- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
459

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tredjedagsfeber ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Tredjedagifeber·

Tredjedagsfeber, -frossa, τεταρταιος
πυρετός, δ.

Tredjedel, -part, se Treding.

Tredsk, Ισχυρογνώμων, 2. άπειθης, 2.
άμε-tάπειοτος, 2. ανεπιεικής, 2. αυθάδης, 2.

Tredskas, ίσχυρογνωμονείν. άπισχυρίζεσθαι.
άπειθεϊν. αυθαοΗζεσθαι.

Tredskhet, iσχυρογνωμοσύνη, ή. απείθεια,
ή. αυθάδεια, ή. ο. gm adj.

Treskodom, Ερημη 1. έρημος (δίκη), ή.

Tredubbel, τριπλούς, 3. τριπλάσιος, 3 (tre
gånger så stor).: tredubbelt, τό τριπλάσιον.
τρι-μοιρία, ή.: på t. sätt, τριπλή, τριπλώς.
τριπλά-σίως.

Tredubbla, τριπλααιάζειν. τριπλούν, bättre
τριπλάσιον ποιεϊν.

Tre eggad, τρίστομος , 2.

Treenighet, τριάς, άδος, ή. τριθεία, ή (Κ. F.)

Trefaldig, τριπλάσιος, 3. τριττός, 3. Se
vidare Tredubbel.

Treflig, καταθύμιος, 3. χεχαρισμένος, 3.
χαρίεις, εσσα, εν. Επίχαρις, τος, 2. άρεστός, 3.
ή-δύς, 3. προσφιλής, 2. οίχεϊος, 3.

Treflighet, χάρις, ιτος, ή. ο. gm adj.

Treflikig, τρίλοβος, 2. ^

Trefnad, χάρις, έτος, ή. ήδονή, ή. τέρψις,
εως, ή. ευκολία, ή. ευθυμία, ή. εύθηνία, ή
(blomstrande tillstånd).: finna t., se Trifvas.

Trefot, τ ρίπους, ποδος, o.: att sätta
grytor på, λάσανον, τό. χυτρόπους, ποδος, ό.

Trefotad, τρίπους, ουν, gen. ποδος.

Trefva, (έν σχότω) ψηλαφάν, på ngt, τι.: t.
sig fram, ψηλαφώντα βαδίζειν, προβαίνειν, till
ngt, Εξ-, Εφιχνείσθαι Επί τι 1. εύρίσχειν τι.

Τ refven, αυτάρκης, 2. εύκολος, 2.: =
arbetsam, se d. ο.

Trefärgad, τρίχρωμος, τριχρώματος, 2.
τρί-χρως, τος, δ, ή.

Treggehanda, τριττοί, 3.

Trehundra (de), τριακόσιοι, 3.: ss. siffra, τ’,
den t:de, τριακοσιοστός, 3.

Trehöfdad, τρικέφαλος, 2.

Trehörnig, -kantig, τρίγωνος, 2.

Trehörning, -kant, se Triangel.

T reklufven, τρίσχιστος, 2. τρίγλυφος,2. Jfr
Trespetsad.

Trens, 1) på betsel, άγωγεύς, έως, o. 2) se
Snöre.

T rep an, τρύπανον, τό. χ οινική, ή. -at ίο η,
άνάτρησις, ή. -era, άνατιτράν.

Tr er a dig, τρίστ οιχος, 2.

Tresidig, τρίπλευρος, 2.: t. figur, se
Triangel.

Treskiftes, till t:s, τριχg 1. τρίχα
(δια)νέ-μειν 1. διαιρεϊσθαι (sinsemellan).

Treskäftad, τρίμιτος, 2.

Trespetsad, τρικόρυφος, 2. τρίστομος, 2.
τριγλώχιν, νος, ό, ή.

Trespänd, τρίζυγος, 2. τρίζυξ, γος, ό, ή.

Tress, πλόκαμος, ό.

Trestafvig, τρισύλλαβος, 2.

Tresträngad, τρίχορδος, 2.

Tretal, τριάς, άδος, ή

Τretrådig, τρίμιτος, 2. τρίκλωστος, 2.
τριέ-λικτος, 2.

