- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
389

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Skadestånd ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Skadestånd — Skam tafla.

389

Skadestånd, εκτισμα του βλάβους, τό.: han
må ge den lidande dubbelt s., ΰιπλάσιον του
βλάβους άλλο έκτισάτω τω βλαφθέντι. Jfr äfv.
Skadeersättning 2).

Skadlig, βλαβερός, 3. Επιβλαβής, 2.
άσύμ-φορος, 2. ζημνώάης, 2. κακός, 3. λυμαντήριος,
λυμαντικός, 3 (menlig). Ενάντιος, 3 (hindersam,
menlig).

Skadlighet, gm αφ".

Skaf, 1) se Skafning. äfv. θλάσις, ή
(skadande). 2) kontusion, θλάσμα, τό. εκθλιμμα,τό.
3) afskaf, κνήσμα, τό. ξύσμα, τό. äfv. ξέσμα, τό.

Skaffa, 1) tillvägabringa, (Ικ)πορίζειν. παρα-,
κατασκευάζει (t. ex. χρήματα, medel, μηχανάς,
utvägar).: s. ngn ngu på halsen, Επάγειν,
Επιφέ-ρειν, περιάπτειν τινί τι.: s. sig ngt på halsen,
Επισπάσθαι, Επάγεσθαι, περιάπτειν εαυτω τι.
ά-ναιρεϊσθαι (t. ex. πόνους), κατατίθεσθαι (t. ex.
fy^0*")· -) fortskaffa, se d. o. 3) göra, uträtta
ngt, έργον εχειν.: hafva att s., πράγματα,
ά<Χ£ο-λίαν, πόνον εχειν. άσχολεϊσθαι περί τι.: jag har
ej ngt m. hm att s., πράγμα ovdév Εστί μοι πρός
Εκείνον.: hd har du här att s. ?, τί σοι μέτεστι
τών Ενθάάε; ge ngn att s., πράγματα, άσχολίαν,
πόνον, Ιρ^ο*’ παρέχειν τινί.

Skaffare, σιτηρεσίου Επιμελητής, οί>, ό. oc
σι>-τηρεσιάζων, οντος.

Skafferi, ταμιεϊον, τό. Εάεσματοθήκη,ή(Sedn.).

Skafföttes, άντιστρέφας(αντος) τούςπόάας\Λ.

Skafning, litft?, ?}. κνήσις, ή. ξύσις, ή ο.
£ι/-σμό?, ο1 (Sedn.).

Sk af sår, Ιλκοί chaüAafröeV, το’.

Skaft, ξι/στον, τό. ράβδος, ή. στύραξ, ακος, ό
(på spjutet), καυλός, ό (på växter), μίσχος, ό^ (på
frukter), πέλμα, τό (på äpplen ο. päron), «ττί/λο?,
oc, σώμα τό τής κίονος (på en pelare), στελεόν,
τό (på yxan), λαβή, ή (handtag).

Skafva, ξεϊν, ξύειν. κνήν, κνήθειν (klå).: s.
sig, (άια)θλάσθαι.: s:en, ξεστός, 3.

Skaka, 1) tr., a) eg., [dia-, κατα-, συσ)σείειν.
σαλεύειν. τινάσσειν. όιαάονεϊν (genomrista).: s.
frukt, άπο-, κατασείειν καρπούς.: s. ngns hand,
κατασείειν τινί τήν χείρα.: s. sitt hufvud,
άνανεύ-ειν. b) oeg., (dia-, κατα)σείειν. (dia-,
Εκ)ταράτ-τειν. ταραχήν Εμποιεϊν τινι. κινεϊν. äfv.
πάλλε-σθαι.: ett skakadt samhälle, πόλις ταραττ ο μένη
1. σψαλλομένη, ή. 2) intr., (dia-, κατα)σείεσθαι.
σαλεύειν. κινεϊσθαι.

Skakande, σεϊσις, ή. τιναγμός, ό. παλμός, ό.

Skakel, ρυμός, ό. ρυτήρ, ήρος, ό (draglina).

Skakning, l)eg., (άια)σεισμός, ό.
κατάσει-σις, ή. se f. öfr. Skakande. 2) oeg., ταραχή,
ή. εκπληξις, ή. κίνησις, ή. ρύμη, ή (t. ex. οργής,
passionernas).

Skal, 1) eg., όστρακον, τό (skaldjurs, äfv.
äggs), κύτος, τό (t. ex. sköldpaddans), ελυτρον, τό
(insekters, äfv. frukters), κέλυφος, τό, κελύφανον,
τό (skaldjurs, äggs, frukters), λέπος, λέμμα,
λέ-πυρον, λεπύριον, τό (djurs, äggs, skidfrukters).
(άπο)λέπισμα 1. άρύψελον, τό (aftaget). λοβός, ό
(frökapsel, hylsa). 2) fig., kärnlöshet, τό κενόν,
κενότης, ή. τό Επιπόλαιον. εύπρεπές μέν
Επιπό-λαιον dE και κενόν όν.

