- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
369

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - R - Rösta ... - S

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Rösta— Sak.

369

φοι γίγνονται πάσαι σύν τινι.: ha en r., μιας
ψήφου κύριον είναι. μίαν ψήφον εχειν.

Rösta, ψήφον Εμβάλλειν I. φέρειν.
ψηφοφο-ρεϊν. τίθεσθαί τήν ψήφον. ψηφίζεσθαι: τ. f. ngn,
τίθεσθαί τήν ψήφ,όν τινι. χειροτονεϊν τινα.: τ. f.
ngt, ψηφίζεσθαι, χειροτονεϊν τι. δέχεσθαί τι.
δοκεϊ μοι m. inf.·, r. m. ngn, σύμψηφον 1.
όμόψη-φον εϊναί τινι.: r. mot ngn, καταιρηφίζεσθαί
τίνος.: r. mot ngt (= förkasta), άποψηφίζεσθαι,
άποχειροτονεϊν τι.: låta ngn r., Επαγεϊν τινι τήν
ψήφον. έπιψηφίζειν τινά : låta r. öfver ngt,
ψήφον Εμβαλεϊν περί τίνος. Επιψηφίζειν τι.

Röstberättigad, ψήφου κύριος, 3. δίκαιος
ψηφίζεσθαι.

Rö ste, se Takröste.

Röstning, se Omröstning.

Röstpluralitet, al πλείους 1. πλεϊσται τών

ψήφων, ή πλείστη χειροτονία.: jag får r.,
γίγνεται μοι ή πλείστη χειροτονία.: gm r. besluta,
(Επι)ψηφίζεσθαι. [Επι)χειροτονεϊν.: beslut gm r.,
Επιχειροτονία, ή.

Rösträtt, gm ψήφος, ή.: likar., Ισοψηφία, ή.
jfr Röstberättigad.

Röststen, ψήφος, ή.

Rösturna, υδρία, ή. κάδος, ό. κηθάριον, τό.

R öta, σαπροτης, ή. σαπρία, ή. σηπεδών,
όνος, ή.: taga r., se Ruttna.

Röta, σήπειν. δια-, κατασήπειν. σαπρούν, -ίζειν.

Rö t ak ti g, ύπόσαπρος, 2. σαπρός, 3.

Rötböld, se Etterböld.

Rötmånad, se Hunddagar.

R ö t η i η g, οήψις, ή.

Rötsår, Εμπύημα, τό.

Rötägg, ώόν σαπρόν 1. σαθρόν, τό.

S.

S, 2, σ, ς (ss. slutbokstaf). σίγμα, τό.: i form
af s, σιγματοειδής, 2.

Sabbat, σάββατον, τό.: fira s., 0αββατίζειν.:
hörande till s., οαββατικός, 3.

Sabbatsbrott, ασέβεια ή εις τό σάββατον.:
föröfva s., άσεβεϊν τό σάββατον 1. εις τό σ.

Sabbats firning, σαββατισμός, ό.

Sabbats hus, σαββατεϊον, τό.

Sabel, μάχαιρα, ή. κοπίζ, ίδος, ή (Asiatisk).
άκινάκης, ου, ό (Persisk).

Sabelbalja, κολεός ό τής μαχαίρας ο. s. ν. (se
Föreg.).

Sabelformig, μαχαιρωτός, 3 (sälls.).

Sabelfäste, κώπη ή τής μαχαίρας ο. s. ν. (se
Sabel).

Sabelhugg, πληγή ή άπό τής μαχαίρας ο.
s. ν. (se Sabel).

Sabel klinga, πέταλον τό τής μαχαίρας ο.
s. ν. (se Sabel), äfv. μάχαιρα, ή.

Sacka Ιζάνειν, καθίζεσθαι (om jord).: fartyget
s:r, τού πνεύματος Ενδιδόντος παρεκκλίνει Ες
τούπίσω ή ναύς.

Sadel, σάγη,ή. Εφίππιον, τό (hästbetäckning).
έποχον, τό (ridsadel) ύπηρέσιον, τό σάγμα, τό.
άστράβη, ή (rids.). Επίσαγμα, τό (Sedn.).: rida
m. s., Επ’ άστράβης ιχεϊσ&αι.: stötas ur s:n, fig.
νικάσ&αι.

