- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
178

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - H - Hållare ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

173

Hållare — Hårdraga.

<frcc(τ&αι. ίπέχειν. (άνα-, άπο)πανεσ$αι.: h. inne
m. ngt, σιγά». (άπο)σιωπάν. νποστέλλεσ&αι. — h.
ihop, όμοφρονεϊν. κοινή πράττειν. σνμπράττειν,
συμμαχεϊν (i krig) άλλήλοις. — h. med, είναι 1.
εστάναι μετά τίνος, έχεο&αί τίνος, πράττειν 1.
φρο-νείν τά τίνος. Stundom m. härledda νν. på -ίζω.
t. ex. h. m. Perserna, Philipp, μηδίζειν,
φιλιπ-πίζειν. — h. på m. ngt, είναι 1. εχειν άμφί 1.
περί τι. είναι πρός τινι.: h. på att, se Nära.
— till, a) sitta intill, ej skiljas, εχεσ&αι. προς-,
παραμένειν. προς-, ίφαρμόττειν. β) vistas, ofta
besöka, διαιτάσθαι. διάγειν. (ίν)διατρίβειν.
φοι-τάν, 9-αμίζειν πρός τινα, εις τι. — h. upp, se
Upphöra, — h. ut, άντέχειν. (δια)καρτερεϊν.
άνέχεσθαι. — Se f. öfr. compjp. 3) refl., a)
förblifva i sitt skick, läge, άντέχειν. άρκεϊν. σώζεσ&αι.
καρτερεϊν. διαγίγνεσ&αι. μένειν. Ιπι-, κατα-,
ίμ-μένειν. π αραμένειν (äfv. om vin ο. andra
drycker).: om belägrade, άντέχειν (πολιορκούμενον),
mot ngn, τινί 1. πρός τινα.: h. sig vid ngt,
έχε-σ&αι, άντέχεο&αί τίνος, επι-, ίμμένειν τινί.
σκή-πτεσθαι, άπερείδεσ&αί τινι.: h. sig till ngn,
é-πεσ&αί τινι. (άντ)έχεσθαί τίνος.: h. sig ifr. ngt,
se Afh ål la sig. b) förhålla sig, vara på ngt
sätt, i ngt fhde (utan bigr. af ett längre
förblif-vande), m. είναι, γίγνεσθαι. Oftast m. särskilda
uttryck, hka måste sökas under de adverbiala
bestämningar, m. hka "h. sig" finnes förenadt, t.
ex. h. sig tappert, άνδραγα&ίζεσθαι. άνδραγα&ειν.:
h. sig stilla, ήσυχάζειν. o. s. v. 4) dep., a) se
hålla till ß). b) se Fortfara, c) h. med ngt,
εχειν άμφί, περί τι. σπουδάζειν, τεντάζειν περί τι.

Hållare, κατοχεύς, ό. Jfr Stöd.

Hållfast, se Fast, Stark.

Hållhake, άγκυρα, ή.: fig., λαβή,
άντιλα-βή, ή (tag).: ha h. på ngn, κρατεϊν τίνος,
κατέ-χειν τινά.

Hållning, εξις, ή. σχήμα, τό. σύστασις, ή.:
ha god h., σχήμα τι καλώ χρήσθαι. καλώς εχειν.

Η ål ν äg, χαράδρα, ή. αυλών, ώνος, ό. στενή
οδός, ή. στενά, τά. στενοπορία, ή.

Hålögd, κοιλόφθαλμος, 2.

Hålögdhet, κοιλογθαλμία, ή.

Hån, νβρις, εως, ή. χλευασία, ή. χλευασμός,
ο. καταχήνη, ή. σκώιρις, ή. κατάγελως, ωτος, ό.

Håna, νβρίζειν τινά 1. εις τινα. χλευάζειν,
κα-ταχλευάζειν τινά. (ίπι)σκώπτειν τινά. καταγελάν
τίνος, ίπεγγελάν τινι.

Hånlig, υβριστικός, 3. χλευαστικός, Ζ ο.partt.:
hånligt bemöta, νβρίζειν. χλευάζειν.

Hånle, -skratta, καταγελάν, åt ngn, τινός,
νβριοτικώς γελάν, σαρδάνιον άνακαγχάσαι.

Hån löje, -skratt, κατάγελως, ωτος, ό.
γέ-λως σαρδόνιος, ό. σαρκασμός, ό.

Hår, 1) hårstrå, θρίξ, τριχός,ή. dem.,
τρί-χιον, τό.: af h., τρίχινης, 3.: på håret, εις
όνυχα. δι’ όννχος. ίπ1 όνυχος.: på ett h., ολίγου
δείν. παρά μικρόν, παρ’ ολίγον. θρίξ ανά
μέσον. 2) hela massan af hår, ish. på hufvudet,
κόμη, ή. τρίχες, al. χαίτη, ή (långt, flygande;
hos djur, man).: h. i skägget, γενειάδες, al.:
flätadt h., πλόκαμος, ό. π λοκαμίς, Ιδος, ή.:
upplöst, flygande h., κόμη λελυμένη.: tjockt h.,
βα&ειαι τρίχες, βαθεΐα κόμη, ή.: få h.,
τριχο-φυεϊν.: mista h., άποβάλλειν τάς τρίχας,
τριχορ-ρυειν.: håret går af, al τρίχες άπομαδώσιν.: ha
långt h., κομάν.: låta h. växa, τρέφειν τήν κό-

μην. άνειμένην ίάν τήν κόμην.: (låta) klippa sitt
h., (άπο)κείρεσθαι τήν κόμην 1. τάς τρίχας.:
af-rycka håret, τίλλειν, περιτίλλειν.: afrycka h. på
sig, τίλλειν εαυτόν.: håret reser sig på ända,
όρθιαι ϊστανται al τρίχες : ligga i h. på hrandra,
φιλονεικείν πρός άλλήλους. Jfr Hårdrag a.

