Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tagel ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Tagel — Tal.
439
lande, λαμβάνων, πρίασθαί τι παρά χ cm ήλου.: t.
mycket f. ett arbete, μέγαν μισθό v λαμβάνων,
πράττεσθαι, άπαιτεϊν έργου.: han t:er mycket f.
sina yaror, πολλού πιπράσκει 1. πωλεί τά ώνια.:
hnru mycket skall du t. f. att göra dta? Επί πόσω
άν άέξαιο ποιεϊν τούτο: t. ngt på ngt sätt,
άπο-άέχεσθαι, φέρειν τί πως. εχειν τι iv μέρει τίνος.:
t. ngt lugnt, πράως άποάέχεσθαι 1. φέρειν τι.
εύχόλως προσάέχεσθαί τι.: t. ngt illa, χαλεπώς
φέρειν τι. δυσχεραίνειν τι. άχθεσθαί (Επί) τινι.:
t. ngt väl, άγαπάν τι.: t. ngt lätt, iv Ελαφρφ
ποιεϊσθαί τι.: t. ngt nära, se Nära.: t. ngt f.
ngt, ύπολαμβάνειν, νομίζειν τι είναι τι.: t. ngt
på sma sätt s. om, (ύπο)λαμβάνειν τι τον αυτόν
τρόπον ώσπερ εϊ.: ingen tog det ss. syftande på
ynglingen, utan alla tydde det på dig, ούάείς
ύπελάμβανεν εις τό μειράχιον άλλ* εις σε
πάντες.: t. afsked, akt, början, slut, anstöt, skada,
vård, undervisning, väg, till flykten, fel, miste
0. s. v., se d. oo. 2) intr., verka, άύνασθαι.
εν-εργεϊν. άννειν. ποιεϊν.: det tar intet, ούόέν (εις)
πλέον ποιεϊ.: sågen, filen tar icke, ό πρίων, ή
ρίνη ού άάχνει. 3) refl., (Επ)αυξάνεσθαι.
αύξη-σιν, Επίάοσιν λαμβάνειν.: om växter äfv.,
(άνα)-βλαστάνειν. Εμβιου ν ζωοφορεϊν.: om sjuka,
ραί-ζειν. άναρραίζεσθαι. άναζωπυρεϊσθαι (efter
vanmakt, äfv. fig.). 4) depon., kifvas, φιλονειχεϊν.
Ερίζειν. άψιμαχεϊν. άμιλλάσθαι. — t. af, se
Aftaga.: t. sig af, μέλει μοί τίνος, Επιμελεϊσθαι 1.
Επιμέλειαν ποιεϊσθαί τίνος, προνοεϊν τίνος,
προς-έχειν τινί.: icke t. sig af, άμελεϊν, όλιγωρεϊν
τίνος. — t. an, bort, se An-, Borttaga. — t.
efter, (άπο-, Εχ)μιμεϊσθαι. — t. emot, se
Επί ot taga.: = hindra, χωλύειν. χατέχειν.
άπο-χλείειν.: = hejdas, (χατ)έχεσθαι προσπταίειν,
προς-χρούειν (stöta emot).: = göra motstånd,
άνθίσ-τασθαι. (άπ)αμύνεσθαι. αντί-, άπομάχεσθαι. —
t. fram, se Framtaga.: t. sig fram, se Fram.
— t. sig igenom, άιιέναι. άιαάύεσθαι.
άιικνεϊ-σθαι. όιήχειν. — t. ihop, συλλαμβάνειν.: t. ihop
m. ngt, (άνθ)άπτ εσθαι τίνος. Επι-, Εγχειρεί ν τινι.
m. ngn, ϊέναι Επί τινα. μετιέναι τινά.
προσφέρε-σθαί τινι. άπτεσθαι, Επιλαμβάνεσθαι τίνος. — t.
sig till, se Företaga. — t. sig upp,
(Εξ)ανα-dvεσθαι. άναχύπτειν. αύξάν εσθαι. μέγαν
γίγνεσθαι. Επί&οσιν λαμβάνειν. — t. sig ut, a)
komma ut, όιασώζεσθαι. ΰιαάύεοθαι. Εχφεύγειν. b)
reda sig m. ngn 1. ngt, χαχώς) χρήσθαι
τινι.: t. sig väl ut m. ngn, äfv. άρέσχειν τινί. τήν
παρά τίνος εύνοιαν χτάσθαι. c) ha utseende,
πρέπειν. oxpiv εχειν.: t. sig ut ss. ngt, αισθησιν
1. σχήμά τίνος παρέχειν. oxpiv εχειν τινός.: t. sig
väl ut, χαλόν είναι ϊάεϊν 1. άχούειν. — t. vid
sig (illa), χατα-, Εχπλήττεσθαι. άθυμήσαι.
βαρέως 1. χαλεπώς φέρειν. — t. åt sig, se Tyda.
Se f. öfr. compp.
Tagel, ϊππεία μήριγξ, γγος 1. θρίξ, τριχός,
ή. τό τού ϊππου τρίχωμα.: af t., τρίχινος, 3.:
lik t., τριχώάης, 2.
Tagelskjorta, τρίχινος χιτών, ό. τρίχινον
(τριχίνιον?), τό.
Tagg, άχανθα,ή (på växter, äfv igelns).
