Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skämtsamhet ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Skämtsamhet-
Skämtsamhet, άστειότης, άστειοσύνη, ή. ο.
gm adj.
Skända, (κατ)αισχύνειν (tillfoga skam).: s. en
qvinna, (δια)φθείρειν, βιάζεσθαι, äfv. αϊσχύνειν
γι>ναϊκα.
Skändande, άτιμία, ή.: en qvinnas s.,
φθορά 1. αισχύνη γυναικός, ή.
Skändare, φθορεύς, έως, ό. ο. gm part.
Skändlig, αισχρός, 3. ανόσιος, 2. μιαρός, 3.
κάκιστος, 3. ίπον€ΐά*στος, 2.: s. behandling,
λώ-/fy, >f. αϊκία, ή.: handla s:t, αισχρά πράττειν.:
s:t handlande, αϊσχρουργός, 2.
Skändlighet, αίσχος, τό. πονηρία, ή. τό
μι-αρόν. τό άνόσιον.
Skänk, 1) skåp, κυλικεϊον, τό. 2) vinskänk,
κάπηλος, ό. 3) gåfva, δώρον, τό. δωρεά, ή.
δώ-ρημα, τό.: ge en s., δώρον άγειν, (προσ)φέρειν.
σωροφορεϊν. δώροτελεϊν (Sedn.).: få s:er, δώρα
λαμβάνειν, δέχεσθαι.: ta s:er, δωροδοκεϊν.
Skänka, δωρεϊσθαι. dido ναι. παρέχειν. τιμάν
τινά τινι (förära, hedra ngn m. ngt), jfr Föreg.
3).: s. ngn medborgarrätt, τιμάν τινα τρ πολιτεία.
Skänkbord, se Skänk 1).
Skäppa, μέδιμνος, o.: innehållande en s.,
μεδιμναϊος, 3.: ösa guld m. s., μεδίμνω
άπομε-τρεϊσθαι άργύριον.
Skär, 1) klippa, σπιλάς, άδος, ή. χοιράς,
άδος, ή. σκόπελος, δ. 2) inskärning, τομή, ή.
Skär, adj., λαμπρός, 3. αίθριος, εϋδιος, 2
(om luften), καθαρός, 3, καθάριος, 2 (ren),
φαιδρός, 3 (klar).
Skära, rena, καθαίρειν. καθαρό ν ποιεϊν.
ά-γνίζειν (i inre häns.).
Skära, 1) eg., a) tr., m. ngt egghvasst
föremål intränga i ngt, τέμνειν. κόπτειν.: s. i
stycken, συν-, κατατέμνεεν.: s. sig, τραύμα λαβείν
άπό τής μαχαίρας, τραυματίζειν εαυτόν τρ
μαχαίρα.: s. ut (kastrera), έκτέμνειν.: s. tungan ur
halsen på ngn, έκτέμνειν τήν γλώττάν τίνος.: s.
af handen på ngn, άποτέμνειν τήν χειρά τίνος.:
s. säd, se Afmeja.: skuren, τετμημένος,
τμη-τός, 3. b) intr., vara skarp: knifven skär bra,
όξεϊά έστιν ή μάχαιρα. 2) oeg., a) tr., sk. guld
på ngt, κερδαίνειν 1.χρηματίζεσθαι άπό 1. έκ
τίνος.: s. öfver en kam, èvi καλάποδι υποδεϊν.: s.
tänder, βρύχειν.: s. till i växten, ραχίζειν. b)
impers., = såra, δάκνειν. κνίζειν. καίειν.: det
skär mig i hjertat, δέδηγμαι καρδίαν (έπί τινι,
i. ngnting). τούτό με κνίζει, att se, κνιζόμένος
δρω. δυσχερώς έχω ορών. βαρέως φέρω ορών. c)
refl., (κατα)πήγνυσθαι (om mjölk ο. d.).: om
flytande kroppar: s. sig fram, προχεϊσθαι.
άναβλύ-ζειν 1. -ύειν.: ut, έκρήγνυσθαι. — skärande,
οξύς, εϊα, ν. τμητικός, 3. δριμύς, 3. πικρός, 3.
χαλεπός, 3.: s. stämma, φωνή διάτορος.: s. mot*
sats, τό έναντιώτατον.
Skära, subst., ζάγκλον, τό. äfv. δρέπανον, τό.
αρπη, η.
Skärf, χερμάτιον, τό. νομισμάτιον, τό.
έρανος, δ (bidrag).: ge ngn en s., έρανον είσφέρειν
1. έρανίζειν τινί.
Skärfva, θραύσμα, τό. κλάσμα, τό.
δστρα-χον, τό. ψήφος, ή (att votera med: jfr. äfv.
χύα-μος, ό).
Skärgård, νήσοι al παρ’ αϊγιαλώ σποράδες 1. d.
