- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
75

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - D - Dylik ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Dylik —Dåraktig.

75

Dylik, τοιούτος, αύτη, οΰτο(ν). τοιόσάε, άάε,
όνάε.: en d., ετερος τοιούτος.: o. dyjikt, και τα
τοιαύτα.: o. mera d., και άλλα τοιαύτα.

Dymedelst, se Derigenom.

Dymling, γόμφος, o.

Dymmelvecka, ή μεγάλη έβάομάς (Nygr.).

Dyna, τύλη, ή. τύλε lov, τό. κνέφαλον, τό.
στρώμα, τό.

Dynasti, βασιλικόν γένος, τό.

Dynga, κόπρος, ή. βόρβορος, ό.: af mulåsna,
ήμιονίς, ίάος, ή.: af åsna, όνίς, kΤος, ή.: af får
ο. getter, σπύραθος, ό ο. ή.: köra d.,
κοπραγω-γεϊν.: samla d., κοπρολογεϊν.

Dynga, se Gödsla-

Dyngartad, κοπριώάης, κοπρώάης, 2.

Dynggrepe, i smnlig, άίκρανον, τό.

Dynggrop, κοπροβολεϊον, κοπροάοχεϊον, τό.

Dynghög, κοπριά, ή. κόπρου σωρός, ό.

Dyngig, κόπρειος, 3. κοπριώάης, 2.

Dyngkorg, κόφινος κοπροφόρος, ό.

Dyngstad, -plats, κοπροθέσιον, τό.
κοπρών, ώνος, ό.

Dyning, oc Εκ χειμώνος κλύάων.

Dyn t, χάλαζα, ή.: hafva d., χαλαζάν ο.
χα-λαζούσθαι.

Dyntig, χαλαζώάης, 2.

Dyr, 1) eg., πολυτελής, 2. τίμιος, 3. τιμήν
πολλήν εχων, ουσα, ον. πολλού άξιος, 3.: icke
d., εύωνος, εύτελής, 2.: göra d., τίμιον ποιεϊν τι.:
sälja ngt dyrt, πολλού 1. πολλών χρημάτων
άπο-άίάοσθαί τι.: huru dyrt? πόσου; det skall
komma att stå dig dyrt, μεγάλην άίκην άώσεις.: ngt
kommer att stå dyrt, Επί πολλω γίγνεταί τι.:
vår sorglöshet skall stå oss dyrt, Επί πολλω
ράθυμου μεν.: d. tid, σιτοόεία, σπανοσιτία, ή. b)
som säljer dyrt, πολλού πιπράσκων. 2) kär,
dyrbar, φίλος, 3. προσφιλής, 2. πολλού άξιος, 3.
τίμιος, 3. 3) om eder, löften ο. d., se Högtidlig.

Dyrbar, πολλού άξιος, 3. τίμιος, 3.
πολύτιμος, πολυτίμητος, 2. τιμαλφής, 2. πολυτελής,

2.: högst d., πλείστου άξιος.: anse d., περί
πολλού ποιεϊσθαι. μέγα ποιεϊσθαι. πολλού άξιον
νο-μίζειν.

Dyrbarhet, 1) ss. egenskap, τό τίμιον.
πολυτέλεια, ή. 2) ss. sak, χρήμα πολυτελές, τίμιον,
κάλλιστον, τιμαλφές, τό. κειμήλιον, τό. άγαλμα, τό.

Dyrd, άξίωμα, τό. άξίωσις, η. τό τίμιον.
ά-ρετή, ή.

Dyrhet, μεγάλη τιμή, ή. πολυτέλεια, η.

Dyrk, ιρευάοκλείάιον, τό.

Dyrka, 1) d. upp, se Stegra. 2) vörda,
tillbedja, σέβεσθαι. σεβίζειν. λατρεύειν. θρησκεύειν.
τιμάν. θεραπεύειν. άσπάζεσθαι. — dyrkad,
φίλ-τατος, προσφιλέστατος, 3. τιμιώτατος, 3.

Dyrkan, σεβασμός, ό. λατρεία, ή. θρησκεία,
η. τιμή, ή. θεραπεία, ή.

Dyrkansvärd, σεβάσμιος, 2. σεμνός, 3. άξιος
m. inf. af vv. under Dyrka.

Dyster, 1) eg., mörk, σκοτεινός, 3. άμαυρός,

3. 2) oeg., om blick, min, σκυθρωπός, 3.
στυγνός, 3.: d. blick, min, τό σκυθρωπόν.
σκυθρω-πασμός, o.: se d. ut, σκυθρωπάζειν.

Dysterhet, 1) eg., άμαυρότης, σκοτεινό της,
ή. vanl. gm adj. 2) oeg., σκυθρωπόν, στυγνόν,
τό. σκυθρωπό της, ή.

