- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
502

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vedermäle ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

509

Vedermäle — Verkan.

ανατροπή, άνασχευή, ή.: tjenlig till v.,
Ελεγ-χτιχός, 3.

Vedermäle, se Bevis 2).

Vedermöda, πόνος, ό. μόχθος, δ. κάματος,
o. ταλαιπωρία, ή. χαχά, τά.

Vedernamn, se Binamn.

Vederpart, se Motpart.

Vederqvicka, άναφύχειν, άναζωπυρεϊν,
άναλαμβάνειν (återgifva krafterna), χηλείν,
εύφραί-νειν, ψνχαγωγεϊν, τέρπειν (roa).: ν. sig,
τέρπε-σθαι, εύφραίνεοθαι, χηλεϊσθαι. m. ngt, τινί —
vederqvickande, αναψυκτικός, 3. άναληιτιχός,
3. γλυχύς, ηδύς, εϊα, ύ. τερπνι’ς, 3. κηλητιχός, 3.

Vederqvickelse, άνάψυξις, άναψυχή, ή. —
ηρψις, ή- χήλησις, ή. ηδονή, ή. ψυχαγωγία, ή.

Vedersakare, se Motståndare.

Vederstygglig, στυγερός, 3. βδελυρός, 3.
βδελνχτός, 3. μυσαρός, 3 μιαρός, 3. αισχρός, 3.

Vederstygglighet, βδελνρία, ή. μ υ σος, τό.
αίσχος, τό. ο. gm αφ*.

Vedersägelse, se Gen-, Motsägelse.

Vedertaga, νομίζειν. χρήσθαί. λαμβάνειν. —
vedertagen, νομιζόμενος, 3 ός.

Vedertecken, se Tecken, Bevis 2).

Vedervilja, αηδία, ή. βδελυγμία, ή.: hysa
άηδώς έχειν. άηδίζεσθαι (Sedn.). βδελύττεσθαι.
μυοάττεσθαι. (άπο)στυγεϊν. Jfr Afsky, Motvilja.

Vedervåga, se Våga 2) b).

Vedervärdig, -het, se Vidrig, -het.

Vedfång, 1) fång ved, άγχαλίς, ή 1.
φάχε-Ιος ό ξύλων 2) vedtägt, ξυλεία, ή. ξ υλισμός, δ.

Ved hand lare, ξυλοπώλης, ου, δ.

Vedhuggare, υλοτόμος, ξυλοχόπος, δρυοτό
μος, ό.

Vedhuggning, υλοτομία, ή. ξυλεία, ή.

Vedhög, -kast, -stapel, ξύλων σωρός, δ.

Vedklyfvare, ξυλοσχίστης, ου, δ.

Vedknippa, φάχελος ξύλων, ό.

Vedpinne, -sticka, ξυλάριον, τό.

Ved torg, ξύλα, τά. ύλοτόμιον, τό.

Vedträ, ξυλον, τό.

Vedyxa, ξυλοχόπος πέλεχυς, ό. άξίνη, η.

Vef, χώπη, ή.

Vefva, 1) eg., περιελαύνειν, περιάγειν (τήν
χώπην). 2) se Veckla, Linda.

Vegetabilier, φυτά, τά.: s. lefver af v.,
χαρποφάγος, 2. -abilisk, ό, ή, τό άπό τών
φυτών, -at i ön, τ« τών φυτών, τα περί τα
φ>υ-τά -a ti ν, ο, ή, τό τών φυτών ώσπερ τά
φυτά (i erforderlig casus). -era, ζήν ώσπερ φντών
ζωήν.

Veide, ϊσάτις, ιδος, ή.

Vek, 1) eg., μαλαχός, 3. υγρός, 3 (elastisk).
εύχαμπής, 2 (böjlig), λεπτός, 3 (spenslig),
ασθενής, 2 (svag).: v:a lifvet, χενεών, ώνος, ό.
γών. όνος, ή (vanl. pl.). 2) till sinnes, μαλαχός,
3. Επιεικής. 2. Ελεεινές. 3. εύπειθής, 2.: göra
ngn ν. i hjertat, χαταχλάν τινα.

Veke, θρυαλλίς, ίδος, ή. Ελλύχνιον, τό.
φλό-μος, δ (af kungsljus).: m. 2 v:ar, δίμυξος, 2.:
förse ra. v., Ελλυχνιάζειν.: framskjuta v:n, τήν
θρυαλλίδα ώθειν, προβύιιν.

Vekhet, 1) μαλαχότης, η. ύγρότης, ή.
λεπτό της, ή. ασθένεια, ή. 2) μαλαχότης, ή.
μαλακό ν τό ήθος. ύγρότης τού ήθους, ή. ενπείθεια, ή.
ο. gm adj.

V «kl agan, οιμωγή, ή. δδνρμός, δ. δλοφνρ·

μός, ο. θρήνος, δ.: brista ut i ν., άνοιμώζειν.
άνευφημείν. άναβοάν είς οιμωγή ν. Jfr Klaga 1).

