.
κρό-ταλον, τό (kom.).: outhärdlig p.,
άπεραντολό-γος, ό, tf.
Pratsam, λάλος, 3. στωμύλος, 2. κωτίλος, 3.
πολι/λό/ος, 2. ανολεσ^ικός, 3. άδολέσχης, ου, ό.:
vara p., άόολεσ^εϊν. jfr Föreg.
Pratsamhet, λαλιά, tf. στωμυλία, tf.
άόο-λεσχία, tf λεσχηνεία, tf πολι/λο/ία, tf. τό
άόολε-σχικόν.: ändlös ρ., άπεραντολογία, tf.: oförsynt
ρ., ^λωσσαλ^/ία, tf.
Pratsjuk, se Pratmakare.
Praxis, se Praktik.
Precis, ακριβή;, 2 (noggrann),
συνεϋτραμμένος, 3 (om uttryck), σύμμετρος, 2 (noga
passande). — Adv., ofta gm αύτός, 3. Jfr Just.
-Pressa. 339
Pred estination, προορισμός, o. -era,
προορίζει.
Predika, δημηγορεϊν. λόγον 1. λόγους
ποιεϊσθαί πρός τον δήμον.: ρ. ngt, παραινεϊν τι.: ρ.
f. ngn, παραινεϊν τινα. πείθειν τινά.: ρ. f. döfva
öron, λέγοντα μή πείθειν. πολλά λέγοντα μηδέν
εις πλέον ποιεϊν.
Predikament, se Klass, Läge.
Predikan, δημηγορία, tf. ό iv τώ δήμω
λόγος. ιερός λόγος, ό.
Predikant, -are, ιερολόγος, ό.
Ιεροδιδάσκαλος, δημοδιδάσκαλος, ό. ό τά θεια διδάσκων.:
hs embete, ιερατεία, tf.
Predikat, κατηγορία, ή. κατηγόρημα, τό. τό
κατήγορουμενον. Ιπίθετον, τό. Ιπίθεσις, tf.
Predikstol, βήμα, τό. Sedn., άμβων, ωνος,
ό.: uppträda på p:n, προελθεϊν έπί τό βήμα.
Preexistens, προΰπαρξις, tf. -era,
προν-πάρχειν.
Prefekt, έπαρχος, ό.
Preja, (sjöt.) Ιπιβοάν τινι. προσαγορεύειν τινά.
Preja, ίκβιάζεσθαι (aftvinga, τινά τι),
έκχρη-ματίζεσθαι (τινά τι), (έξ)απατάν (bedraga),
ύπερ-τίμιον πωλεϊν (τί τινι). πλέονεκτεϊν.
Pr ej er i, (έξ)απάτη, tf· πλεονεξία, tf.
Prejudikat, δίκη προεγνωσμένη, tf. τά
πρότερον ίγνωσμένα 1. διαδικασθέντα.
Prelat, ό πρωτεύων τών ιερέων.
Preliminärer, προκλήσεις, αι. ύπόθεσις, tf.
-närfördrag, συνθήκη tf Ικ προκλήσεως, τά
προομολογούμενα προ τών έσομένων σπονδών.
Prella, άναρρίπτειν. αϊωρεϊν. μετεωρίζειν.
Preludiera, άνακρούειν. προανακρονεσθαι
-ium, se Förspel.
Premium, se Belöning, Afgift.
Premiss, se Försats.
Ρ ren ta, γράφειν. καλλιγραφεϊν.: ρ. in, fig.,
se Inprägla.
Prentning, γραφή, tf. καλλιγραφία, tf.
Prenumeration, προκαταβολή, tf. πρόδοσίζ,
tf -era, προκαταβάλλειν 1. προδιδόναι τό
άργύ-ριον.
Preparera, se Förbereda, Tillreda.
Preposition, πρόθεσις, tf. προθετικόν
μό-ριον, τό.
Prerogativ, se Företrädesrätt.
Presens, ό ίνεστώς (χρόνος), ώτος.
Present, se Gåfva.
Presentation, παράστασις, tf. σύστασις, tf.
Presentera, 1) framställa, παριστάναι.: ngn
f. ngn, συνιστάναι τινά τινι.: ρ. sig,
παραφαί-νεσθαι. καταστήναι εϊς όψιν. 2) räcka, bjuda,
προσφέρειν. παρέχειν. ένδιδόναι.
Preservativ, se Förvaringsmedel.
President, πρόεδρος, ό. προεδρεύων, οντος,
ό. Ιπιστάτης, ου, ό. -era, προεδρεύειν.
προστα-τεϊν. -ium, προεδρεία, -ία, tf.: föra ρ. i rådet,
προεδρεύειν τής βουλής.
Preskription, προθεσμία, tf.
Press, (έκ)πιεστήριον, τό. τριπτήρ, ήρος, ό.
ληνίς, ό (vinp.).: ρ. f. kläder, Ιπος, ό. Jfr äfv.
Tryck.
Pressa, πιέζειν. (άπο)θλίβειν. πατεϊν (om vin).
Χπούν (om kläder).: ρ. matroser, συγκροτεϊν
Ιπι-βάτας. ύπηρέτας βία άγείρειν.: pressade matroser,
πληρώματα i£ άνάγκης συμπλέοντα.: ρ. ngn på
penningar, πράττειν, -σθαι τινα άργνριον.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>