- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
346

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Påkalla ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

346

Påkalla —Påtränga.

Påkalla, 1) eg., (Επι-, προσ)καλεϊν.: tillhjelp,
ava-, ini·, προσκαλεϊσθαι Επιβοάσθαι: till vittne,
μαρτύρεσθαι. διαμαρτύρεσθαι. 2) se Fordra 2).
Påkläda, se Kläda.

Påknyta, ini-, προσδεϊν. άναδεϊν. περιδεϊν.
περιβάλλειν.: ρ. sig, gm med.

Påknäppa, ηρος-, συμπερονάν. συλλαβεϊν
ηόρπρ.

Påkomma, προς-, Επιπίπτειν. Ειτιγίγνεσθαι.
συμβαίνειν. άπαν τ αν. γίγνεσθαι, Επι-,
καταλαμβάνειν. περιπίπτω τινί. πάσχω τι : om ngt skulle
ρ. mig, εϊ τι πάθοιμι. ήν τι πάθω.: vid
påkommande behof, όταν δέ$. εϊ δεήσει.

Påkosta, δαπανάν. άναλίσκειν. —
påkostande, χαλεπός, 3. δυσχερής, 2. Επίπονος, 2.
δεινός, 3.: jag finner ngt ρ., άχθομαι 1. χαλεπώς
φέρω τι 1. Επί τινι 1. ποιών τι. πράγματα
παρέχει μοί τι. όκνώ ποιεϊν τι.

Påkänning, 1) eg., άφή, ή. ψηλάφησις, ή.
γενσις, ή. 2) fig., βάρος, τό. συμφορά, ή.
βλά-β*1·> ή- ζημία, ή·’· ha ρ. af ngt, βαρύνεσθαί τινι.
ζημιούσθαι, βλάπτεσθαί τινι 1. υπό τίνος.
Påköra, se Påd rifva, Påföra.
Påla, σταυρουν. χαρακούν. σκόλοπας 1.
σταυρούς εμβάλλειν 1. καταπηγνύναι.: ρ. af, omkring,
σκόλοψιν άπο-, περιφράττειν, -φραγνύναι.
Pålaga, φόρος, ό. δασμός, ό. Επιβολή, η.
Pålassa, -lasta, άνα-, Επιτιθέναι.
Επιβάλ-λειν. Επιτάττειν. Επισκευάζειν.

Påle, σκόλοχρ, οπος, ό. χάραξ, ακος, ό ο. ή.
σταυρός, ό.: nedslå ρ., se Påla.: nedslagen ρ.,
καταπήξ, ήγος, ό.: spetsa på ρ.,
(άνα)σκολοπί-ζειν. Jfr Skampåle, Palissad.

Pålitlig, αξιόπιστος, 2. άψευδής, 2. πιστός,
3. άσφαλής, 2. βέβαιος, 2. Εχέγγυος, 2. άξι
όχρεως, 2. ισχυρός, 3.

Pålitlighet, πιστό της, ή. βεβαιό της, ή.
άσφά-λεια, ή. ο. gm adj.

Pålning, σταύρωσις, ή. χαράκωσις, ή.
Pål verk, σταύρωμα, τό. χαράκωμα, τό.
Pålysa, άνα , προαγορεύειν. άνακηρύττειν.
Pålägga, Επιτιθέναι. Επιβάλλειν. Εμβάλλειν.
Επισάττειν (en häst sadel, packning o. d.). Επι-,
προστάττειν, Επισκήπτειν (bl. oeg.).: ρ. ngn straff,
δίκην, ζημίαν, τίμημα, Επιβολήν Επιτιθέναι 1.
Επι-βάλλειν τινί.: ρ. skatt, τάττειν φόρον 1.
εϊσφο-ράν (enl. lag), Επιβάλλειν φόρον 1. δασμόν (efter
godtycke).: ytterligare ρ., προσ-, Επανατιθέναι.
Påminna, se Erinra. Jfr Anmärka.
Påminnelse, se Erinran.
Pånyttfödd, παλιγγενής, 2. jfr Förnya.
Pånyttfödelse, παλιγγένεια, ή.
Påpacka, se Pålassa.
Påpassa, se Passa på.
Påpasslig, προσεκτικός, 3. Επιτηρητικός, 3.
φυλαχτικός, 3. άκριβής, 2. Επιμελής, 2.
Επιστρε-φής, 2.

Påpasslighet, πρόσεξις, προσοχή, ή.
άκρί-βεια, ή. Επιστροφή, ή. ίπιμέλεια, ή.

Påpeka, σημαίνειν. Επιδεικνύναι. δηλούν. Jfr
Peka.

Påropa, καλεϊν. άνα-, Εκκαλεϊν.
Påräkna, se Räkna.
Påsadla, se Sadla.

