- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
444

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Theaterpjes ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

444

Theaterpjee — Tid.

Theaterpjes, -stycke, δράμα, τό.

Theaterväsen, τά περί τήν σκηνήν.

Theatralisk, σκηνικός, 3. ό, tf, τβ? iv τ$
σκηνρ 1. χατά τήν σχηνήν. θεατρικός, 3.
υποκριτικός, 3. ώσπερ iv σκηνρ 1. iv τω θεάτρω.

Thekanna, τειοδόχος κάνθαρος, ό. άμβιξ,
χος, ό.

Τ hem a, υπόθεσες, tf. θέμα, τό.

The ο log, #foAoyo?, ο4, ό τών θείων
διδα-αχαλος. -gi, θεολογία, tf. -isk, θεολογικός, 3.

Theorem, θεώρημα, τό. -τetisk,
θεωρητικός, 3. λογιχός, 3.: t:t ο. praktiskt bedrifva ngt,
ίπιστήμτ] τε χαί ίμπειρία άσχεϊν τι.: ha en t.
kunskap, τήν τέχνην μεμαθηκέναι τινός, -ri,
θεωρία, tf. τέχνη, tf, έπιστήμη, tf (mots.
έμπε-ρία, tf, praxis).: talekonstens t., tf τών λόγων
τέχνη.: i t. ο. praxis, έπιστήμη τε καί i μπει ρ ία.

Theriak, θηριαχόν άντίδοτον, τό.

Thes, θέσις, tf.: uppställa en t., θέσιν
προτιθέναι 1. τιθέναι. äfv. bl. τιθέναι (om thesen sf
angifves).: disputera öfver en t., περί θέσεως
ά-γωνίζεσθαι 1. διαλέγεσθαι.

Thordyfvel, χοπριών, ώνος, ό.

Thordön, se Åska.

Thordönsstämma, φωνή βροντώδης 1.
βρον-τώσα, tf.: m. t., βροντόφωνος, 2.

Thorsdag, tf πέμπτη τής εβδομάδος, tf του
4ιος ήμερα.

Thron, θρόνος (βασίλειος), ό.: fig. (f.
konungamakt, -värdighet), άρχή, tf. βασιλεία, tf.: sätta
på t:n, ένιδρύειν θρόνω. χαθίζειν εΙς θρόνον.
fig. χαθιστάναι εις τήν αρχήν.: bestiga t:n,
χαθί-ζεσθαι εις τον θρόνον. χαθέζεσθαι ίπί θρόνου.
fig., ελέσθαι τήν αρχήν, (παρα)λαμβάνειν,
διαδέ-χεσθαι τήν βασιλείαν 1. άρχήν. χαταστήναι
άρχοντα 1. εις τήν άρχήν.: sitta på t:n, ini τού
θρόνου 1. iv τω θρόνω χαθήσθαι. fig., χατέχειν
τήν άρχήν. άρχειν. βασιλεύειν.: sträfva efter t:n ,
έπιθνμεϊν τού άρχειν.: stöta, störta fr. t:n,
ix-βάλλειν τινά τής άρχής. χαταλύειν τινά άρχοντα,
άφαιρεϊσθαί τινα τήν άρχήν.: nedstiga fr. t:n,
fig., άπαλλάττεσθαι τής άρχής. άποπαύεσθαι
άρχοντα 1. βασιλεύοντα.: bemäktiga sig t:n,
κατασχεϊν, καταλαμβάνειν τήν άρχήν.: bibehålla sig
på t:n, βασιλεύοντα 1. τυραννούντα διατελεϊν.

Throna, χαθήσθαι to ι θρόνου.

Thronarfvinge, ό τής άρχής χληρονόμος 1.
διάδοχος.

Thronbestigning, tf εις τήν αρχήν
χατά-στασις.: vid sin t., παραλαμβάνων τήν άρχήν.

Thronföljare, ό τής βασιλείας διάδοχος, ό
διαδεχόμενος τον βασιλεύοντα.

Thronföljd, διαδοχή, tf.

Thronhimmel, se Himmel 2).

Thronledighet, se Mellanregering.

Thunfisk, θύννος, o.: honan, θύννη 1.
θυν-νίς, ίδος, tf.: ung t., θύνναξ, χος, ό.: af t.,
θύννειος, 3.: kött af t., θύννεια (κρέα), τά.: lura
på t., θυννοσχοπεϊν.: ställe der sdnt sker,
θυν-νοσχοπεϊον, τό.: s. fångar t., θυννοθήρας, ου, ό.:
nät att fånga t. m., θυννευτιχή σαγήνη. —
Särskilda slag af t. äro χορδύλη, tf. πηλαμύς, ύδος,
tf.: stor t., όρχυς o. όρχυνος, o.: liten t.,
χύ-βιον, τό.

Thy, se Derföre.: i thy att, se Emedan.

Thyvärr, se Beklagligen.

Tia, δεχάς, άδος, tf.

Tiar, τιάρα, tf.: lik en t., τιαροειδής, 2.

Ticka, βωλίτης, ου, ό.

