Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Myckenhet ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Myckenhet ·
όσόσπερ.: så m:t än, gm καιπερ o. πολύς med
part. t. ex. han segrar huru 1. så m:t fiender han
än har, περιγίγνετat χαίηεQ πολλών όντων
πολεμίων.: om han än aldrig så m:t undervisade mig,
har jag ej lärdt dta af hm, εl χαί τα μάλιστα 1.
o τι (äfv. ώς) μάλιστά με διδάξειεν, ού τούτο
παρ’ αυτού μεμάθηκα.: så m:t mer, τοσοντω
πλέον 1. μάλλον.: så m:t, τοσούτον, όντως.: så
m:t s. möjligt, ώς δυνατόν μάλιστα. εϊς τά
μάλιστα. Εσχάτως. jfr Möjlig.: så m:t att,
τοσούτον, όσον 1. ώστε m. inf. (1. ind.). — för m:t, άγαν.
λίαν. ύπερβαλλόντως. άμέτρως.: rätt m:t,
μάλι-λίστα.: ganska m:t, χαί μάλα 1. πάνν 1. σφόδρα,
πάνν γε.
Myckenhet, se Mängd.
Mygga, κώνων, ωπος, ό. Εμπίς, ίδος, ή.: göra
en m. till en elephant, Ελέφαντα Ix μυίας ποιεϊν.
Myggbett, κώνωπος δήγμα, τό.
Myggnät, -tjäll, κωνωπεϊον, τό.
Mylla, γή (χαυνοτέρα 1. d.), ή.
Mylla ned, se Nedmylla.: m. sig,
διαχέϊ-σθαι. διαλύεσθαι. χαυνούσθαι. ψαθυρούσθαι.
Myndig, 1) majorenn, ήλικίαν εχων, ουσα,
ον. έφηβος, 2.: vara m., ήλικίαν εχειν.: förklara
m., δοκιμάζειν.: förklaras m., δοκιμάζεσθαι. εις
άνδρας Εγγράφεσθαι. 2) mäktig, ansedd,
δυνατός, 3. μέγα δννάμενος, 3. αξιόλογος, 2. 3)
befallande, αύθάδης, 2. κελευστικός, 3. σεμνός, 3.
σοβαρός, 3.
Myndighet, 1) ηλικία, ή. 2) δύναμις, ή.
άξίωμα, τό.: gifva ngn m. till ngt, se Befoga.:
3) αύθάδεια, ή. σεμνότης, ή. 4) embete, άρχή, ή.
Myndighetsförklaring, -pröfning,
δοκιμασία {είς άνδρας), ή.
Myndling, ορφανός, δ. fem., ορφανή, ή.
Mynna, εις-, Εκβάλλειν.
Mynning, στόμα, τό. στόμιον, τό (ish. på
kärl). Εκβολή, εισβολή, ή.
Mynt, 1) preglad metallpenning, νόμισμα,
τό. κέρμα, κερμάτιον, τό (smått skiljemynt).:
kopparm., χαλκός, ό. χαλκούς, ού, ό.: slå m.,
κόπτειν, χαράττειν νόμισμα, άργυροκοπεϊν.: godt
m., δόκιμον νόμισμα, τό.: falskt m., άδόκιμον
ν. παραχάραγμα, τό.: slå falskt m.,
παρακό-πτειν. παραχαράττειν.: klingande m., άργύριον
ετοιμον, τό.: betala ngn med smam., τόν αυτόν
ερανον άποδούναί τινι. jfr Penning. 2)
mynthus, άργυροκοπεϊον, τό.
Mynta, (bot.), μίνθα, μίνθη, καλαμίνθη, κα·
λάμινθος, ή. ήδύοσμον, τό.: full af m.,
καλα-μινθώδης, 2.
Mynta, verb., se under Mynt.
Mynt are, άργυροκόπος, o.: falsk m.,
παρα-χαράκτης, ου, ό. ό παραχαράττων 1. παρακόπτων
νομίσματα.
Myntfot, ή καθεστηκυία τών νομισμάτων άξια.
Mynthus, se Mynt 2).
Myntkabinett, νομισμάτων θησαυρός, ο.
Myntmästare, άργυροκόπος, ό. ό Επί τών
νομισμάτων.
Myntproberare, άργνρογνώμων, ονος, ό. δ
τού αργυρίου δοκιμαστής.
Myntverk, 1) se Mynt 2). 2) se Följ.
Myntväsen, τά περί τά νομίσματα.
Myr(a), (träsk), ελος, τό. ιλυώδης γή, ή.