Påse, θύλακος, ό. μάρσιπος, o. dem.,
θυλά-χιον, μαρσίπιον, τό. Jfr Börs, Säck.
Påse, se Åse.

Påseende, θέα, ή. θεωρία, ή. Jfr Anblick.
Påsegla, (πλέοντα) περι-, Επι-, Εμπίπτειν.: =
segla i qväf, χαταδύειν.
Påsela, se Sela.
Ρ ås ig, θυλαχοειδής, -ώδης, 2.
Påsk, πάσχα, τό.: fira ρ , πασχάζειν.
Påskicka, se Tillskicka.
Påskina, låta ρ., ύποφαίνειν. σημαίνειν.
(υπ)-αινίττεσθαι. προσποιεϊσθαι.

Påskrift, Επίγραμμα, τό. Επιγραφή, ή.: förse
m. ρ., Επιγράφειν. άναγράφειν.: m. ρ., Επι-,
ά-ναγεγραμμένος, 3.

Påskrifva, επιγράφειν. άναγράφειν.
Påskrufva, κοχλίφ προς-, περιάπτειν.
Påskynda, Επιταχύνειν. σπεύδειν. Επι-,
κατα-σπεύδειν. (κατ)επείγειν. παροξύνειν.

Påslå, προσηλούν. Επιβάλλειν: = pågjuta, se d.
Påsmeta, προσκολλάν.

Ρ å s m ö r j a, Επι , προσχοίειν. προσαλείφ ειν.
Påsnöra, Επισφίγγειν. αναδεϊν σπάρταις.
Påspika, προς-, καθηλούν. προσπατταλεύειν.
På spä da, προσεγχεϊν (ύδωρ 1. d. εις τι).
Påspänna, Εμπερονάν. Εμπορπάν.
πορπά-ζειν.: på fötterna, ύποδεϊν (med., på sig).

Påstryka, Επιχρίειν. περι-, Επαλείφειν.
Επι-χρωννύναι (färg).

Påströ, προς-, Επι-, Εμπάσσειν.
Εν(δια)σπεί-ρειν.

Påstå, λέγειν, φάναι. φάσκειν. άξιούν.: ifrigt,
bestämdt ρ., (δι)ισχυρίζεσθαι. παγίως
διισχυρίζε-σθαι. διατείνεσθαι. b) se Pågå.

Påstående, λόγος, ό. γνώμη, ή. άπίφασις,
ή. τά εϊρημένα. ά λέγει 1. φησί τις.: enl. mitt
ρ., ώς Εγώ φημι.: uppställa ett ρ.,
άποφαίνε-σθαι γνώμην. ο. Föreg.

Påstöt, -ning, 1) eg., πρόσκρουσις. ή.
πρός-κρουμα, τό. πρόσπταισμα, τό. 2) ο eg.,
παρόρ-μησις, ή. προτροπή, ή. παραχέλευσις, ή.
παρα-χέλευσμα, τό.

Påstöta, 1) eg., πταίειν πρός τι.
προσκρού-ειν, προσκόπτειν, προσπταίειν τινί. 2) råka,
περι-, προς-, Εμπίπτειν. Εν-, Επι-, περιτυγχάνειν.
3) uppfordra, Εξ-, παρορμάν. προτρέπειν, -σθαι.
παρακελεύεσθαι. ύποτίθεσθαι.
Påsy, προς-, Επιρράπιειν.
Påsyfta, se Syfta.

Påtaga, 1) se Kläda. 2) se Åtaga sig.
Påtaglig, se Handgriplig.
Påtal, -a, se Åtal, -a.
På tapp a, Εγχ ειν (τί εις τι), άνα-,
Εμπιπλά-ναι (fylla).

Påteckna, se Påskrifva.
Påtinga, se Beställa.
Påtruga, se Påtvinga.
Påtrycka, ngt ett insegel, σφραγίδα
Επιβάλ-λειν τινί. Επισφραγίζειν τι.: en prägel, se d. o.
Jfr Trycka.

Påtryckning, 1) sigills, σφραγϊδος Επιβολή,
ή. 2) tvång, inverkan, βία, ή. άνάγκη, ή. jfr
Inflytelse.

Påträda, en tråd, Ενείρειν. Ενιέναι.: perlor
o. d., άνείρειν. συνείρειν.

Påträffa, Επι-, Ev-, περιτυγχάνειν.
καταλαμβάνειν. Jfr Anträffa.

Påtränga, 1) tr., Επιφέρεσθαι. Επι-, προς-,
Εγκεϊσθαι. βιάζεσθαι. 2) reflex., ρ. sig ngn,
εϊς-βιάζεσθαι πρός τινα. προς-, Εγκεϊσθαι τινι. Εν-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0350.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free