Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Retelse ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
386
Hotelse — Rik.
οργή v. — retande, Επαγωγός, 2. έπαφρόδιτος,
2. χαρίεις, εσσα, tv. Ιπίχαρις, 2, gen. ιτος.
τερπνός, 3.
Re t el se, 1) retning, ίρεθισμός, ό. Ιρέθισμα,
τό. παρόρμηΰις, ή. παρόρμημα, τό. Επαγωγή, ή.
επαρσις, ή· παροξυσμός, ο4 (till vrede), πάθος, τό
(häftigare affektion). ορμή, ή (drift), ηδονή, ή
(lust). 2) det retande, χάρις, ιτος, ή. κάλλος,
τό. τέρψις, τό τερπνόν, φίλτρον, τό (till
kärlek).: ha, innebära r. f. ngn, τέρπειν,
ψυχαγω-γεϊν τινα. iv ήδονjj εϊναί τινι.
Retirera, άνα-, άποχωρεϊν. ύποχωρεϊν.
παρα-χωρεϊν.
Re t li g, ευερέθιστος, 2. παθητικός, 3.
ενπα-ρόρμητος, 2. εύπαρόξυντος, 2. ευκίνητος, 2.
ορ-3. όξύρροπος, 2. οξύς, «ϊα, ιί.
Retlighet, όργιλότης, ή ο. gm αφ.
Retmedel, ίρεθισμός, ό. τό ίρεθιστικόν.
Retning, se Retelse.
Reträtt, se Återtåg, Tillflykt,
Enslighet m. fl.
Revers, συγγραφή, ή. άνταποχή, ή.: utfärda
en r. till ngn, συγγραφήν διδόναι τινί.
Ιγγυά-σθαι πρός τινα. πιοτά διδόναι τινί.
Revidera, Ιξετάζειν.: en skrift,
έπιΐΐιασκευά-ζειν.: en räkning, λογιστεύειν.
Revision, έξέτασις, ή.: en skrifts,
Ιπιδια-σκεύασις, ή.: en räknings, τό λογιστεύειν.
λογο-θεσία, ή.: af en embetsförvaltning, εύθυναι, αι.:
bestå en sdn, εύθύνας ύπέχειν 1. διδόναι.
Revisionskommission, λογισταί,
λογοθέ-ται, οι. τό τών λογιστών συνέδριον. εύθυνοι, οι.
Revisor, έξεταστής, ου, ό. λογιστής, ου, ό.
λογοθέτης, ου, ό.
Revolt, -era, seUppror, Uppröra, -ution,
se Omhvälfning, -utionär, στασιαστικός, 3.
νεωτεροποιός, 2. ταραχώδης, 2.: vara γ.,
νεωτε-ρίζειν περί τήν πολιτείαν. ταραχωδέοτατα
dia-κεϊσθαι.
Revy, se Mönstring.
Rhabarber, ρά, τό.
Rhapsod, ραψωδός, ό.: vara r., ραψφδεϊν.:
hs konst, ραψωδική, ή. -di, ραψωδία, ή.
Rhetor, ρ^τωρ, ορος, ό. - i k, ρητορική, ή.
λόγων τέχνη, ή. -isk, ρητορικός, 3.
Rheumatisk, ρευματικός, 3. -ism, ρεύμα,
τό. ρευματισμός, ό.: ha r., ρευματίζεσθαι.
Rhomb, ρόμβος, ό. -b ο i d, ρομβοειδές, ούς, τό.
Rhythm, ρυθμός, ό. - i sk, ρυθμικός, 3.
ρυ-θμοειδής. 2. ερρυθμος, 2.
R i a, θειλόπεδον, τό.
Ribba, σανίς, ίδος, ή.
Rida, ιππεύειν. ιππάζεσθαι (äfv. Irt όνου,
δελφίνος etc ), ιππηλατεϊν. έλαύνειν τώ ΐππω 1. έφ’
ϊππου, vanl. bl. έλαύνειν. έλασίαν ποιεϊσθαι. ίφ’
ϊππου (1. ΐππω, καμήλω etc.) όχεϊσθαι. [έφ*) Ϊππω
Ιποχεϊσθαι.: τ. en häst, έλαύνειν ί’ππον. Ϊππω
χρρσθαι.: hästen låter icke r. sig, ό ϊππος ου
δέχεται άναβάτην.: τ. fort, ταχύ 1. άνά κράτος
Ιλαύνειν.: komma ridande, έλαύνοντα ήκειν.: τ.
till, mot ngn, προσιππεύειν, προσελαύνειν τινί 1.
πρός τινα, fiendtligt, ini τινα. ιππεύοντα
φέρε-σθαι έπί τινα.: τ. omkull ngn, άνατρέπειν τινά
τψ ϊππω.: τ. bort, sin väg, αφ ιππεύειν.
άφιππά-ζεσθαι. άπελαύνειν. άπέρχεσθαι 1. οϊχεσθαι
έλαύ-νοντα.: s. icke kan r., άφιππος, 2. — ridande,
äfv. έφιππος, 2.
