Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Stenriket ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
420
St en rik θ t — Stillastående.
Stenriket, τά τών λίθων εϊάη. τ ο τών λίθων
γένος.
Stenristning, Επίγραμμα τό στήλτ} τινί (1.
σήματί τινιΐ d.) Επιγεγραμμένον. Se äfv.
Stensnideri.
Stenröse, λίθων σώρενμα 1. χώμα, τό 1.
σωρός, ό.
Stenskrift, se Stenristning.
Stenslipare, ό τριβών λίθους.
Stensliperi, λιθοτριβική, ή.
Stensnidare, λιθογλύφος, άακτυλιογλύφος,
ό. äfv. λιθουργός, ό.
Stensprängare, -ning, se Stenbrytare,
-ning.
Stenstil, γράμματα τά iv τοϊς λίθο ι ς 1. iv
λίθω.
Stensätta, se Stenlägga.
Stentorsstämma, βαρυτάτη φωνή, ή.: ropa
m. s., Στεντόρειον βοάν.
Stentryck, -are, ο. s. ν. Se Lithograph,
o. s. v.
Sterbhus, οικία αποθανόντος, ή (i allmht).
ol καταλελειμμένοι (pers.).
Steril, o. s. v. Se Ofruktbar, o. s. v.
Stia, είρκτή, ή.: f. svin, σνφεός, ό. σνφεών,
ώνος, ό.
Stick, se Sting.: lemna ngn 1. ngt i s:et,
άπο-, Εκ-, κατα-, προλείπειν, (κατα)προόΜναι
τινά 1. τι. φεύγειν 1. οίχεσθαι προλιπόντα τινά 1. τί.
Sticka, 1) föra in ngt uddigt i ngt föremål,
κεντεϊν, κεντρίζειν, νύττειν, πλήττειν (eg ), στίζειν
(m. spetsigt verktyg göra hål), άάκνειν (om
insekter, ormar), πλήττειν, τύπτειν τφ κέντρφ (om
bien). άποσφάττειν (t. ex. en gris = slagta),
χη-λεύειν (gm stickning förfärdiga, jfr äfv.
Brodera).: s. m. spjutet, πλήττειν 1. παίειν τω άόρατι.:
solen s:r, ό ήλιος βάλλει 1. καίει.: s. i ögonen,
κατά&ηλον, έναργές, καταφανές εϊναι (skönjas
klart), έκπρέπειν (se ngt ut).: ngt s:er mig i
ö-gonen, άρέσκει μοί τι. έπιθυμώ τίνος.: som
hvarken är hugget 1. stucket, o ούτε πόάας ούτε
κεφαλήν έχει. 2) stoppa, bringa in i ngt,
Εμβάλλειν. έντιθέναι.: s. en planta i jorden, Εμβάλλειν
φυτά εις τήν γήν.: s. ngt i munnen, Εντίθεσθαί
(på sig) τι εις τό στόμα, προσάγειν, προσφέρειν
τι τω στόματι.: s. svärdet i skidan, κρύπτειν τό
ξίφος.: s. fingret i ringen, περιτιθέναι τον
άα-τύλιον. 3) s. ut, om båtar, se under Löpa 1)
b). 4) se Förarga, Reta a). 5) ge ngn
pikar, αϊνίττεσθαί (εις 1. πρός) τινα. χλενάζειν τινά.
Sticka, ξυλάριον, τό. άπόσχισμα, τό.
Stickande, νυγμή, ή. νυγμός, ό. πλήξις, ή.
ΰήξις, ή. ΰηγμός, ό.
Stickhosta, πνίξ, ιγός, ή.
Sticknas, άγανακτείν Επί τινι. άνόχεραίνειν
Επί τινι 1. πρός τι.
Stickning, 1) se Stickande. 2) ss.
söm-mande, ποικιλία, ποίκιλσις, ή. ποικιλτική, ή (s:ns
konst). 3) stickadt arbete, ποίκιλμα, τό.
πεποι-κιλμένον 1. ποικιλτόν έργον, τό.
Stickord, σκώμμα, τό. αϊνιγμός, ό.
χλευαστικός λόγος, ό.
Sticksår, πληγή, ή.
Stift, 1) uddhvast verktyg 1. ting, στοιχεϊον,
τό. σκόλοψ, οπος, ό. στύλος, ό (att skrifva m.).
περόνη, ή (i ett spänne). 2) biskops, Επισκοπή,
ή 1. Επισκοπεϊον, τό (Κ. F.).
Stifta, 1) införa inrättningar ο. bruk,
καθιστάναι. Εξ αρχής 1. πρώτον τιθέναι. κτίζειν, κα·
θιάρύεεν (t. ex. ett kloster), se f. öfr. Införa 3),
Inrätta b). 2) införa ngt tillstånd, ποιεϊν τι.
