Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - N - Nå ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Nå — Nål ρ en η in gar.
299
en uppmaning, άλλά. ofta εϊεv.: n. då, n. välan,
άλλ’ άγε άή. c) till uttryck af gillande 1.
förundran.: n. godt, n. ja, n. väl, n. jag må säga,
εϊεν. d) till uttryck af ogillande, hot m. m., έα.
φευ. παύε. παύον.
Nå, τυγχάνει* τινός. Εξ-, Εφικνείσθαί τίνος 1.
εις, έτι ν, προ? τι. ήκειν, äfv. di- καθήκειν (om
saker, sträcka sig) εις, έπί τι. jfr Räcka.: η.
till ngt (m. handen), (άιατείνίΐν, ϊξικνεΐσθαι
μέχρι τινός 1. πρός τι. καθάπτειν πρός, εις τι.
κα-θάπτεσθαί τίνος : m. rösten η. till ngt,
f/θεγγό-μενον Εφικνείσθαί μέχρι τινός.: ögat når till ngt,
τό όμμα Εξικνείται είς, πρός τι.: så långt ögat
når, Εφ·’ δσον τό όμμα Εξικνείται.: η. till knäna,
καθήκειν εις τά γόνατα (uppifrån), άνήκειν μέχρι
γονάτων (nedifrån).: berget η. till floden, το όρος
τείνει 1. καθήκει μέχρι του ποταμού 1. πρός τον
ποταμό ν.
Nåd, a) välvillig sinnesstämning, εύνοια,
εν-μένεια, ή. χάρις, το?, tf. φιλία, tf.: bete ngn sin
η., ευνοιαν έχειν 1. Επιάείκννσθαί τινι.: τη. Guds
η., θεού άιάόντος. ούν θεφ· άν θεός θέλρ. θεών
ΐλεο)ν όντων, θεία προνοία.: åtnjuta ngns η.,
εύ-άοκιμείν παρά τινι. τήν παρά τίνος κεκτΐ,σθαι
χάριν 1. έχειν ευνοιαν. εύνοια χρρταί τις περί
Εμέ : han åtnjuter konungens högstan., πρωτεύει
φιλία παρά τω βασιλεϊ. b) nådebetygelse, χάρις,
το?, tf. εύεργεσία, tf. ευεργέτημα, τό. άωρεά, tf
(skänk).: bevisa ngn en η., χάριν νέμειν 1.
άι-άόναι τινί. εύεργετείν τινα.: åtnjuta en η. af ngn,
χάριτος τυγχάνειν παρά τίνος, ευεργετεί σθαι υπό
1. παρά τίνος, c) barmhertighet, försköning,
έλεος, ό. συγγνώμη, tf (förlåtelse).: finna η. hos
ngn, Ελέου 1. συγγνώμης τυγχάνειν παρά τίνος.:
låta η. vederfaras ngn, συγγνώμης άξιούν τινα.
συγγιγνώσκειν τινί. κατελεείν τινα. αίάεσασθαί τινα
(benåda en brottsling).: gifva sig på n. o. onåd,
παραάονναι εαυτόν χρήσθαι δπως τις βούλεται 1.
ο τι άν τις βούληται. Επιτροπήν άιάόναι περί
εαυτού, άιάόναι εαυτόν εις Επιτροπήν.: = bedja
om η., παραιτείσθαι τον βίον (vid lifsfara).
άεΐ-σθαι συγγνώμης 1. αίτείσθαι συγγνώμην (f. straff).:
bedja om η. f. ngn, παραιτείσθαι περί τίνος.:
låta η. gå f. rätt, Επιείκεια χρήσθαι.
Nåda, Gud nåde mig, Gud nås,’ οϊμοι. φεύ.
jfr Beklagligen.: Gud nåde dig, hm, ον
χαι-ρήσεις, χαιρήσει. κλαύσει, κλαύσεται.
Nåda (en spik), κάμψαντα κατακρούειν.
άνα-κλάν.
Nådebetygelse, -bevisning, se Nåd b).
Nådebröd, σίτος προίκα μετρούμενος, o.:
gifva ngn η., προίκα τον σίτον didovai 1.
παρέχειν τινί. på ålderdomen, γηροτρογείν -βοσκείν
τινα.: äta η., ζήν εϊς άλλοτρίαν τράπεζαν
αποβλέποντα. på ålderdomen, γηροτροφείσθαι
-βοσκεί-σθαι (hos ngn, υπό τίνος).
Nå de gåfva, se Nåd b).
Nådehjon, ό προίκα τρογήν εχων (παρά τινι
1. τινός, hos ngn). Se vidare Nådebröd.
Nådepenning, μισθός Ev εύεργεσίας μέρει
di-cΐόμενος, o.: ge ngn en η., χαρίζεσθαί τινν μισθόν.
Nådestöt, καίρια πληγή, tf.: ge ngn n:n,
και-ρίαν παίειν τινά.
