- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
303

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - O - Oafbruten ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Oafbruten -

τελεϊν, διαγίγνεσθαι, cΐιάγειν, ού διαλείπειν m.
part., t. ex. föra krig o., διατελεϊν πολεμούν τα.

O afgjord, άκριτος, 2. αδιάκριτος, 2.
άδί-καστος, 2 (bl. om rättegångar), αμφισβητήσιμος,
2. αμφίβολος, 2. — άδηλος, 2. ασαφής, 2.
αφανής, 2.: om drabbningar, άγχώμαλος, 2.
ισόρροπος (sällan αμφίρροπος), 2. αντίπαλος, 2.: halla
en ο. sjödrabbning, άγχώμαλα (αντίπαλα)
ναυ-μ αχ ti ν.

Oafhängig, se Oberoende.

Ο af kortad, ακέραιος, 2. όλος, 3.

Oaflåtlig, ακατάπαυστος, άδιάπαυστος, 2.
αδιάλειπτος, öwéjfi?, 2. μόνιμος, 2. Jfr
Oafbruten.

Ο afsedd (vanl. i neutr,). gm «*>éi/, ^ωρκ m.
gen.: oafsedt att, χωρίς τού m. inf. Jfr
Oberäknad.

Oafsigtlig, se Ouppsåtlig.

O afs lut ad, se Ofullbordad.

Oafvislig, αναγκαίος, 3. άφυκτος, 2.

Oafvundad, άζηλος, άζήλωτος, 2.
άφθονη-τ ος, 2. άβάσ/.αντος, 2.

Oafvänd, άστροφος, 2. άτενής, 2.: m. ο. blick,
άτενές. άσκαρδαμνκτί, -ti.: oafväudt se på ngn,
άσχαρδαμυκτεϊν τινα. άτενές εϊσοράν τινα. άτε~
ν i ζει ν εις, πρός τινα.

Oaktadt, gm ει και m. ν. finit. 1. gm (καί \.
καίπερ m.) part. : det ο., όμως. άλλ’ όμως. «λλ«
και ούτως: ο. den stora mäugden, καί εν τοσούτιρ
πλήθει.

Oaktsam, αμελής, 2. δλίγωρος, 2.
άφύλα-κτος, 2. άπρόσεκτος, 2.: vara ο. om ngt, άμελώς
εχειν περί τι. άμελεϊν, όλιγωρεϊν τίνος, ού
προς-έχειν τινί.

Oaktsamhet, άμέλεια, ή. όλιγώρησις,
ολιγωρία, ή. άφυλαξία, ή. άπροσεξία, ή.
άνεπιστα-σία, ή.

Oanfäktad, se Oantastad.

Oangenäm, se Obehaglig.

Oangriplig, άνεπιχίίρητος, 2. άνεπίληπτος,
2. άμαχος, 2.

Oanmodad, άκλητος, 2. άκέλευστ ος, 2.
ού-δενός κελεύσαντος. Jfr Frivillig.

Oanmäld, άκατάγγελτος, άνεπάγγελετος, 2.
αυτεπάγγελτος, 2.

Ο anmärkt, άπαρασήμαντος, 2.
άμνημόνεν-τος, 2.: lemna ο., περιοράν άμελεϊν. παραλείπειν.

Oansedt, se Oaktadt.

Oansenlig, άφανής, 2. ταπεινός, 3.
φαύλος, 3. ού πολύς, 3. ουκ αξιόλογος, 2. μικρού
άξιος, 3. ευτελής, 2.

Ο ansenlig het, άφάνεια, ή. φαυλότης, ή.
μικρό τη ς, ή. εντέλεια, ή.

Oanständig, άπρεπής, 2, αισχρός, 3 (om
saker). άνελεύθερος, 2, άσχήμων, 2 (om pers. ο.
saker), άπειρόκαλος, 2 (om pers.), t uppföra sig
oanständigt, άσχημονεϊν.: o. uppförande,
άσχημο-σύνη, ή.

Oanständighet, l)ss. egenskap, άπρέπεια,
η. άσχημοιτύνη, ή. άπειροκαλία, ή. 2) ss. sak,
το άπρεπές, αισχρόν.

Ο an stöt li g, άνεπίφθονος, 2. άνεμέσητος, 2.
άμεμπτος, 2. άνεπίληπ τος, 2.

Oansvarig, άνεύθννος, άνυπείθυνος, 2.

Ο an t ag lig, άπρόσδεκτος, άπαράδεκτος, 2.
hellre m. omskr. Jfr Svår, Hård.

