Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Dufhus ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
74 Dufhus-
Dufhus, περιότερεών, ώνος, o.
περιστερο-τροφεϊον, τό.
Dufhök, φασσοφόνος, φασσοφόντης, ον, ό.
D uf lik, 2.
Dufna, ί’ωλον γίγνεσθαι. Εξίστα-
σθαι (om vin).
Dufslag, se Dufhus.
Dufva, περιστερά, ή.: ung d., περιστεριδευς,
έως, ό. περιστερίδιον, περιστέρων, τό.; vild d.,
πελειάς, άδος, ή. φάττα, η.
Dufven, Έωλος, 2. Εξεστηκώς, νια, ός (t. ex.
οίνος).: fig., se Matt, Sömnaktig.
Duga, till ngt, χρήσιμον, Επιτήδειον, ικανόν
είναι πρός τι. Εφαρμόζειν τινι 1. Επί, πρός τι.:
det duger till ingenting, ούδέν όφελος αύτον.:
det duger att, se Gå an.
Dugga, ψαχάζειν. ψεκάζειν.
Duggregn, χράχας, άδος, ή.
Duglig, Επιτήδειος, 3. ο. 2. χρήσιμος, 3 ο. 2.
ικανός, 3. χρηβτός, 3. οΐχεϊος, 3. χαλός, 3. οίον
δει 1. χρή. t. ex. när en d. grund är lagd,
υποκειμένων οΐων δει θεμελίων.
Dugligliet, Επιτήδειο τη ς, ή. χρηστότης, ή.
Duglös, se Oduglig.
Dugtig, 1) stor, stark, άδρός, 3. μέγας, 3.
δεινός, 3. καρτεράς, 3. 2) god, duglig, άγαθός,
3. καλός, 3. ικανός, 3. Επιτήδειος, 3 ο. 2.
χρηστός, 3. σπουδαίος, 3. δίκαιος, 3. — Adv.,
σφόδρα. δεινώς. ισχυρώς. μάλα. εν. καλώς.
Dugtighet, αδρό της, ή. δεινό της, ή. αρετή,
ή. χρηύτότης, ή. Επιτήδειο της, ή.
Duk, ύφασμα, τό (väfnad i allmht).: d. af
linne, λίνον, τό. οθόνη, ή. όθόνιον, τό.: d. af
bomull, silke, βύσσινον, σηρικόν όθόνιον, τό.:
= bordduk, se d.
Duka, bord, στρωννύναι (pålägga duk),
παρασκευάζειν, κατασκεύαζε ιν (i allmht).
Duka under, ήττάσθαι 1. ηττω είναι τίνος,
κρατεϊσθαι υπό τίνος, ύπείκειν τινί. ούχ ικανόν
είναι τινι. μή φέρειν τι.
Dum, μώρος, 3, άβέλτερος, 3, ενήθης, 2
(enfaldig). άν αισθητός, 2 (slö), άνόητος, άξύνετος,
2 (utan förstånd, insigt), ηλίθιος, 3 (dåraktig).
βλάξ, ακός, ό, ή, νωθής, 2 (trög till förstånd).
άμαθης, 2 (som icke begriper 1. icke kan
begripa). παχύς, εια, ύ (tjockhufvad). σκαιός, 3
(o-tymplig). άφνής, 2 (utan själsgåfvor).: vara d.,
μωραίνειν. άναισθητειν. βλακεύειν.
Dumdristig, παράτολμος, παράβολος, 2.
ριψοκίνδυνος, 2. θρασύς, 3. ιταμός, 3. ϊτης, ον,
ό.: vara d., παρατολμάν.
D um dr is tigh et, τόλμη, ή. θράσος, τό.
θρά-σύτης, ή. ιταμό της, ή.
Dumhet, 1) abstr., μωρία, ή. άβελτερία, ή.
αναισθησία, ή. άξννεσία, ή. άνοια, η. ήλιθιότης,
ή. νωθεία, ή. βλακεία, ή. άμαθία, ή. σκαιότης,
ή. 2) concr., gm adj, (ηι. έργον 1. τί).: begå en
d., dumheter, äfv. gm adv. o. πράττειν 1. d.
Dumhufvud, βλάξ, αχός, ό. αμνοκών, δ.
βλιτομάμμας, ό. μαμμάκυθος, ό. ο. gm adjj.,
under Dum.