Nådig, Υλεως, 2, εύμενής, 2, εύνους, 2.
φνλό-φρων, 2 (huld, bevågen; de 2:ne förstnämnde ish.
om Gudomligheten), ευεργετικός, 3 (välgörande).
πρζίος o. πραύς, 3, συγγνώμων, 2, Ελεήμων, 2
(mild, barmhertig), μέτριος, 3 (om saker, t. ex.
ζημία) : η. herre, fru (i tilltal), άεσπότης, ου, ο,
άεσποννα, tf.: vara η., Γλίω etc. είναι,
ffιλογρο-νείσθαί τινα (ish. nådigt behandla),
συγγιγνώσκειν, συγγνώμην έχειν τινί (förlåta). Ελεείν τινα
(förbarma sig), εύεργετείν τιια (göra väl).
Nåd år, Ενιαυτού μισθός τοις κληρονόμοις
dido μένος, ό.
Någon, τις. τί (enhl.).: några, τινές, ενιοι. 3.
έστιν 1. εϊσίν οΐ.: bl. några, ολίγοι τινές.: några
— andra, ol μέν (τίνες) — ol då (τίνες) : några
så, andra så, άλλον άλλως 1. άλλον τρόπον.:
rågra hit här, härifr. — andra dit, der, derifr.,
άλλοι άΐλοσε, άλλοθι, άλλοθεν.; ngn gång, Ενίοτε,
έστιν ντε.: på ngt sätt, έστιν δπως : på, till,
fr. ngt ställe, έστνν δπου, δπον, οπόθεν.
(Obetonadt deremot: ngn gång, ποτέ: på, till, fr.
ngt ställe, håll, πού, π ον, ποθέν.: på ngt sätt,
πώς. π fi. τρόπον τννά.: af ngn storlek,
beskaffenhet, ålder, ποοός, ποιός, πηλίκος, 3. se Gram).
— Då "någon" föregås af negat., användes
ov-άείς, dt μία, dåv, t. ex jag vet ick ngt, ονάέν
οϊάα. ουκ oida ονάέν. — anse f. ng’, νομίζειν
εϊναν τν : de tycka sig vara ngt fastän de äro
ingenting värde, οιονταί τι (1. τινές) tlvav όντες
ούάίνός άξιοι. — ngn s., όστις. äfv. part. m.
bestämd art., t. ex. vi söka ngn s. kan hjelpa oss,
ζητουμεν υ’στις βοηθήσει 1. τον βοηθήσοντα. se
Gram. b) ngt = ngt litet, ολίγον τι. μικρόν
τι : ngt penningar, ολίγον άργύριον. Ss.
grad-bestämning vid adjj. o. advv. återgifves det vid
compr. gm ολίγον, μικρόν 1. όλίγψ, μικροί, vid
posit. gm compr. t. ex. ngt större, ολίγον (-ω)
μείζων.: ngt stor, μείζων (τού άέοντος).: ngt
o-borstad, άγροικότερος, 3.
Någondera, (af två),’ πότερος, 3. οπότερος,
3. ό ετερος, 3.: icke η., ούάέτερος (μηάέτερος), 3.
Någonsin, ποτέ (enkl.). πώποτε (bl. om
förfluten tid).: icke η., ούπώποτε (μηπώποτε).
ονάέ-ποτε, ούποτε (μηπ.). — I sdne talesätt som: så
mycket jag n. kan, så mycket s. n. är
möjligt etc., återgifves det icke m. särskildt ord, se
Kunna, Möjlig. — Hm s. n. = hm helst s.,
se under Hvilken.
Någonstädes, 1) på frågan: hvar? πού.
ά-μουγέπου. 2) på frågan: hvart? π oi, πή. 3) η.
ifr., ποθέν.
Någonting, se Någon.
Ν å g o r 1 e d e s, π/j, πώς (enhl.).
Någorlunda, se Temligen o. Föreg.
Någorstädes, se Någonstädes.
Ν åk as, έχεσθαι, Εφάπτεσθαι αλλήλων, συνεχή
εϊναι.
Nål, βελόνη, tf. dem., βελονίς, ίάος, tf.: att
sy, stoppa m., ραφίς, ίάος, tf. ήπητήριον,
ήπή-τριον, τό. άκέστρα, tf : friser-n., κνηστίς κοίλη, η.
Nål form i g, βε λονοειάής, 2.
Nålhandlare, -erska, βελονοπώλης, ον, ό.
βελονόπωλις, ιάος, tf.
Nål hufvud, tf τής βελόνης κεφαλή.
Nål hus, ραφιάοθήκη, tf.
Nålmak a. re, *βελονοποιός, δ. βελονοπώλης,
ον, ό (nålhandlare).
Nålpen ningar, τά είς ζώνην άεάο μέν α
χρήματα. : ge ngt till η., didovai τι εις ζώνην 1.
«ι?, πρός καλλωπισμόν.: ha ngt till η., εχειν τ#
είς ζώνην άεάομένον-
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>