- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
206

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Kateches ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

206 Kateches -

Kateches, χατηχισμός, o (K. F.).

Katechet, κατηχητής, ου, o (K. F.).

Katechetisk, κατηχητικός, 3.: k.
undervisning, κατήχησις, ή (κ· F·)·

Katechisera, κατηχείν, κατηχίζειν (K. F.).

Kategori, κατηγορία, ή. ^

Katlieder, καθέδρα, ή. άνάβαθρον, τό.
βήμα, τ°-

Kathedral, άρχιερατική Εκκλησία, ή (Κ. F.).

Kåthet, κάθετος (γραμμή), ή.

Katheter, καθετήρ, ήρος, ή, ό.

Katholicism, καθολική π ίσης, -ή (Κ. F.).

Katholsk, καθολικός, 3.

Kat sa, χύρτη, ή.

Katt, αϊλουρος, ή. γαλή, ή.

Kattun, βύσσος, ή.: af k., βύσσινος, 3.

Kattunge, σκύλαξ ό τής αίλουρου.

Katt ört, αίλούριος, ό.

Kaution, se Borgen.

Kavaljer, 1) se Hofman. 2) finbelefvad
man, ευτράπελος άνήρ, ό.

Kavalkad, Ιππασία, ή.

Kavalleri, oi ιππείς, τό Ιππνχόν. ή ϊππος.:
höra till k., τών ιππέων είναι τετάχθαι παρά
τούς ιππέας.

Kavalleribefälhafvare, ίππαρχος, ό.:
vara k., ιππαρχείν.

Kavalleriparad, διέλασις, ή.

Kavallerisquadron, τάξις τών ιππέων, ή.
τέλος ιππέων, τό. ϊλη, ή.

Kavalleristrid, ιππομαχία, -ή.

Kaviar, άνταχαϊον τάριχος, τό.

Kaxe, πρώτος άνήρ 1. άριστεύων, ό 1. d.
Λ-σποσιχός άνήρ, ό 1. d.

Kedja, 1)band, fångsel, άλυσις, εως, ή. δεσμός,
ό. χλωός, ό (halsjern, halsband f. hästar o.
hundar).: fästad m. k., άλύσεσι δεδεμένος, 3.: bära
ngt i en k., φορεϊν τι έξ άλύσεως ήρτημένον.:
fängslad m. k., se Boja, Fängsla. 2) ss.
prydnad, στρεπτός, o. στρεπτόν, τό. ορμος, ό.
άλυ-σις, ή. 3) serie, συνέχεια, ή. συμπλοχή, ή.
συνάφεια, ή. σύνταξις, ή.: en k. af satser, λόγοι
συνεχείς, oi.

Kedja fast, ihop, δεϊν, συνδεϊν. συνάπτειν,
συμπλέχειν.: vara kedjade vid hrdra, άλύσεσι πρός
άλλήλους συνδεδέσθαι.: k. ngn vid sig, άναρτάσθαί
τινα.

Kejsare, αυτοκράτωρ, ορος, ο. Sedn. χαϊσαρ,
αρος ο. σεβαστός, ό.: vara k,, αύτοχρατορεύειν.

Kejsardöme, αυτοκρατορία, ή.

Kejsarinna, αυτοκράτειρα, ή.

Kejsarkrona, αύτοκρατοριχόν διάδημα, τό.

Kejsarresidens, αύτοκρατορίς, ίδος, η.

Kejserlig, αύτοκρατορικός, 3.

Ket té, είρκτή, ή. αύλιον, τό. σηκός, ό.

Ketting, κάλως χαλκούς, ό.

Kid li η g, αϊγίδιον, τό.

Kif, νείκος, τό. αψιμαχία, ή.

Kifvas, φιλονεικεϊν. φιλονείκως εχειν (πρός
τινα).

Kika, βλέπειν.

Kikare, τηλεσκόπιον, τό (Nygr.).

Kikhosta, βήξ έπιδήμιος, ή.

Kikna, υπό βηχός λειποψυχεΐν (af hosta),
γέ-λωτι 7ταρατείνεσθαι 1. βρασματώδες γελάν (af
skratt).

Kikört, έρέβινθος, ό.

Klagoljud.

Kil, σφηνίσκος, 6. σφηνάριον, τό. εμβολον,
τό 1. έμβολος, ό.

Kila, drifva in en kil, έμβάλλειν τον
σφηνί-σκον. (κατα)σφηνούν (k. till).

