Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - A - Afhalka ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has been proofread at least once.
(diff)
(history)
Denna sida har korrekturlästs minst en gång.
(skillnad)
(historik)
ῥοπὴν ποιεῖν τοῦ πολέμου.: öfverlemna åt ngn a.
öfver ngt, ἐπιτρέπειν τινὶ τὴν κρίσιν τινός.: den
s. har a., κύριος, 3.
Afhalka, se Afglida.
Afhandla, mundtligen l. skriftligen,
διαλέγεσθαι, διεξελθεῖν, διεξιέναι περί τινος.
πραγματεύεσθαί τι. Se f. öfr. Afgöra.
Afhandling, διατριβή, ἡ. λόγος, ὁ.:
skriftlig, συγγραφή, ἡ. πραγματεία, ἡ.
Afhjelpa, ἀκεῖσθαι, ἐξακεῖσθαί τι. ἰἆσθαί τι.
βοηθεῖν τινι. ἐπανορθοῦσθαί τι (t. ex. ἁμάρτημα).
Afhugga, κόπτειν, ἀποκόπτειν, τέμνειν,
ἀποτέμνειν, ngt på ngn, τί τινος.: a. de yttersta
delarne af ngt, ἀκρωτηριάζειν τι.
Afhuggning, ἀποκοπή, ἀποτομή, ἡ.
Afhålla, 1) eg. hålla på afstånd, εἴργειν,
ἀπείργειν, ἀποτρέπειν (τινά τινος l. ἀπό τινος).
ἀμύνειν, ἀπαμύνειν (gm skydd o. motvärn).
ἀπωθεῖν (m. våld): a. fr. sig, ἀμύνεσθαι.
ἀπωθεῖσθαι. 2) fr. utförande af ngt, εἴργειν τινὰ ποιεῖν
l. μὴ ποιεῖν l. ὥστε μὴ ποιεῖν τι. κωλύειν l.
ἀποκωλύειν τινά τινος l. (μὴ) ποιεῖν τι.
ἐμποδὼν εἶναί τινι (μὴ) ποιεῖν τι. οὐκ ἐᾶν τινα ποιεῖν.
τι.: gm ord, ἀποτρέπειν τινά τινος l. m. (μή o.)
inf. 3) se Älska. 4) refl., a. sig fr. ngt,
ἀπέχεσθαί τινος l. m. inf. μὴ ἅπτεσθαί τινος.: a.
sig fr. att skratta, κατέχειν τὸν γέλωτα, fr. att
gråta, τὰ δάκρυα l. τὸ μὴ δακρύειν.: icke
kunna a. sig fr. ngt, ἥττω εἶναί τινος.
Afhälla, ἀποχεῖν. ἐκχεῖν.: vid libation,
ἀποσπένδειν.: i ett annat kärl, μεταχεῖν.
Afhämta, μετιέναι, μετέρχεσθαί τινα l. τὶ.
ἰέναι, ἄξοντά τινα. κομίζειν, φέρειν (medtaga) o.
i med. (för sin räkning): a. en brud, νύμφην
ἄγεσθαι.: jag har afhämtat ngn, ἥκω ἄγων τινά.:
låta a. ngn, μεταπέμπεσθαί τινα. κελεύειν ἄγειν
τινά.
Afhämtning, κομιδή, ἡ. f. öfr. vv.
Afhända, ὑφαιρεῖν τινός τι. ἀποστερεῖν τινά
τινος l. τὶ. παραιρεῖν, -σθαί τινός τι.
ἀπαλλοτριοῦν τι ἀπό τινος.: a. lifvet, se Döda. Jfr
Beröfva.
Afhängig, se Beroende.
Afhölja, 1) eg., ἀπο-, ἀνα-, ἐκκαλύπτειν.:
a. sig l. sitt ansigte, ἀπο-, ἀνα-, ἐκκαλύπτεσθαι.
2) oeg., ἀποκαλύπτειν. ἀποφαίνειν. δηλοῦν.
Afhöra, 1) höra på (till slut), ἀκροᾶσθαι
(ngt, τὶ l. τινός, ngn, τινός). τὴν ἀκρόασιν
ποιεῖσθαί τινος (ngn l. ngt), εἰς-, ἐπ-, κατακούειν τι
l. τινός. διακούειν τι (fullständigt).
παραγενόμενον ἀκούειν l. μανθάνειν. 2) förnimma (= höra
af), ἀκούειν. αἰσθάνεσθαι. πυνθάνεσθαι.
Afhörande, ἀκρόασις, ἡ.
Afkasta, 1) eg., ἀπορρίπτειν. ἀποβάλλειν.
καταβάλλειν.: om hästar, ἀποκρούειν.
ἀποσείεσθαι. ἐκτραχηλίζειν. 2) inbringa, ἀποφέρειν.
προςφέρειν. προσόδους παρέχειν l. φέρειν.
Afkastning, 1) eg., ἀποβολή, ἡ. f. öfr. vv.