Då, I) adv., 1) i temp. bet., τότε. Ενταύθα,
ϊνθα άή. τηνικαντα.: då f. tiden, κατ’ Εκείνον

τον χρόνον. Εν τώ τότε (χρόνω).; mskrna då f.
tiden, οι τότε άνθρωποι.: då först, τότε cTjJ (äfv.
då just), τότ* ήάη. τηνικαύτ’ ήδη.: då ο. då, εσθ*
οτε. Ενίοτε. 2) i det fallet, under sdne
omständigheter, τότε. τηνικαύτα. ούτως, οΰτως Εχόντων„
Ofta gm (και) γάρ, när d. påpekade fallet icke
är verkligt, t. ex. jag vill icke säga ngt dåligt
om dem; jag vore då galen, ουκ av ειποιμι
φλαύ-ρον ούόεν περί αυτών και γάρ άν μαινοίμην.
3) i conciusiv bet., τοίνυν. άρα. άήτα. οΰτω άή.
äfv. γάρ. I frågor, γάρ. ή γάρ. άήτα. άρα (άρ*
ούν). άή. άέ.: hvad då? τί άέ; τί γάρ; Vid
uppmaningar, άλλά. άή.: upp då, άλλά. άλλ’ ΐθι.
άλλ’ άγε. άγε άή. — II) conj., 1) temp., δτε,
ήνίκα (ish. då bisatsens handling är liktidig m.
hufvudsatsens; det förra i allmht, d. sedn. m.
inskränkning till en viss tiderymd). Επεί, Επειάή
(då bisatsens handling helt o. hållet 1. till sitt
inträdande föregår hufvudsatsens). ως. οπότε (så
ofta s.) — alla m. ind. 1. opt. οταν, οπόταν,
ή-νίκ’ άν, Επάν(Επήν), Επειάάν m. conj. Stundom
återgifves det m. και, ss. i uttrycken: "knapt —
då", ουκ ϊφθη — και (ευθύς). "redan — då",
ήάη τε — και. "ännu icke — då", οϋπω — και.
t. ex. knapt hade olyckan händt mig, då (= förr
än) de försökte, ουκ εφθη μοι συμβάσα ή ατυχία
και Επεχείρησαν.: redan var det vid midten på
dagen, då sändebud ankommo fr. konungen,
ηάη τε ήν περί πλήθουσαν άγοράν και έρχονται
παρά βασιλέως κήρυκες.: ännu hade de icke gjort
tre slag, då Klinias inträdde, οϋπω τρεϊς
άρό-μους περιεληλυθότε ηστην και εισέρχεται Κλεινίας.
— 2)caus., Επεί. Επειάή. ώς. οτε. οπότε, δπου.:
då ju, Επεί περ. Επεί γε (άή). Επεί τοι (και). —
3) concess., se Ehuru. — Ss. conj. återgifves
"då" i alla sina bett. ofta m. part.

Dåd, έργον, τό. πράγμα, τό. πράξις, ή.:
bistå ngn i rad o. d., ώφελεϊν τινα και εργω και
λόγω. συμβουλεύειν τε και συμπράττειν τινί.
σύμ-βουλον και συνεργό ν εϊναί τινι.

Dålig, κακός (compr. χειρών, χείριστος ο., i
moral, b., κακίων, κάκιστος), πονηρός,
μοχθηρός, 3 (alla, så väl i allmht s. särskildt i
moral. bet.), φαύλος, 2 (oduglig, utan värde),
εύτελής, 2 (af ringa värde).: d. guld, άάόκιμος
χρυσός.: d. lön, μισθός ολίγος 1. άάικος.: d. väg.,
άύσπορος όάός.: dåliga omständigheter, se
Omständigheter.: dåliga tider, καιροί χαλεποί.: d.
till helsan, se Sjuk. — Adv., se Illa.

Dålighet, 1) abstr., κακία, πονηρία,
μοχθηρία, ή. φαυλότης, ή. ευτέλεια, ή.: d. till
helsan, se Sjukdom.: charakterens d.,
κακοτρο-πια, ή. κακοί πονηροί τρόποι, οι. κακοήθεια, ή.
2) concr., = dålig gerning, κακόν έργον,
άάίκη-μα, τό. πανούργημα, τό. : = dålig mska, κακός,
πονηρός άνθρωπος, ό. πανούργος, ό.

Dån, βόμβος, ό. κτύπος, ό. πάταγος, ό.
βρόμος, ό.

Dåna, βομβεϊν. κτυπεϊν. παταγεϊν. βρέμειν.

Dåna, λειποθυμεϊν. λειποιρυχεϊν. Εκλείπειν.
Εκ-θνήσκειν. Εκλύεσθαι. ώρακιάν.

Dåning, λειποθυμία, λειποψυχία, ή.

Dåra, se Bedåra.

Dåraktig, άνόητος, άφρων, άσύνετος, 2
(u-tan insigt, förstånd), ηλίθιος, 3, άβέλτερος, 3,
εύήθης, 2, μώρος, 3 (enfaldig, dum), άβουλος,
2 (obetänksam), μάταιος, 3 (utan ändamål 1. på-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0079.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free