Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Villkorlig ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
508
Villkorlig — Vinklig.
på det v. att, (ini τούτώ) ίφ’ ώ 1. έφ’ ώτε m.
inf 1. fut. ώστε m. inf.
Villkorlig, υποθετικός, 3. Adv., έξ
ύποθέ-σεως. ini ρητοϊς (på bestämda villkor).
Villolära, -mening, -väg, se Irr-.
Villrådig, se Rådvill, Tveksam.
Villrådighet, se Tvekan.
V ill sam, άπορος, 2. σφαλερός, 3. ταραχώδης,
2. ασαφής, 2. δύσκριτος, 2.
Vilse, gå, fara, åka ν., (περι)πλανάσθαι.
πο-ρευόμενον, έλαύνοντα άποπλανάσθαι 1. άμαρ
τάνειν, άφαμαρτάνειν της οδού. παραφέρεσθαι.:
fara ν. om ngt, se under Villfarelse.: taga
v., se under Misstag.
Vilseföra, -leda, (àno)πλανάν, παράγειν
(eg. o. oeg.).: bl. oeg., (έξ)απατάν. παραφέρειν.
Vilsen, (περιπλανώμενος, 3. άφαμαρτών
(ουσα, όν) τής οδού.
Vimpel, έπισείων, οντος, ό. Jfr Flagg.
Vin, οίνος, ο.: hvitt ν., κιρρός οίνος.: rödt
ν., μέλας 1. έρνθρος οίνος.: godt ν., ηδύς οίνος.:
m. godt ν., εύοινος, 2.: ha godt ν., εύοινεϊν.:
oblandadt ν., οίνος εύζωρος, άκρατος.:
vatten-blandadt ν., οίνος κεκραμένος, μεμιγμένος.:
gammalt doftande ν., οίνος άνθοσμίας.: s. frambringar
ν., οϊνοφόρος, 2.: utan ν., άοινος, 2.: dricka ν.,
πίνειν οίνου, πίνειν olvov 1. οϊνοποτεϊν (vanligen.).:
iskänka ν., οϊνοχοεϊν. οίνον έγχεϊν. i smnhang
ofta bl. διακονεϊν.: sälja v., οϊνοπωλεϊν.: göra
till v., berusa m. v., olvov v.: smaka v., οϊνίζειν.:
innehållande v., οϊνηρός, 3.: af v., οϊνινος, 3.:
drucken af v., οϊνοβαρής, 2.: m. v. planterad,
άμπελόφυτος, 2.: v:t löser tungans band, ordspr.
οίνος κάτοπτρον τού νού. ανδρός οίνος έδειξε
νδύν. οίνος και αλήθεια.
Vin ak tig, οινώδης, 2.
Vinberg, άμπελών, ώνος, ό.
Vinbergning, τρύγη (αμπέλων), ή.
τρύγη-τος, δ.: hålla ν., τρυγάν.
Vinblad, άμπέλινον φύλλον, τό. οϊναρον, τό.
Vinblomma, οϊνάνθη, άμπελάνθη, ή.
Vinblomning, ή τής οινάνθης ώρα.: i ν:η,
άκμαζούσης τής άμπέλου.
Vin bygd, άμπελοφόρος 1. οϊνοφόρος γή 1.
χώρα, ή.: en god ν., εν οίνος χώρα.
Vinbär, (af vinrankan), ράξ, γός, ή.
άμπέ-λινος καρπός, ό.: torkade ν., se Russin.:
kärnan af v., γίγαρτον, τό.
Vind, adj., λοξός, 3. σκολιός, 3.
Vind, se Vindspel.
Vind, (i hus) ung. ύπερώον, τό.
Vind, άνεμος, ό. πνεύμα, τό.: frisk v.,
λαμπρός άνεμος.: häftig, svår v., μέγας, χαλεπός,
έξαίσιος άνεμος.: god, förlig ν., se Gynnsam.:
ha god v., άνέμω καλφ χρήσθαι. κατ’ ονρον
φέρεσθαι.: ν:η är god, δ άνεμος κατά πρύμναν
ε-στηκεν.: vidrig, ogynnsam ν., έναντίος 1. σκαιός
άνεμος.: ν:η ligger emot, ό άνεμος έναντίος πνει
1. κωλύει.: stadig ν., πνεύμα καθεστηκός.: utsatt
f. ν:η, κατ-, προσήνεμος, 2.: stå i ν:η, εστάναι
ενθα πνει άνεμος 1. ίκ τού προσηνέμου μέρους.:
utsätta f. ν:η, άνεμούν.: skyddad f. ν:η,
υπήνεμος, 2.: fladdra i ν:η, άνεμούσθαι.: lemna Dgt
ν. f. våg, δούναι τι άνέμοις. άμελεϊν, όλιγωρεϊν,
αμελών εχειν τινός.
