- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
285

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - M - Månadsraseri ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Månadsraseri — Månljus.

285

Månadsraseri, σεληνιασμός, o. σεληνιακή
νό-ύος, ή.

Månadsrening, μηνιαία, inv-, καταμήνια, τά.

Månadsvis, se Månadtligen.

Μ å η a d 11 i g, μηνιαίος, 3. Επι-, καταμήνιος, 2.

Månadtligen, κατά μ^α 1. μήνας, μήνα
έκαστον. τον μηνός.

Måndag, ή δευτέρα τής εβδομάδος. ή τής
2ε-λήνης ημέρα (Nygr.).

Måne, σελήνη, ή. dem., σελήνιον, τό. jfr
Halfmåne, Fullmåne : m. i tilltagande, σελήνη
αυξανομένη.: m. i aftagande, σ. φθίνουσα 1.
ά-πολείπουσα.: m:s till- o. aftagande, al τής
σελήνης αναπληρώσεις και απολείψεις.

Månförmörkelse, σελήνης έκλειψις, ή.: det
är m., ή σελήνη Εκλείπει.

Månfor mig, σεληνοειδής, 2. σεληναϊος, 3.: en
m. kropp, μηνίσκος, ό.

Mångahanda, πολύς, λή, ύ. πολύτροπος, 2.
πολλοί, 3. παντοδαπός, 3. παντοίος, 3.: på m.
sätt, πολλα^ώς, -jj. τρόπω παντοίω.

Mångartad, TioitwdjJff, πολύπροπος, 2.
πο*-κ*λο£*, 3.

Mångbesökt, πολυάνθρωπος, 2. εις 1. ty* ο
πολλοί συνέρχονται.

Mångbesjungen, πολυύμνητος, πολύνμνος, 2.

Mångbladig, πολν^ι/λλοί·, 2.

Mångdubbel, πολλαπλούς, 3. πολλαπλάσιος,
3. πολλαπλασίων, 2.

Mångdubbla, πολλαπλαΛον*’, -άζειν.
πολλα-πλάσιον ποιεϊν. — mångdubblad, se Föreg.

Mångdubblande, πολλαπλασίωσις, ή.
πολλαπλασιασμός, ό.

Mångelska, χαπηλίς, ίδος, ή. παντόπωλις,
icΡος, ή.: i smnsättning vanl. gm -πωλις t. ex.
bröd-, frukt-, klädm., άρτόπωλις, όπωρόπωλις,
ιματιόπωλις, ιδος, ή.

Mången, 1) i sing., τις, τί (enkl. ο. ss. subst.),
ενιοι, αι, a. εστίν δς (gm alla num. o. cas.).:
på m. ställe, Ενιαχδύ, -rj. εστίν όπου 1. ου.: m.
gång, Ενίοτε, äfv. Ενιαχού, -jj. εστίν οτε 1. έσθ*
δτε.: i intensiv bet., se 2) i pl., πολλοί, 3 [då
till πολύς fogas ännu ett adj., förbindas vanl.
dsa, i olikhet med Sv., gm καί, t. ex. m. stora
floder, πολλοί καί μεγάλοι ποταμοί. Om det gm
"många" betecknade antalet betraktas icke i o.
f. sig utan ss. en del af de under subst, omfång
hörande föremål, sättes dta sedn. i gen. part.,
t. ex. m. skalder säga, πολλοί τών ποιητών
λέ-γουσι. deremot: m. skalder funnos i Gr.,
ποιη-Tai πολλοί ήσαν κατά τήν ΈλλάοΓα.], συχνοί, 3.
άφθονοι, 2. ο. gm subst, πλήθος, τό.: ganska
m., πάμπολλοι, 3. παμπληθέΐς, ή. πλείστοι, 3.:
icke m., ολίγοι, 3. σπάνιοι, 3.: på m ställen,
πολλαχον, -όθι.: fr., åt, m. håll, sidor,
πολλα-χόθεν, πολλαχόσε.: på m. sätt, πολλαχώς, -rj.:
m. gånger, πολλάκις, σνχνόν. σνχνά.: så m.
gånger, τοσαντάχις.: m. gånger större, πολλαπλάσιος,
3. πολλαπλασίων, 2.: huru, så m. gånger större,
όσαπλάσιος, τοσανταπλάσιος I. τοσαπλάσιος, 3.:
huru m., πόσοι, 3. όπόσοι (bl.indir.), 3: så m.,
τοσούτοι, αύται, αύτα. τοσοίάι, αίΰε, άάε.: så
m. s., όσοι, 3. όπόσοι, 3. Se vidare Mycken.