κέν-τρον, τό (äfv. fig.). Εγκεντρίς, ίάος, ή. στόρθυγξ,
γγος, ή. όάούς, όντος, ό.: försedd, väpnad m. t.,
εγχεντρος, 2. χεντρωτός, 3. χέντρον εχων, ουσα,
όν.: förse m. t., χεντρούν.: utan t:ar,
άνάκαν-θος, 2. άχεντρος, 2.: sticka m. t., χεντεϊν. κεν-
τρίζειν.: talet qvarlemnar en t. i åhörarnes
hjertan, χέντρον Εγκαταλείπει ό λόγος τοις
άχροω-μένοις.: qvarlemna en hemlig t. i ngns hjerta.
ύποχνίζειν τινά.: ngt är mig en t. i hjertat,
då-xvει μέ τι.
Taggig, ακανθώδης, 2. άχανθιχός, 3.
Εχινώ-άης, 2. χεντρώάης, 2. χεντρωτός, 3.
Taggling, -svamp, tldvov, τό.
Tagning, λήψις, χατάληψις, σύλληψις, ή.
αΐρεσις, ή. ο. gm vv.
Tak, στέγη, ή. στέγασμα, τό. τέγος, τό.
οροφή, ή. όροφος, ό.: förse m. t., Ερέφειν. ό ροφού ν.:
försedd m. t., στεγανός, 3.: utan t., άστεγος, 2.:
aftaga, nedrifva t:t, άφαιρεϊν τον όροφον.
diai-ρεϊν τήν όροφήν.: under sma t., όμωρόφιος,
ό-μώροφος, 2.
Takbjelke, άοχός, ή. Ερέψιμον div άρον, τό.
Takdropp, ύάρορρόα, ή.
Takfot, γεϊσον, τό.
Takhalm, Ερέψιμος χάλαμος, ό.
Taklist, θριγχός, ό. γεϊσον, τό (hvilande på
θρνγχός).
Taklägga, -ning, se Täcka, -ning.
Takresning, -röste, όροφαί, αι. ή τής
οροφής ξύλωσις. Jfr Tak.
Takränna, χολέρα, vdξορρόα, ή.
Taksparre, στρωτήρ, ηρος, ό.: träd
passande till t:ar, Ερέψιμα dévcΓρα 1. ξύλα, τά.
Τ ak sp ån, σχινάάλαμος, ό. σχίζα, ή.
Takt, 1) eg., ρυθμός, ό. βάσις, ή.: i, efter
t., Εν ρυθμω. χατά ρυθμό ν.: hålla t.,
άιαφυ-λάττειν, τηρεϊν τον ρυθμόν. m. ngt, όμοχρονεϊν
τινι.: slå t., ύποχρούε ιν.: komma ur t., έξω
ρυθμού γίγνεσθαι.: bringa i t., ρυθμίζειν.
χαταρ-ρυθμίζειν.: s. änger t:n, ό Εξηγούμένος τού
ρυθμού. f. roddare på ett fartyg, κελευστής, ού, ό.:
utan t., άρρυθμος, 2.: brist på t., αρρυθμία, ή.
b) ss. musik, tidsmått, μέτρον, τό. 2) fig., a)
fin t., εύρυθμία, ή. ευτραπελία, ή.: brist på t.,
άπειροχαλία, ή.: ha en riktig t. i ngt, Εμμελώς
κρίνειν 1. ποιεϊν τι. b) fart, vana.: jag är i t:n
m. ngt, σύνηθές Εστί μοί τι. εύτάκτως, καλώς
προχωρεί μοί τι.: komma ur t:n m. ngt,
άπο-μανθάνειν τι. άπεθίζεσθαι ποιεϊν τι.: bringa ngn
ur t:η, ταράττειν τινά.
Taktegel, κεραμίς, ίάος, ή. κέραμος, ό.
κα-λυπτήρ, ήρος, ό.
Takthvila, τομή, ή.
Taktik, τακτική, ή. τακτικά, τά. -iker,
τακτικός, ό.
Τ ak ti ö 8, άρρυθμος, 2.: i uppförande o. d.,
άκαιρος, 2.
Taktlöshet, αρρυθμία, ή.: i uppförande o.
d., άκαιρία, ή,
Taktmässig, ρυθμικός, 3. έν ρυθμός
(ερρυ-θμος), 2. εύρυθμος, 2. Εμμελής, 2.
Taktslag, άρσις καί θέσις, ή.
Takås, άκρα στέγη, ή. ή τής οροφής κορυφή.
Tal, 1) antal, άριθμός, ό. πλήθος, τό (i afs.
på mängd, myckenhet). Jfr Antal.: utan t., se
Otalig.: jemnt, udda t., se d. oo.: i t. angifva,
εϊς άριθμόν εϊπεϊν.: på sjuttonhundra t:t, tJ [-εβ-άόμτ]-] {+εβ-
άόμτ]+} καί δεκάτ$ εκατονταετηρίάι. b) räknetal,
λογισμός, ό (vanl. pl.). 2) förmågan 1. sättet att
tala, språk, uttal, φωνή, ή. γλώττα 1. γλώσσα,
ή. διάλεκτος, ή (egendomligt).: känna ngn på
talet, Εκ τής φωνής γιγνώσκειν τινά. 3) i ord ut-
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>