- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
331

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - P - Passa ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Passa — Ρ el smöss a.

331

είναι, γίγνεσθαι (om saker).: komma illa till p.,
παρά καιρόν γίγνεσθαι, άχαιρον είναι.: vara ngn
till ρ., άρέσκειν τινά 1. τινί.: vid ρ., se
Ungefär.

Passa, 1) tr., iv-, Εφ-, προς-, συναρμόττειν,
προσάπτε ιν τί τινι. jfr. cornpp. 2) iwir. (ο. refl.),
άρμόττειν. Εφαρμόττειν. συναρμόττειν.
εύάρμο-στον, Επιτήδειον, οιχεϊον είναι, χαλώς διακεϊσθαι
(πρός τι), οίχείως εχειν (πρός τι), πρέπειν (anstå).:
ρ. noga, άπαρτίζειν (πρός τι).: icke ρ.,
άναρμο-στεϊν. άνάμοστον είναι, άχαιρον 1. παρά χαιρόν
είναι.: ρ. bra, χαιρόν εχειν. χαίριον είναι. Εν
χαίρω γίγνεσθαι.: d passar (sig) icke, ού
πρέπει. αϊσχρόν 1. ού χαλόν Εστίν. — passande,
εύάρμοστος, 2. άρμόδιος, 3. (Εφ)αρμόττων, ουσα,
ον. σύμμετρος, 2. πρέπων, ουσα, ον. πρεπώδης,
2. £7T*tj}cP«o£, 3 ο. 2. οικεϊος. 3. 3. κα-

λός, 3. — ρ. af, in etc., se cornpp. — ρ. på,
[Em-, παρα) τηρείν τι. άνα·, περιμένειν τι.
χαρα-δοκεϊν τι. προσέχειν (τον νούν) τινί. ύπαχούειν
τινί 1. τινός.

Passabel, μέτριος, 3. Επιεικής, 2.

Passadvindar, Ετησίαι (άνεμοι), ων, οι.

Passage, διάβασις, ή. δίοδος, διέξοδος, ή.

Passagerare, όδίτης, ου, ό. οδοιπόρος, ό.
på fartyg, Επιβάτης, ου, ό. περίνεως, ό.
ναυτίλος, ο. Εμπλέων, οντος, ό. på en vagn, ό
Εμβε-βηκώς τό άρμα. -gods, Εφόλκιον, τό.

Passera, 1) intr., a) eg. (äfv. tr.), πορεύεσθαι.:
= ρ. förbi, παριέναι, παρελαύνειν, παραλλάττειν,
παραμείβεσθαι (om pers., t. ex. χωρίον),
παρα-πλεϊν (om fartyg), παρακομίζεσθαι (om varor).:
låta ρ., παρ-, διιέναι. παραπέμπειν. ού κωλύειν.:
ρ. (öfver) en flod, ο. d., διαβαίνειν ποταμόν. ett
berg, ύπερβαίνειν 1. ύπερβάλλειν όρος.: ρ. gm
ngt, διαβαίνειν, όιαπορεύεσθαι, (δια)περάν τι. om
saker, διαχωρεϊν, διακομίζεσθαι διά τίνος.: lätt,
beqväm att ρ., εύπορος, 2. εύδιάβατος, 2.: f.
ryttare, ιππάσιμος, 2.: svår att ρ., δύσβατος, 2.
δυσπέρατος, 2. χαλεπώς διαβατός, 3.: s. man kan
ρ., διαβατός, 3. περατός, 3.: s. man ej kan ρ.,
άδιάβατος, 2. άπορος, 2. άπέρατος, 2. b) om
tid, se Förflyta, c) se Hända, d) låta ρ.,
= ej motsätta sig, Εάν τι. μή κωλύειν τι.
άπο-δέχεσθαί τι. περιοράν τι γιγνόμενον. e) ρ. för
= gälla, νομίζεσθαι, δοκεϊν είναι τι. 2) tr., se
Tillbringa.

Passerlig, se Passabel.

Passgång, τό κατά σκέλος βαδίζειν 1.
βάδισμα.

Passgångare, ϊππος ό κατά σκέλος βαδίζων.

Passion, se Lidelse, Begär, -erad, se
Lidelsefull, Häftig.

Passiv, ήσυχος, 2.: förhålla sig ρ., ήσυχίαν
εχειν 1. άγειν. ήσυχάζειν. μηδέν άντιπράττειν. b)
i gram., παθητικός, 3. -vi te t, τό ήσνχον,
άρ-γόν. -vum, το παθητικόν.

Passning, gm νυ. under Passa 1).

Pastej, άρτόκρεας, ως, τό.

Pastor, Ιερεύς, έως, ό. ϊεροφάντης, ου, ό.
Ιεροδιδάσκαλος, ό.

Pastorat, ιερατεία, ή. παροικία, ή.

Patent, προγραφή, ή. παράγγελμα, τό.
δίπλωμα , τό.: utfärda ett ρ., προαγορεύειν.
πα-ραγγέλλειν.: = diplom, πινακίς, ίάος, ή. -era,
διπλώματος άξιούν.