Skärm, σπέπη, ή, σκέπασμα, τό (τινός, till
skydd mot ngt).: på blommor, πέτασος, ή.
- Skön. 401
Skärmtak, άποστέγασμα, τό (τινός, mot ngt).
άπογείσωμα, τό.: bilda s., tjena som s.,
άπο-στέγειν, -στεγάζειν.: förse m. s., άπογεισούν.
(άπο)σκεπάζειν. Jfr Stormtak o. Solskärm.
Skärmytsel, αψιμαχία, ή. άκροβόλισις, ή.
άκροβολισμός, ο.
Skärmytsla, άκροβολίζεσθαι.
Skärning, τμήσις, ή. τομή, ή. γλυφή, ή (i
sten, gravering).: s:ar i magen, στροφοί, oi.:
hafva känning af sdna, στροφουσθαι.
Skärp, ζώνη, ή. περίζωμα, τό.
Skärpa, 1) eg., όξύνειν. στομούν (hvässa, äfv.
härda). 2) oeg., s. sitt mod, θήγειν τήν ψυχήν.:
sitt förstånd, άσκείν τήν διάνοιαν.: ett straff,
προστιμάν τραχυτέραν τήν τιμωρίαν ποιεϊν.
Skärpa, όξύτης, ή. τό οξύ (hvasshet, eg. ο.
oeg.). δριμύτης, ή, τό δριμύ (om lukt, smak,
förstånd), άλμυρότης, ή (om smak, sälta).:
blickens, ögonens s., οξυδέρκεια, ή. άρετή ή
ο’-φθαλμών.: s. i studier, undersökning, urskiljning
0. d., ακρίβεια, ή : s. i förståndet, se
Skarpsinne.
Skärpning, θήξις, ή.: s. i straff,
προστίμη-σις, ή. προστίμημα, τό.
Skärs eld, καθαρτήριον πυρ, τό.
Skärskåda, διασκέπτεσθαι. δι-, έξερευναν.
διαγιγνώσκειν. άκριβώς έξετάζειν. άκριβούν.
δια-κριβούσθαι. άχριβολογεϊσθαι.
Skärskådan, -nde, - d η i η g, διάσκεψις, ή.
σκέψις, ή. έξέτασις, ή. έρευνα, ή. άνάκρισις, η.
Skärtorsdag, ή μεγάλη πέμπτη (Nygr.).
Sköfla, (έκ)7ιορθεϊν. έρημου ν. δρουν, τέμνειν,
περικόπτε ιν, κακούν (länder).
Sköfling, πόρθησις, ή. έρήμωσις, η. τμήσις,
ή. äfv. gm vv.
Sköka, se Hora.
Sköld, 1) ss. försvarsvapen, ασπίς, ίδος, η
(stor oval), θυρεός, o (stor, rektangelformig).
άρ-γολική ασπίς, ή (rund, lätt), πέλτη, ή (liten, lätt).
γέρρον, τό (liten, flätad m. öfverdrag af skinn).:
föra ngt i s:en (fig.), μηχανάσθαι τι. έν νώ έχειν
τι. έπινοεϊν τι. διανοεϊσθαί τι.: betäckt af s:n,
ύπό τρ άσπίδι. 2) värn, se Skydd.
Sköldbeväpnad (se Föreg. 1), θυρεαφόρος o.
θυρεοφόρος, ό. άσπιστής, ού, ό. πελταστής, ού
1. πελτοφόρος, δ.
Skölddrag are, υπασπιστής, ού, δ.
οπλοφόρος, ό. άσπιδούχος, δ (poet.).
Sköldmärke, έπίσημον 1. σημεϊον τό τής
ευγενείας 1. d. (okändt af de gamle).
Sköldform ig, άσπιδοειδής, 2.
Sköldhandtag, πόρπαξ, αχος, δ.
Sköldmö, se Amazon.
Sköldpadd, χελώνη, ή.
Sköldpadda, χελώνη, ή. κλέμμυς, tιος, ή.
χέλυς, ή (poet.).
Sköldpadd skal, χελώνιον, τό.
Sköldrand, ιτυς, υος, ή.
Skölja, (απο-, έκ)πλύνειν. (δια-, περι)κλύζειν.
παραφέρεσθαι, παραρρεϊν παρά τινα τόπον (om
vatten, s. flyta förbi ngt ställe).
Sköljande, πλύσις, ή. äfv. χλύσις, η.
Sköljbalja, -fat, πλυνός, o (se Lex.).
Sköljvatten, άπόπλυμα, τό.
Skön, subst., se Behag 1) b).
Skön, καλός, 3 (i alla bet. af det Sv. ordet).
ωραίος, 3 (ungdomlig, fager), εΰ-, έκπρεπής, 2
51
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>