Håra, τάς τρίχας άφ>αιρεϊν.: h. af sig,
τρι-χορρυεϊν.

Hårband, -bindel, ταινία, ή.

Hårbuckla, βόστρυχος, ό.

Hård, 1) eg., στερεός, στερρός, 3 (fast,
kompakt). σκληρός, 3 (eg. i följd af torka),
άδαμάν-τινος, 3 (ss. stål, mycket h.). τραχύς, εϊα, υ (sträf,
eg. om stenig mark), άπόκροτος, 2 (om mark).
άτεράμων, άτέραμνος, 2 (ouppmjukad, ish. om
frukter), ώμός, 3 (i följd af omogenhet),
πρίνι-νος, 3 , πρινώδης, 2 (ss. stenek).: göra h.,
σκλη-ροποιεϊν. σκληρούν. άποσκληρύνειν. στερεούν.: bli
1ι., άποσκληρύνεσ&αι. στερεούσθαι. jfr Härda.
2) fig., a) känslolös, oböjlig, καρτερικός, 3
(härdig). σκληρός, 3. στερεός, στερρός (sällan
σκιρ-ρός), 3. ισχυρογνώμων, 2, άκαμπτος, 2 (oböjlig).
πρίνινος, 3. άνάλγητος, 2. ώμός, 3. ανεπιεικής,
2 (obillig), άπηνής, 2 (ovänlig), πικρός, 3 (skarp,
kränkande, grym), ώμός, 3 (rå), τραχύς, 3 (sträf).
βαρύς, εια, ύ (tryckande), χαλεπός, 3 (svår i sitt
bemötande).: h. uppfostran, σκληραγωγία, ή.:
gifva en sdn åt ngn, σκληραγωγεϊν, τραχέως
παι-δεύειν τινά.: hårdt förfara mot ngn, χαλεπώς 1.
πικρώς προσφέρεσθαι τινι. b) (om saker,
skickel-ser, tillstånd) smärtsam, svår, tryckande,
σκληρός, 3. τραχύς, 3 (mer poet.), πικρός, 3. βαρύς,
3. δεινός, 3.: det står hårdt, έργον ίστιν.
χαλε-πόν ίστιν. ού πάνυ τι ράδιόν ίστιν. c) stötande
f. æsthetiska känslan, σκληρός, 3 (t. ex. φράσις).
τραχύς, 3. άηδής, 2 (oangenäm), άχαρις, 2 (utan
behag).: s. har ett hårdt uttal, τραχύστομος,
τρα-χύλογος, 2.

Hårdhet, 1) eg., στερρότης, σκληοότης,
άτε-ραμνότης, τραχύτης, ή.: jernets, στομωμα, τό.
2) fig., a) känslolöshet, oböjlighet, σκληρό της,
ώ-μότης, πικρότης, τραχύτης, βαρύτης, χαλεπότης,
ή. άνεπιείκεια, ή. b) smärtsamhet, svårhet,
τραχύτης, βαρύτης, δεινότης, ή. βάρος, τό. c) i
språk ο. uttal, τραχύτης, ή. τραχυφωνία, ή. 3)
se Hårdnad.

Hårdhjertad, σκληρός, 3. σκληρό ψύχος,
σκλη-ροκάρδιος, 2. απαθής, 2. άνάλγητος, 2. Jfr
0-b armhertig.

Hårdhjertenhet, σκληρό της, ή. αναλγησία, ή.

Hårdkokt, δυσέψανος, δυσέψητος,
δύσπε-πτος, 2.

Hårdlifvad, σκληράν κοιλίαν έχων, ουσα, ον.
σκληροκοίλιος, σκληροσώματος, 2.

Hårdna, άποσκληρύνίσθαι. στερεούσθαι.

Hårdnackad, a)om pers., σκληρός, 3.
σκλη-ραύχην, σκληροτράχηλος, 2. ισχυρογνώμων, 2.
αυθάδης, 2. Jfr Oböjlig, b) om saker, ισχυρός,
3. σκληρός, 3. άντίτυπος, 2.: hårdnackadt påstå,
διϊσχυρίζεσθαι.

Hårdnackenhet, σκληρότης, η.
iσχυρογνω-μοσύνη, ή. αυθάδεια, ή.

Hårdnad, πώρωμα, τό. σκίρρος, σκληρυσμός,

ό. σκλήρυσμα, σκλήρωμα, τό. τύλωμα, τό (valk,

knö1)·

Hårdraga, τών τριχών ελκειν τινά. τίλλειν
τινά.: fig., βιάζεσθαι. βασανίζειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0182.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free