Ridbana, ιππόδρομος, ό. άμμος, ή.
Ridbar, ιππάσιμος, 2. ιππήλατος, 2.
Ridbyxor, άναξυρίδες, αι.
Riddare, ιππεύς, έως, ό. ιππότης, ον, β
(hos Nygr., innehafvare af en orden).
Riddargods, ιππικό v χωρίον, τό.
Riddarspel, ιππικός άγων 1. άθλος, ο.
Riddarstånd, se Ridderskap.
Ridderlig, 1) eg., ό, ή, τό τών Ιππέων,
ιππικός, 3. 2) oeg., γενναϊος, 3. καλός, 3. καλός
κάγαθός, 3. Jfr Ädel.
Ridderskap, ή τών ιππέων τάξις, ιππάς,
άδος, ή (ss. stånd), οι ιππείς (riddarne).: höra till
r:t, (εϊς) ιππάδα 1. εϊς τούς Ιππέας τελεϊν.
Riddersman, se Riddare, Adelsman.
Riddyna, ύπηρέσιον, τό.
Ridhäst, μόνιππος, ό. κέλης, ητος, ό (vid
kapplöpningar), ϊππαστής ίππος, ό.
Ridklädning, ιππική στολή 1. Ισθής, ή.
R i d k η e k t, ιπποκόμος, ό. αναβολείς, έως, ό.
Ridkonst, Ιππική, ή.
Ridning, ιππεία, ιππασία, ϊππηλασία,
ΐπ-πευσις, ή. ελασις, έλασία, ή. ιππική, ή (ss. konst).:
hörande till r., ιππικός, 3.: öfvad i r., ιππικός,
3. ιππαοίαις εποχος, 2.: oskicklig i r., άφιππος,
2.: oskicklighet i r., άφιππία, ή.: öfva sig i r.,
άσκεϊν τήν ιππικήν.
Ridrock, ιππικός χιτών, ό.
Ridsadel, se Sadel.
Ridt, Ιππασία, ή.: göra en r., ιππασίαν
ιπ-πάζεσθαι 1. ποιεϊσθαι. έλασίαν 1. ελαοιν ποιεϊσθαι.
Rid ν äg, ίππήλατ ος οδός, ή.
Rifjern, κνήστρον, τό. κνήστις, εως, ή.
Rif η in g, άμυξις, ή ο. άμυγμός, ό (rispande).
κνήσις. ή (kliande), τρϊψις, ή ο. τριμμός, ό (af
färger ο. d.). ρήξις, ή (sönderrifning).: af
byggnader, καθαίρεσις, κατασκαφή, ή.
Rifva, 1) skrapa, skafva, άμύττειν (rispa).
ξαίνειν, ξειν. κνήν. jfr Klia.: r. sig i hufvudet,
håret, κνήσασθαι 1. τρίβειν τήν κεφαλήν, τάς
τρίχας. : τ. färger ο. d., (κατα)κνήν. τρίβειν. 2)
sönderslita , (διαρ)ρηγνύναι. (δια)σχίζειν.
(δια)σπαράττειν.: r. ihjäl, σπαράξαντα άποκτεϊναι. 3) se
Rycka. 4) r. i ngt, σπαράττειν. ριπτάζειν.
δι-αρρίπτειν.: = röra, κινεϊν. 5) en byggnad,
κα-θαιρεϊν. κατασκάπτειν. καταβάλλειν. Se vidare
compp.
Rigel, μοχλός, ό. κλεϊθρον, τό. μάνδαλος, ό.
εμβολον, τό. τύλαρος, ο.: förskjutar:n, τον
μοχλό ν έπιτιθέναι 1. Ιπι-, έμβάλλειν.: från skjuta r:n,
άποκινεϊν, παραφέρειν, χαλάν τον μοχλόν.
Rigla, μοχλούν. βαλανούν. έπιζυγούν. Jfr
Föreg.
Rik, 1) eg., πλούσιος, 3. πλου τών, ούσα, ούν.
εύπορος, 2. ευ-, πολυχρήματος, 2.: om länder ο.
städer, ευδαίμων, 2.: mycket r,, βαθύπλουτος,
2. πολύχρυσος, 2.: τ. på ngt, πλούσιος, εύπορος
τίνος, πλήρης τινός.: vara r., πλουτεϊν. χρήματα
εχειν. άκμάζειν πλούτω. πλούτος εστι 1. υπάρχει
μοι. εύδαιμονεϊν, εύθενεϊν (om länder etc.).: vara
mycket r., διαφέρειν πλούτω.: vara r. på ngt,
άφθονον 1. συχνόν εχειν τι. εύπορεΐν τίνος,
γέ-μειν, πληθύειν τινός (vara full af).: göra r.,
πλου-τίζειν.: bli r., πλουτίζεσθαι. 2) riklig, ymnig,
άφθονος, 2. δαψιλής, 2.: r. skörd, καρποί
άφθονοι. άφθονία καρπών.: τ. byte, πολλή λεία.: τ.
skänk, δαψιλής δωρεά.; r. hår, βαθεϊα κόμη.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>