Pathetisk, παθητικός, 3.

Patient, ό θεραπευόμένος. Se vidare Sjuk.

Patriarch, πατριάρχης, ου,ό. -alisk,
πατριαρχικός, 3. -at, πατριαρχία, ή.

Patriot, φιλόπολις, ιάος, ό, ή. φιλόπατρις,
ό, ή.: vara ρ., φιλόπολιν είναι, τό κοινόν 1. τήν
πόλιν ώφελείν 1. εύεργετεϊν. -ism, εύνοια 1.
φιλία ή πρός τήν πόλιν.

Patron(us), προστάτης, ου, ό. κηάεμών, όνος,
ό. Sedn., πάτρων, ωνος, ό.: gifva ngn en ρ.,
νέ-μειν τινί προστάτην.: välja sig en ρ.,
προστά-την γράφ>εσθαι.: stå under en ρ., Επί
προστά-του είναι, -at, προστασία, προστατεία, ή. Sedn.,
πατρωνία, ή.

Patrull, περίπολοι, οι. κω&ωνοφόροι, οι.
Ε-φοάεία, ή.: anförare f. ρ., περιπολάρχης ο.
περι-πόλαρχος, ό.: när ρ:η passerat, τού κώάωνος
πα-ρενεχθέντος. -era, περι-, Εφοάεύειν. περιπολεϊν,
-εύειν. κω&ωνοφορεϊν

Paulun, se Förhänge.

Paus, παύλα, άνάπαυλα, ή. διάλειμμα, τό:
i musik, διαστολή, ή.: efter en kort ρ., μικρόν
άιαλιπών 1. Επισχών, 3. -era, άναπαύεσθαι.
παύ-λαν λαμβάνειν, άιαλείπειν.

Ρ a ν il 1 ο η, σκιάς, άάος, ή. θόλος, η. σκηνή,
ή. σκήνωμα, τό, ούρανίσκος, ό.

Pedagog, παιδαγωγός, ό. -g i, παιδαγωγία, ή.
-gik, παιδαγωγική, ή. -gisk, παιδαγωγικός, 3.

Pedant, άνήρ μικρολόγος, ό. σχολαστικός, ό.
-eri, μικρολογία, ή. άκαιρία, ή. -isk,
μικρο-λόγος, ό.

Ρ ed el 1, υπηρέτης, ου, ό.

Pejla, βολίζειν. jfr L ο d a. — Εξετάζειν
(undersöka i allmht).

Peka, δεικνύναι, σημαίνειν, på ngt, τi.:j m.
fingret p. på ngt, δεικνύναι τι τω δακτύλω.
δα-κτυλοδεικτεϊν τι.\ τον δάκτυλον Εκτείνειν πρός τι.

Pekfinger, λιχανός (δάκτυλος) ό.

Pelare, κίων, ονος, ό, στύλος, ό (bärande, i
byggnader), παραστάς, άδος, ή (pilaster),
ορθοστάτης, ου, ό (ett slags fristående), στήλη, ή
(ensam, rest till vård, gränsmärke etc.).: liten ρ.,
στυλίς, ίδος, ή. στυλίσκος, ό. στυλάριον, τό. στηλίς,
ίδος, ή. στηλίδιον, τό.: af ρ. omgifven, περίστυλος,
2.: stödja m. ρ., στυλούν.: mellanrummet mel.
2:ne ρ , μεσοστύλιον 1. μεσόστυλον, τό.: inrista på
en ρ., στηλογραφεϊν. στηλοκοπείν.: tillkännagifva
gm anslag på en ρ., στηλιτεύειν.: göra till ρ.,
στηλούν.ι resa en ρ., στήλην άνιστάναι. στηλούν.

Ρ el arf ο t, στυλοβάτης, ου, ό.

Pelargång, περίστωον 1. περίστοον, τό.
πε-ρίστυλον, τό. Jfr Pelarsal.

Pelarhals, ύποτραχήλιον, τό.

Pelarhufvud, κιόκρανον, κιονόκρανον, τό.
Επίκρανον, τό. ή τού κίονος κεφαλή 1. κεφαλίς.

Pelarordning, νόμος, ό.

Pelarsal, στοά, ή. παστάς, άδος, ή.

Ρ el ar skaft, τό τού κίονος σώμα. στύλος, ό.

Pelikan, πελεκάς, άνος 1. άντ ος, 1. πελέκας,
αντος, ό. b) chirurg. instrument, όδοντάγρα, ή.
όδονταγωγόν, τό.

Pell, ούρανίσκος, ό,

Pels, διφθέρα, ή. σισνρα, ή (eg. af getskinn).

Pel sa på, διφθέρας Ενδύειν o. Ενδύεσθαι (sig).

Pelshandlare, διφθεροπώλης, ου, ό.

Pelskappa, διφθέρινον ϊμάτιον, τό

Pelsmössa, κυνή, ή. άλωπεκίς, ίδος, ή (af
Täfskinn).

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0335.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free