Vinda, όνεύειν. στρέφειν.
Vindbrygga, πτερόν, τό. καταρράκτης, ου, δ.
Vin del, (på snäckor), κοχλίας, ου, ο.
Vindeltrappa, ελικτή χλΐμαξ, ή. κοχλίας,
ου, ο1.
Vindfana, άνεμούριον, τό.
Vindfläkt, se Fläkt.^
Vindfälle, ύλη ή ύπό τών ανέμων
καταβεβλημένη. άνεμοφθορία, η (Sedn.).
Vindkast, se Vindstöt.
Vindlös, νήνεμος, 2. γαληνός, 3.
Vindpust, se Fläkt.
Vindrickare, οϊνοπότης, ου, ό. οίνόφλνξ,
γος, δ (drinkare).
Vindrufva, -drägg, se Drufva, Drägg.
Vindskammare, ung. ύπερφον, τό.
Vindspel, se Hissverk.
Vindstilla, νηνεμία,ή. γαλήνη, ή. ευδία, ή.
Vindstöt, καταιγίς, ή. άνέμου καταφορά, η.
Vindthund, λαγωνίκα, ή ο. λαγωνικόν, τό
(Nygr.).
Vindögd, se Skelögd.
Vinfat, οίνου πίθοι, δ. οϊνοφορεϊον,
οίνοφό-ριον, τό (Lex.). οινοφόρον σκεύος, τό.
Vinflaska, οϊνου λάγυνος, ό. πυτίνη, ή
(omlindad m. bast 1. d.).
Vinfärgad, οινόχρως, ωτος, ό, ή. οινωπός,
2 ο. 3.
Vingad, πτερωτός, πτερυγωτός, 3. πτηνός, 3.
Vinge, πτερόν, πτέρωμα, τό. πτέρυξ, γος, ή.
πτερύγιον, τό (äfv. oeg.). πτίλον, τό (ish.
insekters).: försedd m. v:ar, se Föreg.: röra, slå m.
v:arne, πτερυγίζειν. πτερύσσεσθαι.
Vingformig, πτερυγοειδής, -ώδης, 2.
πτερυγωτός, 3.
Vingla, 1) eg., άστατειν. σφάλλεσθαι.
κινει-σθαι. δονεϊσθαι. 2) oeg., άβέβαιον, άστατον
είναι. — κακοτεχνείν, πανουργεϊν (χρηματιζόμενον).
Vi η gl are, αβέβαιος, άπιστος άνθρωπος, ό.
— κακότεχνος, πανούργος χρηματιστής, δ.
Vingleri, τό άβέβαιον, άπιστον. —
κακοτεχνία, πανουργία, ή. κυβεία, ή. κακός
χρηματισμός, ό.
Vingård, άμπελών, ώνος, ό.
Vingårdsman, αμπελουργός, ό.
Vinhandel, οίνου έμπορία 1. καπηλεία, η.:
drifva ν., οϊνοπωλεϊν.
Vinhandlare, οϊνοπώλης, ου, ό.
Vink, σημεϊον, τό. νεύμα, τό (nick).: gifva en
ν., σημεϊον ύποδηλούν. σημαίνειν. ίπινεύειν.
νεύ-ματι δηλονν.
Vinka, σημαίνειν τινί 1. πρός τινα (τ»} χειρί).
ίπι-, κατασείειν (τήν χεϊρα) τινί. (δια)νεύειν
(nicka).: ν. åt ngn att göra ngt, σημαίνειν τινι ποιεϊν
τι. άπό νεύματος προστάττειν τινί τι.: jag har
ngt att v. på, άπόκειται, υπάρχει μοί τι.
Vinkel, 1) mathem., γωνία, ή.: rät ν., ορθή
γωνία 1. ορθογώνια, ή.: spetsig ν., δξεϊα γωνία,
ή.: trubbig ν., άμβλεϊα γωνία, ή. άμβλυγώνιον,
τό·: d. inre, yttre ν:η, ή ίντός, iκτός γωνία.:
bildande ν., ίγγώνιος, 2. 2) se Vrå.: ögon-ν.,
κανθός, ό.
Vinkelformig, γωνιοειδής, -ώδης, 2.: göra
ν., άπογωνιδύν.
Vinkelmått, γνώμων, ονος, ό. γωνία, ή.
Vinkelrätt, εύγώνιος, ίγγώνιος, 2.
κανονικός, 3. πρός ορθόν ήκριβωμένος, 3.
Vinklase, se Drufva.
Vinklig, se Hörnig.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>