2) inkomst, ἀποφορά, ἡ. πρόσοδος, ἡ. κέρδος,
τό. καρπός, ὁ. ἐπικαρπία, ἡ.: god a., πολυφορία,
ἡ.: ge a., se Afkasta 2).
Afklippa, κείρειν. ἀποκείρειν. ψαλίζειν.
ἀποψαλίζειν.
Afkläda, ἀποδύειν, ἐκδύειν τινά τι. γυμνοῦν
τινά τινος.: a. sig, ἀπο-, ἐκδύεσθαί τι.
(ἀπο)γυμνοῦσθαι.
Afklädning, ἀπόδυσις, ἡ.
Afknappa, συντεμνειν. συστέλλειν, ουνάγειν.
Afknappning, συντομή, συστολή, ή.
Afkok, άπόζεμα, αφέψημα, το’.
Afkoka, άφέψειν. άποζεϊν. — afkokad,
άπεφ&ος, 2.
Afkomling, άπόγονος, εχγονος, ό. ό άπό
τίνος.: vara ngns a., γεγονέναι 1. είναι άπό 1.
εχ τίνος.
Afkomma, άπό’, εχ-, εγγονοί, οι, cd. το ix
1. άπό τίνος γένος, οι, at, τά ix 1. άπό τίνος
{γε-γονότες, νϊαι, 6 τα). Jfr Α ff öda.
Af k or t a, συν-, Ιπιτέμνειν. συστέλλειν. Jfr
Minska.
Afkortning, συντομή, ή. Ιπιτομή, ή. Jfr
Minskning.
Afkunna, άναγορεύειν. άναχηρύττειν.
άναγ-γέλλειν.: ett utslag, άποφαίνεσ-9-αι (om domaren),
άναγιγνώσχειν (uppläsa, om ngn annan).
A fk unnande, άναγόρευσις, άναχήρυξις,
άναγ-γελια, ν.
Afkyla, άπο-, άναψύχειν. ίμψύχειν. χατα-,
περιψύχειν.: a. sig, άπ οψύχεσ&αι.: luften af
kyles, αποψύχεται. — a fk ylande, {άνα)ψυχτιχός,
3. — afkyld, περίψνχτος, 2.
Afla, 1) om qvinna, χνήσαι. συλλαμβάνειν.
νποδέχεσ&αι. 2) om man o. qvinna, γεννάν.
γείνασ&αι.: a. barn, παιδοποιεϊσ&αι.
Aflassa, -lasta, χατατι&έναι, άποτι&έναι,
χαταβάλλειν, Ιξαιρεϊν, άποσχευάζειν {φόρτον, τά
φορτία).: ettfartyg, άπογεμίζειν. άποφορτίζεσ&αι.
χουφίζειν, Ιχχενουν {νανν).
Aflastning, ή των φορτίων έξαίρεσις 1.
εξαγωγή.
Aflat, συγγνώμη, ή.
Afleda, 1) om vatten, άπ-, ϊξ-,
παροχετεύ-ειν (eg. gm kanal), ix-, παρατρέπειν (rikta åt
annat håll). Ιχβιβάζειν. Ιξάγειν (äfv. om
kroppens vätskor). 2) se Afvända.
Afledning, όχετεία, Ιξοχετεία, ή. ix-,
παρα-τροπή, ή. εξαγωγή, ή.
Aflelse, χύησις, σύλληψις, ή..
Aflemna, παραδιδόναι. άποδιδόναι, φέρειν,
άποφέρειν, άπάγειν (enl. förpligtelse, uppdrag).
ειςφέρειν (afgifter), άποπέμπειν (inskicka).
Aflemning, άπόδοσις, παράδοσις, ή.
άποφορά, ή (af utskylder), αποπομπή, ή
(inskickande).
Aflida, se Dö.
Aflifva, {άπο)σφάττειν. φονεύειν. άναιρεϊν.
d-ανατοΰν.
Aflocka, χολαχεύοντα 1. S-ωπενοντα 1.
χολα-χεία (3-ωπεία) τυγχάνειν 1. λαβείν τι παρά τίνος
(gm lismeri). ίξάγειν, ngn ngt, τινός τι (t. ex.
δάχρυα, γέλωτα), f. öfr. m. om skr. t. ex. a. ngn
ett löfte, yttrande, προάγειν τινά ύπισχνεϊσ&αι,
λέγειν.
Aflopp, άπορροή, ή. άπόρροια, ή.: s. liar
a., άπόρρυτος, 2.
Aflossa, l)eg. άποix-, παραλύειν. 2) se
Afskjuta. 3) se Aflasta.
Aflossna, άπο-, παραλύεσ&αι. άπο-,
χαταρ-ρειν.
Af lyfta, άπαίρειν. άναιρεϊν. άφαιρεϊν.
άραν-τα άποχινειν.
Aflysa, άναγορεύειν 1. παραγγέλλειν άχυρον
1. μηχέτι χύριον είναι (t. ex. νόμον. ψήφισμα),
άναχηρύττειν μή Ιξεϊναι 1. άπαγορενειν μή m.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>