Kilben, σφηνοειδές όστούν, τό.
Kilning, σφήνωσις, ή.

Kim rök, πευκίνη αιθάλη, η. πεύκινον
μέ-λαν, τό.

Kind, παρειά, ή. γνάθος, ή. κόρρη, ψ: blåsa
opp sina kinder, φυσάν τάς γνάθους.: slå ngn på
k., πατάσσειν τινά έπί (1. κατά) κόρρης.
Kindgrop, γελασίνος, ό.
Kindkedja, ψάλιον, τό. σιαλιστήριον, τό.
Kindkörtlarne, παρίσθμια, τά.
Kindskägg, ύπήνη, ή.
Kinka, δυσκολαίνειν. μικρολογεϊσθαι.
Kinkig, 1) om person, δύσκολος, 2.
δυσχερής, 2. μικρολόγος, 2. σικχός (2) και δυσάρεστος
(2). 2) om sak, χαλεπός, 3. δυσχερής, 2.
σφα-λερός, 3. αμφίβολος, 2.: det är k., άπορον
έ-στιν.: k. belägenhet, άπορία, η. άμηχανία, ή.

Kinkighet, δυσχέρεια, ή (persons ο. saks).
δυοκολία, ή (persons), τό άπορον, χαλεπόν (saks).
Kis, χάλιξ, κος, ό, ή. (ψάμμος, ή), πυρίτης, ό.
Kisa (med ögonen), έπιμύοντα έρωτικόν
βλέπειν. όφθαλμοβολεϊν (poët.).

Kisel, κάχληξ, κος, ό. σύναγμα, τό.
Kista, κίστη, ή. θήκη, ή. κιβωτός, ή.
λάρ-ναξ, χος, η (äfv. likk.).

Kitt, λιθόχολλα, η (stenkitt). πισσόκηρος, ό,
μάλθα, ή (vaxk.).

Kitta, κολλάν.: kittad, κολλητός, 3.
Kittel, λέβης, ητος, ό. τ ρίπους, ποδος, ο
(trefot). χαλκειον 1. χάλκωμα, τό (koppark.).
Kittelformig, λεβητώδης, 2.
Kittla, γαργαλίζειν (tr.). κνίζειν (tr.)
όδά-ζειν (tr.).

Kittlig, δυσγάργαλος, 2. δυσγαργάλιστος, 2.
Kittling, γαργαλισμός, ό. κνισμός, ό.
Kittning, κόλλησις, ή.

Kitts lig, άχ(’λαστος, 2. υβριστικός, 3.
νεανικός, 3. προπετής, 2.

Kittslighet, έρεσχηλία, ή. έπίσκωψις, ή.
Kjortel, ungef. χιτών, ώνος, ό.
Klack, πτέρνα υποδήματος, ή.
Klafbunden, κλωώ τράχηλον δεδεμένος, 3.
Klaff, παταγείον, τό (på plagg), έπιστόμιον,
τό (på blåsinstrument), έπίθεμα, τό (att tillsluta
en öppning).

Klaffare, se Förtalare.
Klafve, περιδέραιον, τό. δειροπέδη, ή.
Klaga, 1) jemra sig, όδύρεσθαι. όλοφύρεσθαι.
θρηνειν. σχετλιάζειν. θρήνους ποιεϊσθαι. —
klagande, θρηνώδης, 2. οδυρόμενος, 3. 2) yttra
missnöje, μέμφεσθαί τινι. αϊτιάσθαί τινα.
έγκα-λεϊν τινι. ι k. på sitt Öde, μεμψιμοιρεΐν. αϊτίαν
έπιφέρειν τινί (på ngn), δεινόν ποιεϊσθαι τι (öfver
lidén oförrätt). 3) inför domstol, κατηγορεϊν.
εϊσφέρειν πρός τούς δικαστάς. αϊτιάσθαί.
έγκα-λείν τινί τι (1. οτι, ώς). Se f. öfr. Klagomål.

Klagan, 1) se Jemmer 1) o. 2). 2)
missnöje, έγκλημα, τό. αιτία, ή. αϊτίασις, ή.
μέμ-ψι,ς, ή. 3) se Klagomål.
Klagodikt, θρήνος, ό.

Klagogråt, θρήνος, ο. οιμωγή,ή.
-gråter-ska, θρηνήτρια, ή.

Klagoljud, -låt, se Jemmer 2).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0210.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free