Myra, (insekten), μύρμηξ, κος, ό.: sätta ngn
η yror i hufvudet, πράγματα 1. φροντίδα παρί-
- Mål. 283
χειν τινί.: ha m:rih., πράγματα εχειν. iv πολλρ
φροντίδι είναι, πολλά Εν νω εχειν.
Myrartad, μυρμηκοειδής, 2.
Myriad, μυριάς, άδος, ή,
Myrkott, φαττάγης, ου, ό.
Myrlejon, μυρμηκολέων, οντος, ό.
Myrrha, μύρρα, ή. σμύρνα, ή.: af m.,
σμυρναίος, 3.: försätta med m., σμυρνίζειν.: s. bär
m., σμνρνοφόρος, 2.: olja 1. salfva af m.,
μύ-ρον, τό.
Myrstack, μυρμηκιά, ή.
Myrten, μυρρίνη, ή. μύρτος, ή.: af m ,
μύρ-ρινος, μύρσινος, 3.: lik m., μυρσινοειδής, 2.:
ställe der m. hålles till salu, μυρρίναι, at.
Myrtenblad, μύρρινον φύλλον, τό.
Myrtenbär, μύρτον,τό. μυρτίς, ίδος, ή.
μύρτος, ή.
Myrtenkrans, μύρρινος 1. μύρσινος
στέφανος, δ. μυρρίνη, ή.
Myrtenlund, μυρρινών, ώνος, ό.
Myrtenolja, μυρσινέλαιον, τό.
Myrtenqvist, μυρρίνη, ή. μύρτος, ή.
Myrtenträd, μύρτος, ή.
Myrtenvin, μυρίνης, μυρσινίτης, μυρτίτης
οίνος, ό.
Myrägg, τό τον μύρμηκος ώόν.
Mysa, μειδιάν, διαμειδιάν, åt ngn, πρός τινα.
προσμειδιάν τινι.
Mysk, μόσχος, ό.
Myssla, undan, ύφαιρεϊν, υφαρπάζειν.
κλέ-πτειν.
Mysterier, μυστήρια, τά. τελεται, αι.
άρρητα ιερά, τά.: inviga i m., μνεϊν. μυστηριάζειν.:
invigas i m., μνεϊσθαι τά μυστήρια.: fira m.,
τε-λεϊν τά μυστήρια.: införa i m., μυσταγωγε ϊν.:
införandet, μυσταγωγία, ή.: s. inför i m.,
μυ-σταγωγός, ό.
Mystisk, μυστηριώδης, 2. μυστικός, 3.
Myteri, συνωμοσία, ή. στάσις, ή.: göra m.,
στάσεν ποιεϊσθαι. στασιάζειν.: s. gör m.,
στασιώ-της, στασιαστής, συνωμότης, ό.
Myth, μύθος, ό. μυθολόγημα, τό.: lik m.,
μυθώδης, 2.
Myth ο log, μυθολόγος, ό. -gi, μυθολογία,
ή. μύθοι, οϊ. -gisk, μυθολογικός, 3.
Må, 1) se Befinna sig.: må illa, se
Illamående.: huru mår du, πώς έχεις; πώς
πράττεις ( iafs. på yttre fhdn); m. väl! ύγίαινε. ερρωσο.
χαϊρε.: m. väl (i ekonom, afs.), ευθηνεϊν.
ενδαι-μονεΐν. ενπορεϊν.: m. s. perla i guld, ήδιστα ζήν
1. τόν βίον άγειν.: han skall må illa om han
icke tiger, οϊμώξεται 1. κλαύσεται 1. ού χαιρήσει
Εάν μή σιγιι 1. -ήστ}. 2) ss. hjelpv., saknar
motsvarande särskildt ord i Grek. o. uttryckes gm
verbets modalformer, se Gram.: må göra, må
vara, εϊεν.: må hända, ske, se Kanske.
Uttrycker det förmodan, återgifves det gm δοκεϊν.
εικός είναι. t. ex. han måtte vara en dugtig karl,
δοκει άγαθός είναι. År det = måste, se d. o.
Måfå, på m., μάτην, εϊκή. μάταιος, 3.
Måg, γαμβρός, ό. κηδεστής, ού, ό. ό τής
θυγατρός άνήρ.
Mågskap, τό γαμβρόν είναι, κηδεία,
χηδε-στία, ή (slägtskap gm giftermål).
Måka, se Mocka.
Måke, se Fiskmåse.
Mål, 1) tal, målföre, φωνή, η. γλώττα, ί.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>