- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
282

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Muntra ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

282

Muntra — Mycken.

Εναντίον. άγραφος, 2 (t. ex. δια&ήκη). Ofta äfv.
gm αυτός, 3.: m. berätta, αυτόν άπαγγέλλειν.
παρόντα άγγέλλειν.: m. uppdraga, άπό στόματος
1. αυτόν λέγειν 1. Ιντέλλεσ$αι.: m. meddelelse,
tf πρός τους παρόντας διάλεξις.: m. befallning,
παράγγελμα, τό.

Muntra, «t’S-vμίαν παρέχειν τινί. φαιδρύνειν,
φαιδρούν, εύφραίνειν.

Munvig, εύγλωττος, 2. ευτράπελος, 2.
στω-μύλος, 3. πολυλόγος, 2.

Munvighet, εύγλωττία, tf. ευτραπελία, tf.
<mo-μυλία, tf. πολυλογία, tf.

Munväder, se tomt Prat.

Mur, TéZyof, τό, τείχισμα, το’ (till befästning).
τειχίον, τό (i en byggnad 1. ss. hägnad), τοίχος,
ό (i byggnad), αίμασιά, tf (hägnad).: uppföra en
m., έστάνα*, άνιστάναι, οίκοδομειν, άνορβ·ουν
τείχος 1. τειχίον.: ånyo uppföra, άνατειχίζειν.:
uppförande af en m., τείχισις, tf. τειχιαμός, ό.
τοίχου οικοδόμησις, tf.: förse med m., τειχίζειν.:
omgifva med en m., περιτειχίζειν τι. τείχος
περι-βάλλειν τινί.: afskilja gm en m., διατειχίζειν.
διαφραγνύναι τείχει.: uppföra en m. mot en
fien-de, ίπιτειχίζειν med dat.: uppförande af en sdn,
Επιτείχισις, tf. Επιτειχισμός, o.: gmbryta en m.,
διορύττειν τείχος.: nedrifva en m., τείχος
xa&ai-ρείν, περιαιρείν, χατασχάπτειν.: väktare,
försvarare på en m., τειχοφύλαξ, χος, ό.

Mura, 1) intr., συντι&έναι 1. συνδείν 1.
συναρ-μόττειν λί&ους. λι&ολογείν. 2) tr., οίκοδομειν
λίβ-οις 1. λί&ων.

Murare, λι&ουργός, λι&οδόμος, λ^ολό^ος, ό.

Murbruk, χονία, tf. άμμος, tf.

Murbräcka, κριός, ο.

Murgrön, κισσός, χιττός, ό.: af m.,
κίσσι-νος, 3.: med m. betäckt 1. kransad,
κισσοστε-φής, 2. χεχισσωμένος, 3. κισσοφόρος, 2.:
liknande m., κισσοειδής, 2.: krans af m., κκκτοΰ
στέφανος, o\

Murken, σαθρός, 3. σατιρός, 3. ^«#ι>ρός, 3.

Murkna, σα&ρόν, ψα&υρόν γίγνεσθαι,
(κατα)-σήπεσ&αι.

Murslef, t/7iayöiyéifa, «ως, ό.

Mursten, κος, oc, tf.

Murtegel, πλωτός, tf.

Murverk, κ*/?, έων 1. ών, τά. τείχισμα, τό.
λι&ολόγημα, τό.

Mus, se Råtta, m. smnsättngr.

Musblack, φαιός, 3. μύϊνος, 3.

Musch, κατάπλασμα, τό.

Muser, se Sånggudinna.

Museum, μουσείον, το’.

Musicera, μουσίζειν. άποτελειν συμφωνίαν.
χρούειν (på stränginstrument, t. ex. λύραν).
αύ-λείν (på blåsinstrum.).

Μ usik, 1) ss. konst, μουσικήt tf.: musikens
theori, μουσική, tf. 2) musikstycke, συμφωνία, tf.
μέλος, τό o. μελωδία, tf (melodi).: sätta m.,
ποιεϊν μελωδία v.: sätta i m., μελοποιείν.: s.
sätter i m., μελοποιός, o. 3) = musikanter, se d. o.

Musikalier, μέλη, ών, τά. χρούματα, τά.

Musikalisk, μουσικός, 3.

Musikaln t, χρουματοποιός, ό. ψάλτης, ου, ο.
αυλητής, ου, ό.

Musikkännare, μουσικής εμπειρος, 2.

Musikus, μουσουργός, μουσικός, ό.

Musikvän, φιλόμουσος (άνήρ), ό.