Mångenstädes, se Föreg.

Mångfald, gm adj.: = mängd, πλήθος, τό.

Mångfaldig, I) se Mångdubbel. 2) se
Mångahanda. 3) se Mången, 2).

Mångfaldiga, se Mångdubbla.

Mångfaldighet, gm adj., se Mångfaldig.

Mångformig, πολύμορφος, 2. πολυσχήμων, 2.
πολνειάής, 2. πολύτροπος, 2. ποικίλος, 3.

Mångformighet, πολνμορφία, ή.

Mång fotad, πολνπονς, ονν, ποάος.

Mång färgad, πολύχρους, 2. πολυχρώματος,
2. ποικιλόχροος, 2.: subst., πολύχροια, η.

Mångestaltad, se Mångformig.

Månggifte, πολυγαμία, ή (Κ. F.).

Månggrenig, κλώνας 1. κλάδους πολλούς έχων,
(ουσα, ον). πολυκλαδής, πολύκλαάος, 2. πολύοζος,
2. πολύκλωνος, 2.

Mångguderi, πολυθεότης ο. πολυθεΐα, ή (Κ. F.).

Månghufvad, -höfdad, πολυκέφαλος, 2.
πο-λυκάρηνος, 2 (poet.).

Månghålig, πολότρητος, πολυωπής,
πολνωπός, 2 (poet.).

Månghändt, πολύχειρ, ρος, ό, ή.

Månghörnig, πολυγώνιος, πολύγωνος, 2.

Månghörning, πολύγωνον, τό.

Mångklufven, πολυσχιδής, πολύσχιστος, 2.

Mångkunnig, πολυμαθής, 2. πολυίστωρ, ορος,
ό, ή. πολυγράμματος, 2. πολυήκοος, 2.

Μ angkunnighet, πολυμαθία, πολυμάθεια,
ή. πολυτεχνία, ή.

Mångla, καπηλεύειν. παντοπωλεϊν.

Månglare, χάπηλος, ό. μεταβολεύς, έως, δ.
άγοραϊος, ό. παντοπώλης, ου, ό.: i smnsättningar.
gm -πωλ»;ς 1. χάπηλος, t. ex. bröd-, frukt-, klädm.,
άρτοπώλης, όπωροπώλης, Ιματιοχάπηλος, ό.

Mångleri, καπηλεία, ή.

Månglerska, se Mångelska.

Månglärd, se Mångkunnig.

Mångordig, πολυλόγος, 2 (om pers.), μακρός,
3 (om sak).: vara m., μακρολογεϊv. μακρηγορειν.
πολύν είναι λέγοντα.

Mångordighet, μακρολογία, μακρηγορία, ή.
μήκος, τό (om sak).

Mångsidig, 1) eg., πολύπλευρος, 2. 2) oeg.,
πολύτροπος, 2. ποικίλος, 3.: ha en m. bildning,
πολλών Εμπείρως έχειν.

Mångsidighet, oeg., ποικιλία, ή.: i
bildning, πραγμάτων πολλών Εμπειρία, ή.

Mångslöjd, τό πολλάς Εργασίας Εργάζεσθαι.
πολυπραγμοσύνη, ή (i tadlande men.).

Mångstafvig, πολι/σι5λλα/5ος, 2.

Mångstäds, πολλαχού, -όθι.

Mångstämmig, πολύφωνος, 2. πολύχορδος,
2 (måugsträngad).

Mångtalig, 1) πολυάριθμος, 2. se Talrik.
2) se Mångordig.

Mångtonig, πολυηχής, 2. πολύφθογγος, 2.
πολύφωνος, 2. πολύχορδος, 2.

Mångtydig, ποικίλος, 3. λοξός, 3.

Mångvinklig, se Månghörnig.

Mångvälde, πολυαρχία, ή.

Mån gård, άλως, ω, ή.

Mångårig, πολλών Ετών. πολυετής, 2.
πολυχρόνιος, 2.: ett m. krig, πόλεμος διά πολλών
Ετών γενόμενος.

Mångårighet, πολυετία, ή. πολυχρονιότης, ή.

Mångögd, πολυόμματος, 2.

Mån kal f, se Månadskalf.

Mån li k, se Månfor mig

Månljus, 1) adj., εύσέληνος, 2. 2) subst.,
σελήνης φώς 1. φέγγος, τό.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0289.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free