αίτιον εϊναί τίνος, κατασκευάζειν τι.: s. fred,
ή-συχίαν, εϊρήνην ποιεϊν.: s. fred mel. tvistande,
άιαλύειν, άιαλλάττειν Ερίζοντας.: s. förbund,
vänskap, ποιεϊν, κατασκευάζειν σνμμαχίαν, φιλίαν.:
s. godt, ondt, αγαθά, κακά Εργάζεσθαι.
αγαθών, κακών αίτιον εϊναι.: s. oenighet, tvedrägt,
έριν ποιεϊν. cϊιιστάναι τινά τίνος, συμβάλλειν τινάς.
Stiftande, κατάστασις, ή. θέσις, ή.
Stiftare, κτίστης, ον, ό. ο. gm part.
Stiftelse, 1) ss. handling, κτίσις, ϊάρυσις, ή
(t. ex. af ett kloster), άιάθεσις, άιάταξις, ή
(testamentarisk). se f. öfr. Stiftande. 2) ss. sak,
κτίσμα, ϊάρυμα, τό. άιαθήκη, ή. άιατεθέν, dia
ταχθέν, τό.
Stig, άτραπός, ή. οδός, ή.
Stiga, 1) se Gå. 2) höja sig, αιρεσθαι (i
allmht).: vattnet s:r öfver ngt, τό ϋάωρ αίρεται
υπέρ τίνος.: floden s:r, πληρούται, πληθύει, πλήρης
γίγνεται, αναβαίνει ό ποταμός.: s. i styrka ο.
betydenhet, ανξάνεσθαι, Επιάιάόναι. Επίάοσιν
λαμβάνειν. Επιτείνειν (t. ex. bullret s:r, ή ταραχή
Επιτείνει).: priset s:r, μείζων γίγνεται ή τιμή.:
s. i pris, Επιτιμάσθαι. 3) i makt ο. anseende,
se under Höja 2) c), Svinga 2) b).
Stigande, άνάβασις, ή (floders), ανξη,
(Επ)-αύξησις, ή (stegring). Επίτασις, ή. Επιτίμησις, ή
(prisets).: stigande ο. fallande, αύξομείωσις, ή.
Stigbygel, se Stegbygel.
Stil, 1) se Handstil. 2) boktryckares,
γράμμα, τό.: s:ar, τύποι ol τών γραμμάτων. 3)
sätt att i ord uttrycka sina tankar, λέξις, ή.
τρόπος ό τής λέξεως.: upphöjd s., ύψηλή,
μεγαλοπρεπής, σεμνή λέξις.: enkel s., άφελής, άπλή,
λιτή, ισχνή λ.: låg, simpels., χαμαι τυπήςλ.:
blomstrande s., ανθηρά λ.: flytandes., εύρους λ. εύροια
τής λέξεως, ή.: prydlig s., γλαφυρά λ.:
gammaldags s., εύπινής, άρχαιότροπος, άρχαιοπρεπής λ.:
egendomlighet i s., χαρακτήρ τού λόγου 1. τής
λέξεως, ό.: skrifva i prydlig s., χρήσθαί γλαφυρά
(τ$) λέξει.: pryda sin s., Επανθίζειν τήν λέξιν.:
skrifva en blomstrande s., άνθηρογραφεϊν. 4)
konstbeskaflfenhet, χαρακτήρ, ήρος, ό. äfv. χειρ,
ρός, ή (om den plastiska ο. målarekonsten).: den
gamla byggnads-s., αρχαία τεκτονική, ή.
Stil gjutare, ό χωνενων τούς τών
γραμμάτων τύπους.
Stilisera, se Uttrycka.
Stilist, λογογράφος, o (prosaist).: god s.,
λο-γογραφικός, ό.: dålig s., κακός, φαύλος
λογογράφος.
Stilla, se Dämpa, Sakta.
Stilla, se Lugn, Fridsam, Sakta.: vara
s., ήσυχάζειν. ήρεμεϊν. ήσνχίαν έχειν 1. άγειν.:
var s., έχ’ ήσνχα.: sitta s., άτρέμας ήσθαι 1. έχειν.
καθήσθαι (overksam).: stås., ήσυχη (κατ α)στήναι.
άτρεμεϊν.: arbetet står s., άργεϊ τό έργον.
Stillande, κατάπαυσις, ή. πάύσις, ή.
Επίστα-σις, ή. Επίσχεσις, ή. παραμυθία, ή. Εκπλήρωσις,
ή. ο. gm υυ.
Stillasittande, ένδον ών, ούσα. ήσυχος, 2.
ακίνητος, 2.: föra ett s. lif, ήρεμίζειν.
Stillastående, 1) adj., άκίνητος, 2.
ήσυχος, 2. 2) subst., στάσις, Επίστασις, ή. Επίοχε-
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>