Oantastad, απαθής, 2. ανενόχλητος, 2. άνε-

■ Obehaglig. 303

πίληπτος, 2. άνεπιτίμητος, 2.: lemna ngn ο.,
άφιέναι τινά. εάν τινα. άπέχεσθαί τίνος.

Oantastlig, άνεπίληπιος, 2. άθικτος, 2.
ανεύθυνος, 2.

Oanvändbar, άνε^ιτήδειος, 2. άχρηστος, 2.
άνωφελής, 2.

Oanvändbarhet, άχρηστία, ή.

Ο arbetad, άκαταακεύασιος, 2. άδιέργαστος,
ιΑκατέργαστος, 2. αύτοφυής, 2. άργός, 2. Jfr
Ο b r u k a d.

Oart, κακοτροπία, ή. άπειροκαλία, ή.
άσχη-μοσύνη, ή. — κακία. ή.

Oartig, άπαίδεντος, 2. άκομψος, 2. άσχήμων,
2. άπειρόκαλος, 2. άγροικος, 2.: vara ο.,
άσχη-μονίϊν. άγροικίζεοθαι. άπειροκαλεύεσθαι. Jfr
0-höflig.

Ο artighet, 1) ss. egenskap, (ϊπαιδενσία, ή.
άσχημοσύνη, ή. αγροικία, ή. 2) ss. handling,
άγροικία, ή. ιβρις, εως, ή.: begå ο., se Föreg.

Oas, Ανασις, *£1ασις, ή.

Obakad, ονκ όπτός, 3. ωμός, 3 (rå).

Obanad, άτριβης, 2. άστιβής, 2. άπορος, 2.
άνοδος, 2. άβατος, δύσβατος, ο. trakt,
δνσχω-ρία, ή.

Obarmhertig, άνελεήμων, 2. ανηλεής, 2.
ά-νοικτίρμων, 2. ωμός, 3.

Obarmhertghet, άνελεημοσννη, ώμότης, ή.

Obebodd, άοίκητος, 2. {ανθρώπων) έρημος,
3 ο. 2.

Obeboelig, άοίκητος, 2.

Obebyggd, ονκ ωκισμένος, 3. ουκ εχων
ol-κίας 1. οικοδομήματα, ψιλός, 3. έρημος, 3 ο. 2.

Obeedigad, άνώμοτος, 2.

Obefaren, άστιβής, 2.: om hafvet,
άπλευ-στος, 2.

Obefläckad, άμίαντος, 2. άχραντος, 2.
αμόλυντος, 2. άκήρατος, ακέραιος, 2. καθαρός, 3.
άγνός, 3.

Obefogad, αντεξοίσιος, 2. άδικος, 2. ου
δίκαιος, 3.: på o:t sätt, άϋίκως.: jag är o att göra
ngt, ού δίκαιος ει μι ποιεϊν τι. ουκ εξεστί μοι
ποιεϊν τι.

Obefolkad, [άνθρώπων) κενός, 3, έρημος, 2,
άπάνθρωπος, 2.

Obefäst(ad), άτείχιστος, 2. άφρακτος, 2,
«-νώχνρος, 2.

Obegagnad, άχρηστος, 2. ανωφελής, 2.:
lemna ngt o:t, μη χρήσθαί τινι. προίεσ’άαί τι (t. ex.
καιρόν), άμελεϊν 1. εχειν τίνος.

Obegrafven, άταφος, 2, άκήδεντος, 2.

Obegriplig, άκατάληπ τος, άσύλληπ τος. 2.
αδιανόητος, ακατανόητος, 2. άσημος, 2. άφανής,
2. άσαφής, 2. άόιάκριτος, 2. ασύνετος, 2,

Obegriplighet, άκαιαληψία, ή. ο gm adj.

Obegråten, gm omskr., t. ex. han dog o.,
άποθανόντα αυτόν ουκ εκλαιον 1. ουδείς
εκλαυ-σεν 1. d.

Obegränsad, άπερίγραπτος, 2. άπειρος, 2.
απέραντος, 2. άόριστος, άπεριόριστος, 2.: ο.
äregirighet, (Ανυπέρβλητος φιλοτιμία, ή.

Obehag, 1) ss. känsla, άηδΐα, ή. λύπη, ή.
άν’ια, ή. 2) ss. sak, άχθος, τό. δυσχέρεια, ή.
vanl. gm adj., se Följ.: ha o., ίνοχλίϊοθαι ύπό
τίνος, πράγματα παρέχει μοί τι.: känna, erfara
ο., άχθεοθαι, άνιάο’Λαι (τινί.

Obehaglig, αηδής, 2. άχαρις, 2, gen. ιτος.
άτερπής, 2. δυσχερής, 2. βαρύς, «*α, ύ. άνιαρός,

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0307.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free