Dun, πτίλον, τό.: collectivt, μνούς, ό :
stoppad m. d., πτιλωτός, 3.
Dunder, πάταγος, ό. κτύπος, ό.: åskans d.,
βροντή, ή.
Dunig, πτίλων κατάπλεως, 2.
Dundra, παταγεϊν. κτυπεϊν.: om åskanβρον-
- Dykarkonst.
τάν (äfv. fig. om talare).: det dundrar, βροντά,
βροντή γίγνεται. — dundrande, (m. åskan),
βρονταϊος, 3.
Dunge, se Lund.
Dunka, se Bulta.
Dunkel, 1) se Mörk. 2) oklar, άμαυρός,
3. θολερός, 3.: göra d., άμανρούν. 3) otydlig,
άμνδρός, 3. σκοτεινός, 3. άσαφής, 2. άφανής, 2.
αΐνιγματώδης, 2.
Dunkel, se Mörker.
Dunkelhet, σκοτεινότης, ή. άσάφεια, ή. vanl.
gm adj.
Dun st, άτμός, ό. άτμίς, ίδος, ή.: slå blå d.
f. ngn, se B
ΗΏ un st a, άτμίζειν. άτμιαν.
Dun st ig, άτμιδώδης, άτμώδης, 2.
Dunstkrets, άήρ, έρος, ό. ό περιέχων ο. τό
περιέχον.
Duplett, ετερον παράδειγμα, τό.
Durk si ag, ύλιστήρ, ήρος, ό. τ ρύγοιπος, ό.
ηθμός, σάκος, ό (silduk).
Du sk, σνννεφής καί υγρός άήρ. ομιχλώδες
καί νοτερόν.
Dussin, δωδεκάς, άδος, ή. δώδεκα, οι, at,
τά.: dussinvis, κατά δώδεκα.
Dust, se Kamp.
Dvala, νάρκη, νάρκωσις, ή. άποπληξία, ή.
αναισθησία, ή.: ligga i d., ναρκάν. b) djurs,
φωλεία, φώλευσις, ή.: ligga i d., φωλεύειν.
δια-ναρκάν.
Dverg, νάννος, ό.
Dvergaktig, -lik, ναννώδης, 2. ναννοφνής, 2.
Dväljas, se Vistas.
Dy, πηλός, ό. βόρβορος, ό. ιλύς, ύος, ή.
θολός. ό.
Dyfvelsträck, σίλφιον, τό.
Dygd, άρετή, ή (förträfflighet, så väl om
enskilda egenskaper s. om hela väsendet),
καλοκαγαθία, ή (smnfattningen af alla de egenskaper,
som en fullkomlig man bör ega), χρηστότης, ή
(duglighet, sedlighet), δικαιοσύνη, δικαιότης, ή
(rättrådighet i tänke- o. handlingssätt),
δίκαιο-πραγία, ή (rättrådigt handlande), όσιότης, ή
(fromhet, i fhde till Gudomligheten), τό καλόν
(det sedligt sköna), τό άγαθόν (det goda).:
qvinlig d. (i inskr. men.), se Kyskhet.: beflita sig
om dygden, διώκειν τήν άρετήν. άρετής
Επιμελεϊ-σθαι. Επιτηδεύειν 1. άσκεϊν τήν άρετήν 1. τό
καλόν. άρετής άντέχεσθαι.: dygdens väg, ή δι*
άρετής οδός.
Dygdelära, se Sedelära.
Dygdemönster, παράδειγμα άρετής, τό.
πά-σαις ταϊς άρεταϊς κεκοσμημένος, διαφέρων εις
άρετήν.
Dygdesam, se Kysk.
Dygdig, καλός, 3. άγαθός, 3. καλός καί
αγαθός. χρηστός, 3. δίκαιος, 3. όσιος καί εύσεβής.:
vara d., καλοκαγαθία χρήσθαι. άσκεϊν άρετήν.:
om qvinnor, se Kysk.
Dygn» ήμερα (καί νύξ), ή.
Dyig, βορβορώδης, 2. ίλυώδης, 2. θολερός, 3.
Dyka, δύεσθαι. κατα-, ύποδύεσθαι.
(κατα)-κολυμβάν.
Dykare, 1) om mskr, (κατα)κολυμβητής, ού,
ό. δύτης, ου, ο. 2) dykfågel, κολυμβίς, ίδος, ή.
κόλυμβος, ό.
Dykarkonst, κολυμβητική, η.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>