Veklig, μαλαχός, 3. απαλός. 3. αβρός, 3.
θρυπτιχός, 3. άνανδρος, 2. θηλυκός. 3.: ν.
lefnadssätt, άβροδίαιτον, τό. χλιδή, ή.: göra ν.,
(δια,θρύπτειν. μαλαχίζειν. άπαλύνειν.: blifva ν.,
gm pass.: vara ν., μαλαχιάν.: lefva v:t,
τρυφε-ρώς ζήν.

Veklighet, μαλαχία, μαλαχότης, άπαλότης,
ή. θρύψις, διάθρυψις, ή. άνανδρία, ή.
ηδυπά-θεια, ή. άνεσις, ή.

Vekling, μαλακίων, <üfO£ ο’, θηλυδρίας, ον, δ.

Ve km un t, μαλαχόγναθος, 2.

Vekna, se Mjukna.

Vele, στροβίλη, ή. πεττός, δ.

Vemod, δυσθυμία, ή. λύπη. ή. άχθος, τό.

Vemodig, δύσθυμος, 2. λυπηρός, 3.
θρηνώ-δης, 2. οικτρός, Ελεεινός, 3.: va γη v:t stämd,
δυσθύμως έχειν. δυσθυμίαν άγειν. λνπην εχειν.

Venster, αριστερός, 3 σκαιός, 3. 3.

(poet ο. sedn.). euphem., ευώνυμος, 2.: v:a
handen, ή αριστερά.: på ν hand, till ν., έν rjj
αριστερά Εξ αριστεράς. Επ’ άριστεράν, Επί τήν ά·
ριατεράν, Επ* άριστερά (åt ν.), milit., En* ασπίδα,
παρ’ άαπίδα. Εφ* ήνίαν (om rytteri).: fr. ν. hand,
Εξ αριστερών. Εκ τών αριστερών, milit-, Εξ
άσπίδος : den ν. flygeln, τό εύώνυμον κέρας. Jfr
Höger.

Vensterhändt, «ριστερόχειρ, 6, ή.

Ventil, Επιστόμιον, τό. -era, se Afh and la.

Vepa, se ln-, Omvepa.

Verb(um), ρήμα, τό. -al, 1) hörande till verb,
ρηματιχός, 3. 2) mots. real, δ, ή, τό χατά
λέ-ξιν. ρηματιχός, 3. 3) se Ordagrann.

Verk, έργον, τό. ποίημα, τό (ngt
åstadkommet, föifärdigadt). πράγμα, τό (handling,
gerning).: = fästningsverk, οϊχοδόμημα, τό. se
vidare d. ο.: = skrift, συγγραφή, ή. σύγγραμμα, τό.
γραφή, ή βιβλίον, τό. πραγματεία, ή (ish.
historiskt) = embetsverk, se d. o : ett konstmässigt
ν·» τέχνημα, τό.: ett godt v., καλόν 1. αγαθόν
έργον, ευεργεσία, ή : göra ett godt v. m. ngn,
εύ ποιεϊν τινα εύιργετεϊν τινα.: ett stort, svårt
v., μέγα I. χαλεπόν έργον.: utföra ett v..
Εργα-ζεσθαι, πράττειν έργον : fullända, bringa till stånd
ett v., αποτελεϊν, διαπράττειν, άπεργάζεσθαι, ά~
ποδείξασθαι έργον 1. πράγμα : skrida, gå till v:t,
βαδίζειν, ίέναι Επί 1. είς τό έργον, άπτεσθαι του
έργον. Επιβάλλεσθαι, Επιχειρείν τινι. όρμάν Επί
τι : sätta ngt i ν:t, Εξεργάζεσθαι, διαπράττειν,
Εξανντειν. αποτελεί ν, έργω χαθιστάναι τι.: ba ugt
i v:t, μηχανάσθαι τι. se Fö re hafva.: ngt är i
v:t, (προ παρασκευάζεται τι. μέλλει τι γίγνεσθαι
1. γενήσεσθαι.: dta är mitt ν., τούτων έγωγε
αίτιος. : i sfa v:t, έργω. τω δντι. όντως, ώς αληθώς.
χατ’ αλήθειαν. τρ αλήθεια

Verka, 1) intr , δύνασθαι Ισχύ ειν. Ενεργεϊν.
άνύτειν. ποιεϊν. jfr Verksam.: ν. mycket, litet,
πολύ 1. πολλά, μικρόν 1. μικρά δύνασθαι etc.: ν.
intet, ουδέν (είς) πλέον ποιεϊν, Εργάζισθαι,
πράττειν.: ngt v:ar fördelaktigt, ofördelaktigt på mig,
ευt χακώς πάσχω 1. διατίθεμαι ύπό τίνος.: ν. f.
ngn, πράττειν ύπέρ τίνος, συμπράτϊειν τινί. ν
πουργεϊν, υπηρετεί ν τινι. 2) tr., ποιειν. Ιργάζε
σθαι. πράττειν. αίτιον είναι τίνος.

Verkan, δύναμις, εως, ή, Ενέργεια, ή
(verksamhet). έργον, Ενέργημα, ii (4et verkad·)*: göra

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0506.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free