Skala, 1) aftaga skalet, (άπο)λέπειν. (άπο-,
Εκ)λεπίζειν. (περι)φλοΐζειν (bark).: s. ägg,
περιγλύ-φειν ωά. 2) löpa fort, άρόμω φέρεσθαι.
δρο-μαϊον προς-, Επελθεϊν (komma).

Skala, graderingsmått, άιάγραμμα, τό.
φθόγγοι οι τού συστήματος.

Skald, ποιητής, ού, ό. άοΜς, ό (poet).

Skaldegåfva, ποιητικόν, τό.

Skaldekonst, ποιητική, ποίησις, ή.

Skaldeslag, γένος τό τών ποιημάτων.

Skaldespråk, ποιητική λέξις, εως, ή. λέξις
Ενθουσιώσα, ή (högtrafvande).

Skaldestycke, ποίημα, τό. επος, τό (episkt).
μέλος, τό, ωάή, ή (lyriskt), εϊάύλλιον, τό (litet;
i liten genre).: författa ett s., ποίημα ποιεϊν.

Skaldinna, ποιήτρια, ή.

Skaldjur, ζώα όστρακηρά, τό. τά
ο’στρακό-άερμα.

Skalfrukt, λεπυριώάης καρπός, ό. 1. d.

Skalk, πανούργος, ό. τρίμμα, παιπάλημα, τό.
κόκαλο?, ό (upptågsmakare).

Skalkaktig, πανούργος, 2. τριβών, ό, ή.

Skalkaktighet, πανουργία, ή.

Skall, 1) hårdt ljud, ήχος, τό. ήχημα, τί.
ήχή ι η- ψόφος, ό. : trumpetens s., βυκάνημα, τό.
αάλπιγγος ήχος, τό. σάλπισμα, τό. 2) hundars,
ύλακή, ή. ύλαγμός, ό.

Sk al la, ήχεϊν. ψοφεϊν. ψόφον, ήχος, ήχημα,
ήχήν άποτελεϊν.

Skalle, se Hufvudskål ο. Hufvud 1).

Skallig, φαλακρός, 3. ψιλός, 3.; s:t hufvud,
ψιλή κεφαλή, ή.

Skallighet, φαλακρότης, ή.

Skallra, subst., κρότάλον, τό. κρέμβαλον, τό.
πλαταγή, ή.: leka m. s., κρεμβαλιάζειν.

Skallra, verb., (Επι)κροτεϊν. παταγειν.
πλα-ταγειν.

Skallrande, κρότος, ό. πάταγος, ό.
κροτα-λισμός, ό. κρεμβαλιαστύς, ύος, ή (m. skallran).

Skälm, på ett åkdonsrede, ungef. ρυμός, o
(se Lex.).: på sax, γνάθος ή τής ψαλίάος.

Skalmeja, αυλός, ό 1. d.

Skalp era. άπο-, περισκυθίζειν.

Skam, αιάώς, ούς, ή, αισχύνη, ή (i alla bett.).
αίσχος, τό (skamlighet, nesa). άυσωπία, ή
(skam-flathet). ατιμία, άάοξία, αισχρά cfo|a, ή
(van-hedsr). ονειάος, τό, λώβη, ή (smälek).: s.
drabbar hm, αισχύνη συμβαίνει αύτω. εις όνειδος
καθίσταται. αίσχύνην όφλισκάνει : anse ngt f. s.,
όνειεΡος, αίσχος etc. ήγεϊσθαί τι. Εν αίσχύνρ, di’
αισχύνης τίθεσθαί τι.: ha s. af ngt, αΐσχρόν 1.
όνειδος laτί τινί τι. αΐσχράν do ξ αν κτάσθαι άπό
τίνος.: det är s., όνειάος, αΐσχρόν έστι m. inf.

Skam fi at, άυσωπηθεϊς, εϊσα. κατηφής, 2.
i-ρυθριών, ώσα, ών.: bli s., (άν)ερυθριάν.
Ιρυθραί-νεσθαι·: göra s., έρυθραίνειν.

Skam flathet, άυσωπία, ή. κατήφεια, ή
(Sedn.). έρυθρίασις, ή.

Skamfläck, κηλίς, ιάος, ή. αϊσχύνη, ή.
λύμα, τό.: sätta en s. på ngn, αϊσχννειν
περιποιεϊν, περιάπτειν, προσβάλλειν τινί. καταισχννειν
τινά.

Skamlig, αισχρός, 3. Ιπονείάιστος, 2.

Skamlighet, αίσχος, τό. αισχρό της, ή.

Skamlös, άναιάής, 2. άναίσχυντος, 2.: vara
s., άναισχυντεϊν. άναιάεύεσθαι.

Skamlöshet, άναίάεια, ή. άναισχυντία, ή.

Skampåle, se Kåk.

Skamtafla, στήλη, ή.: sätta ngn på s:n,
στηλιτεύειν τινά. στηλίτην ποιεϊν τινα.: den som
stått på s., στηλίτης, ου, ό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0393.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free