Tid, χρόνος, ό (i allmht). ώρα, tf (bestämd
tidsdel af år, dag, lefnad etc.; äfv. rätt, passande
tid), χαιρός, o (af omständigheterna bestämd, rätt,
passande, gynnsam tidepunkt), άχμή, tf (hög, rätt
t.), σχολή, tf (fritid, ledighet).: d. närvarande t.n,
o ένεστώς 1. ό νυνί παρών χρόνος.: d. förflutna
t:n, ό παρελθών 1. παρεληλυθώς χρόνος, ό
πρόσθεν 1. προ τού χρόνος.: d. tillkommande t:n,
ό μέλλων 1. έπιών χρόνος.: fr. den t:n, ix τούτου
(τού χρόνου), αύτόθεν. ix τού τότε χρόνου.: fr. 1.
sedan d. t:n då, ίξ ον. άφ’ ού (χρόνου).: fr. dna
t. (hädanefter), τό άπό τούδε.: under dna, den
t:n, iv τούτω τω χρόνψ. χατά, παρά, υπό
τούτον τον χρόνον.: till dna t., μέχρι τού νυν. μέχρι
δεύρο.: till den t:n, μέχρι τότε 1. ένταύθα. μέχρι
τονδε 1. τούτον.: på min, vår t., ίπ* i μου. ίφ*
ήμών, χαθ’ ημάς.: på Perser-krigens t., χατά τά
Μηδικά.: på republikens t., Μ τής δημοκρατίας,
δημοχρατουμένης τής πόλεως.: på den t:n, τότε.
iv τω τότε χρόνω.: d. första t., τό πρώτον, τον
πρώτον τού χρόνου.: d. mesta tiden, τον
πλείστον τού χρόνου. Se vidare Me rändels.: nu f.
t:n, τό νύν (είναι).: kort, lång t., se adjj.:
kort t. efter, βραχεί χρόνω ύστερον, όλίγω 1.
ο-λίγον ύστερον, μετ* ού πολύν χρόνον.: sedan
mycket lång t., ix τού toi πλείστον.: huru lång tid
sedan? πόσος ίστί χρόνος; f. alla t:er, τον άει
χρόνον. εις άπαντα χρόνον. εις τον πάντα
χρόνον. : en t. (bortåt), χρόνον τινά. μέχρι του. τέως
(μέν).: m. t:n, χρόνω. προϊόντος τού χρόνου.: t.
efter annan, ϊσθ* οτε. χρόνον διαλιπών, ούσα,
όν.: efter ngn t. (ngn tids mellanskof), διά
χρόνου. : vid hkn t. ? πότε. πηνίχα.: vid hkn t.
egentligen? πηνίχα μάλιστα; i morgon vid dna t.,
αύ-ριον τηνιχάδε.: före t:n, προ ώρας.: det är på
t:n m. ngt, εχει τι χαιρόν.: det är t. att göra
ngt, χαιρός 1. ώρα ioτί ποιεϊν τι.: det är tid att
äta, strida, δείπνου, μάχης ίστίν ώρα.: det är t.
att sofva, ώρα χαθεύδειν.: det är hög t.,
καιρός ioTi. ακμάζει.: det är ingen t. att förlora,
ούχ ώρα μέλλειν. χαίρω χρηστέον.: i god t., πρω.:
i rättan t., iv χαιρώ. πρός, εις χαιρόν.: s. sker
i rättan t., καίριος, 3. εύκαιρος, 2.: på oläglig
t., παρά καιρόν, άπο καιρού.: ännu är det t.,
ετι έγχωρεϊ. : när t. är, blir, οπόταν, όταν
καιρός jj.: lämpa sig efter t:n, δουλεύειν τω καιρώ,
συμπεριφέρεσθαι τοις καιροϊς.: passa på t:n,
(έπι)-τηρεϊν, φυλάττειν τον καιρόν, iv καιρώ
παρα-γενέσθαι (vid inställelse).: jag har t. att göra ngt,
σχολή έστί μοι ποιεϊν τι. σχολάζω τινί 1. ποιεϊν
τι. σχολήν άγω τινί.: taga sig t., σχολήν
ποιεϊσθαί (m. inf.), till ngt, σχολ$ πράττειν τι.: lemna
t., σχολήν διδόναι.: jag har icke t., ασχολία εστι
μοι 1. άσχολός εϊμι 1. άσχολίαν εχω 1. άγω (f.
ngt, περί τίνος).: betaga ngn t., άσχολίαν
παρέχειν τινί. άσχολον ποιεϊν 1. παρέχειν τινά.: icke
kunna invänta t:n , ού φέρειν τήν διατριβήν.:
goda, onda t:r, άγαθά, κακά πράγματα.: under
goda t:er, iv άγαθοϊς πράγμασιν. εύ φερομένων
τών πραγμάτων.: ett t:ns behof 1. kraf,
άναγκαϊον τι τοις νύν ζώσιν (1. τοις τότε) άνθρώποις.:
dyr t., se Dyr.: hd, hr etc. i alla t:er? τί, πού
etc. δή π οτε; — Den f. parterna vid domstolen
till talans förande anslagna t., ύδωρ, ατος, τό.:
äfv. dubbelt så lång t. skulle ej vara tillräcklig

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0448.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free