Trettio, τριάκοντα.: s. siffra λ’.: t. gånger,
τριακοντάκις.: d. t:nde, τριακοστός, 3.: t. fot htJg,

-Triumphera. 459

lång etc., τριαχοντάπσνς, o, ή.: t. alnar,
τρια-κοντάπηχυς, 2.: t. famnar, τριακοντόργυιος, 2.:
t:nde del, τριακοστημόριον, τό.: t. dagars,
τρια-κον&ήμερος, 2.: på t:nde dagen, τριακονταϊος, 3.:
den t:nde dagen i månaden, τριακάς, άδος, ή.
- f a 1 d i g, τριακονταπλάσιος, -πλασίων, 2- - å r i g,
τριακοντούτης, δ, ή. τρικονταέτης, δ.
τριαχον-ταέτις, -δύτις, ιδος, ή. : t. tiderymd,
τριακονταετία, ή.

Trettioroddare, τριαχοντήρης, τριακόντορος
(ναύς), ή.

Trettiotusen, τρισμύριοι, 3.: ss. siffra, λ.:
d. t:de, τρισμυριοστός, 3. -faldig,
τρισμυριοπλα-σίων, 2.

Tretton, τρισκαίδεκα. τρεις(- ία) και δέκα.: ss.
siffra, ιγ’.: d. t:nde, τρισκαιδέκατος, 3. δέκατος
τρίτος, 3. τρίτος Επί δέκα.·, på t:nde dagen,
τρις-καιδεκαταϊος, 3. -faldig, τρισκαιδεκαπλαύίων,
2. -årig, τρισκαιδεκαέτης, -δεκέτης, ου, δ.

Treudd, τρίαινα, ή. τριόδους, οντος, δ.
&ρί-ναξ, κος, δ.

Treudd ig, τριγλώχιν, νος, oc, ή.
τριαινοει-δής, 2.

Trevinklig, τρίγωνος, 2.

Triangel, τρίγωνον, τό.: i form af t.,
τρι-γωνοειδής, 2. τριγωνιακός, 3. τριγωνιστί.: bilda
en t., τριγωνίζειν.

Tribun, δήμαρχος, ο (folk-t. se d.).
φύλαρ-χος, δ (krigs-t.).: hörande till t., δημαρχιχός, 3.

Tribun, βήμα, τό. Jfr Talarestol.

Tribunal, βήμα, τό. διχαστήριον, τό.

Tribunat, δημαρχία, ή.: under ngns t.,
δη-μαρχούντός τίνος.

Trifvas, εύ&ηνειν. αύξάνεσ&αι (om djur ο.
växter), ήδεσ&αι, χαίρειν τινί 1. Επί τινι 1. m.
part. στέργειν, άγαπάν τινα 1. τί (m. ngn, ngt).
αρέσκει μοί τι. ευκόλως, αΰτάρκως ζην.: t. väl m.
ngn, ήδέως συνεϊναι 1. χρήσ9·αί τινι.: icke t. m.
ngn, άηδώς εχειν 1. διακεϊσ&αί τινι 1. πρός τινα.

Trilla, se Rulla.

Τr il ling, τρίδυμος, 2.: t:ar, τρίδυμα, τά.

Trimeter, τρίμετρος, ό.

Trind, sej&und, Fyllig.

Trio, τριών συμφωνία, ή.: = tretal, τριάς,
άδος, ή.

Trippa, Επ* άκρων τών δαχτύλων βαίνειν.
σκιρτάν (hoppa, dansa).

Trissa, τροχαλία, ή. τροχός, δ. κύκλος, δ.

Triumph, -tåg, θρίαμβος, δ (δ μέγας, d.
egentl., 6 Ελάττων, ο va ti ο), πομπή, ή.
πομ-πεία, ή.: t. öfver ngn, ο κατά τίνος θρίαμβος.:
hålla, fira t., πομπέ ύειν. πομπή ν άγειν, πέμπειν,
Επιτελεϊν. S-ρίαμβον άγειν, εις-, κατάγειν. διά
θριάμβου εϊσελαύνειν. d-ριαμβεύειν. öfver ngn,
άπό, κατά τίνος 1. Επί τινι. öfver seger, Επι
νί-κ$.: föra i t., θρίαμβε ύειν. πομπεύειν. Εν^τω
&ριάμβω παράγειν, κομίζειν.: bevilja ngn t.,
&ρίαμβον διδόναι 1. ψηφίζεσ&αί τινι.: söka t.,
μνάσ&αι δρίαμβον.: s. håller t., θριαμβευτής,
ού, ό.: s. hållit t., θριαμβικός άνήρ, δ.:
hörande till t., θριαμβικός, 3.

Triumphator, se Föreg.

Triumphbåge, θριαμβική πύλη, ή.

Triumphdrägt, θριαμβική 1. θριαμβίς
στολή, ή. θριαμβική κατασκευή, ή.

Triumphera, 1) eg., se Triumpli. 2) oeg.,
άγάλλεσθαι Επί τινι. γαυριάν τινι.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0463.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free