Sadeldyna, ύπηρέσιον, τό.

Sadelfast, εποχος, 2.

Sadel gjord, έποχον, τό.

Sadelmakare, ήνιοποιός, ό.

Sadelmak a reverkstad, ήνιοποιεϊον, τί.

Sadelmundering, σκεύη, ών, τά.

Sadeltäcke, Εφίππιον, τό. κασάς, ό.

Sadla, στρωννύναι τον ϊππον. Επισάττειν.

Säf, 0*710?, ού, ό.

Säf fi or, κνήκος, ό.

Saffran, κρόκος, ό.: af s., κρόκινος, 3.:
likna s., κροκίζειν.: beströ 1. färga m. s., κροκούν.

Saffransfärg, κρόκεον χρώμα, τό.: ge ngt
s., κροκούν τι.

Saffransfärgad, -gul, κρόκεος, 3.
κροκώ-δης, 2. κροκίας, ου, ό. κροκόεις, εσσα, εν.: s.

klädning, κροκωτός, ό. äfv. κροκόεις, εντός, ό.
κροκωτίδιον, τό.

Safir, σάπφειρος, ή.: af s., σαπφείρινος, 3.

Saft, 1) eg., οπός, ό (utsipprande, i växter).
χυλός 1. χυμός, ό (utdragen, urkokt).: draga 1.
pressa ut s., Εκχυλίζειν. χυλού v (äfv. göra s. 1.
till s.).: bli s., förvandlas till s., χυλούσ&αι.: som
innehåller dåliga s:er, κακόχυλος 1. κακόχυμος,
2.: utan s., ξηρός, 3. 2) fig., se Must 3).:
utan s. o. mnst, ξηρός και Εκνενευρισμένος, 3.
jfr äfv. Vätska.

Safta sig, χυλώδη γίγνεσθαι, χυλούσ&αι.

Saftfull, Saftig, 1) eg., έγχυλος, έγχυμος,
2. χυλώδης, 2. όπώδης, 2. 2) oeg., se Kraftig,
Mustig.

Saftlös, άχυλος, άχυμος, 2. ξηρός, 3.

Säf va, -e, se Säf.

Säf vig, όπώδης, 2.

Saga, μύ&ος, ό. λόγος, ό. μυ&άριον, τό.
μυ-βολόγημα, το. πλάσμα, τό (dikt).: dikta s:or,
λόγους 1. μύθους πλάττειν.: tala om s:or,
μύθους λέγειν, μυθολογεϊν, -εϊσθαι.: gamla s:or,
λόγοι παλαιοί, οι.

Sagesman, ό σημαίνων (οντος). ό μαρτυρών
(ούντος). ό πρώτος ειπών (όντος) τινί τι. ό του
λόγου άρξας {αντος). ο. d.

Sagga, se Käx a.

Sågo, Εντεριώνη ή 1. Εγκέφαλος ό τού κόϊκος.

Sagobrott, λείψανα τά μύθου τινός 1. d.

Sagolik, μυθώδης, 2.

Sagoliteratur, ol μύθοι, ol παλαιοί λόγοι.

Sagopalm, -träd, κόϊξί ικος, ό.

Sågo ål der, ό εκ μύθων χρόνος, χρόνος ό
κατά τούς παλαιούς λόγους.

Sak, 1) föremål i allmht, ting, χρήμα, τό.
uttr. äfv. gm τί 1 neutr. af ett adj., t. ex.
välstånd är en god s., όλβος άγαθόν τί Εστιν 1.
άγαθόν Εστιν.: en sådan s , τοιούτον τι. 2)
föremål, tillhörighet, κτήμα, τό. äfv. gm neutr. af
ett adj., t. ex. de för resan erfordeliga s:er, τά
πρός τήν πορείαν Επιτήδεια.: detta är mina s:er,
έστι τάμά ταύτα.: han har sina s:er
oordentligt, άμελώς έχει περί τά εαυτού. 3) föremål f.

47

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0373.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free