Musivarbete, se Mosaik.

Muskel, μυς, ός, ό.

Muskelband, νεύρον, τό.

Muskelbyggnad, -system, ol μύες. τό
σάρκινον τού σώματος.

Muskelknut, μυών, ώνος, ό.

Muskelkraft, ρώμη, tf- εύτονία, tf.

Muskott, -nöt, μοσχοκάρυον, τό.

Muskulös, μυώδης, 2.

Muskus, se Mysk.

Musköt, se Skjutvapen.

Musrumpa, (bot.) μύουρος, tf.

Musselformig, κογχοειδής, κογχώδης, 2.
ό-στρεώδης, 2.

Musselfängare, κογχοβ-ήρας, ου, ό.

Musselfärg, τό Εκ κογχών χρώμα 1.
φάρ-μακον.

Musselmarmor, κογχίτης λί&ος, ό.
κογχυ-λίας, κογχυλιάτης (λί&ος), ου, ό.

Musselskal, κόγχη, tf. κόγχος, ό.
κογχύ-λιον, τό.

Mussla, κόγχη, tf. κόγχος, ό. όστρεον, όστρειον,
τό.: liten m., κογχίον, κογχάριον, τό.

Must, 1) vin-m., ^λίνκος, τό. ^λ£ΐίκα>ος
οίνος, ό. τριί£, /ός, tf.: inkokt m., σίραιον, τό.
σίραιος 1. σίρινος οίνος, ό.: af m., γλεύκινος, 3.
2) saft, ;^ι>λός ο. χυμός, ό. se Saft. 3) fig., τό
κράτιστον. άν&ος, τό. άκμή, tf.

Mustacher, μάσταξ, μύσταξ, κος, tf.

Mustig, τρόφιμος, θρεπτικός, 3 (födande).
Ι>#ι>λος, εγχυμος, 2 (saftig). νίανίκός, 3 (om
kött), Λινός, άίΓρός, χαρτ^ρός, 3 (stark, kraftig).
πικρός, δριμύς, 3 (skarp), άγροικος, 2,
φορτικός, 3 (plump).

Mustighet, gm αφ’.: mustigheter, se
Grof-het.

Mustörne, μυάκαν&ος, μυάκαν&α, tf.

Mus öron, (bot.), μυοσωτίς, *(/ος, tf.
μυόσω-τον, τό. άλσίνη, tf.

Muta, se Besticka.

Mutor, ΛοροοΓόκ^μα, τό. (Λύρα, χρήματα, τά.
Se Besticka, -ning.

Mutkolf, se Besticklig.

Mycken, πολνς, λ>}, v. συχνός, 3 (talrik).
άφ&ονος, 2 (ymnig, riklig), äfv. gm πλή&ος, τό
(t. ex. mycket penningar, πλή&ος χρημάτων). —
Jlrfv. πολύ (framför compr. äfv. πολλω). μάΑα
πάνυ. σφόδρα, δεινώς. μεγάλως. ισχυρώς, ο. gm
superi, t. ex. m. vacker, κάλλιστος, 3. ofta äfv.
gm smnsättning med περί o. πάν, t. ex. m. rädd,
περίφοβος, περιδεής, 2.: m. bedröfvad, glad,
περίλυπος, περιχαρής, 2.: m. skön, svår,
πάγκαλος, παγχάλεπος, 2. — ganska m., πάμπολλυς, 3.
παμπλη&ής, 2. πλείστος, 3.: alltför m., άμετρος,
2. περιττός, 3.: det är f. m:t sagdt, τοίτ’ εσ&’
υπερβολή.: mycket af landet, πολύ 1. πολλή τής
χώρας., huru m:t af landet, (ό)πόση τής γής.: så
m., τοσοντος, αύτη, ούτο(ν). τοσόσδε, ήδε, όνδε.:
så ο. så m., τόσος καί τόσος.: så m. som,
(τοσούτος) όσος.: så m:t på mig ankommer, τό γ*
Επ* έμοί. τό έμόν μέρος.: så m:t jag kan, Ix
τών δυνατών, όσον έν Ιμοί. όσον άν οίος

τ’ ώ.: så m:t jag vet, όσον γ’ έμέ ειδέναι.: så
m:t jag hör, έξ ων εγωγε ακούω.: så m:t om den
saken, τοοΐίντα μεν περί τούτων εϊρήσ&ω.: lika
m:t till, ετερον τοσούτον il.pl.): en gång till så
m:t, δις τόσος, vanl. τοσούτος.: just så m. som,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0286.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free