Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sjutiotusend ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Sjutiotusend
Sjutiotusend, έπτακισμύριοι, 3.
επτάμυριάδες, al.
Sjutton, επτακαίδεκα ιζ’ (ss. siffertecken).:
s. gånger, έπτακαιδεκάκις.: s. alnar lång,
έπτα-καιδεκάπηχυς, υ.: d. sjuttonde, έπτακαιδέκατος,
3. έβδομος xal δέκατος, 3. έβδομος έπί δέχα.:
på sjuttonde dagen, επτακαιδεκαταιος, 3.: s. fot
lång, έπτακαιδεκάπους, ουν, 7iocfos\ -årig,
επτακαιδεκαέτης, έπτακαιδεκέτης, ον, ο1,
έπτακαί-δεχα έτών.
Sjuttontusend, έπτακισχίλιοι xal μύριοι, 3.
Sjutusend, έπτακισχίλιοι, 3. (ss.
siffertecken).: d. sjutusende, έπτακισχιλιοστός, 3.
Själ, 1) eg., ψυχή, 77 (i allmht, (anima,
lifskraft), πνεύμα (spiritus, andedrägt, lifsflägt).
φρένες, al (själen ur phys. synpunkt, instinkt),
vovff, oi), o1 (uppfattnings-, tankeförmåga), äfv.
τό νοητιχον, διάνοια, ή (förstånd), θυμός, o
(känslosinne, viljekraft), γνώμη, (kunskapsförmåga).:
ur djupet af s:en, τξί ψυχής. έκ θυμού. έχ
χαρδίας.: m. hela min s., παντι τώ θυμφ. όσον
δύναμαι μάλιοτα. όλρ τρ ψυχτ\,: det gör mig ondt
i s:n, σφόδρα άλγώ τούτο.: vara ett hjerta o. en
s., όμοιρύχους είναι.: dta (yttrande) har du tagit
alldeles ur min s., τούτο εϊπάς μοι πάνυ χατά
νδύν.: s:s välfärd, σωτηρία ή τήςφυχής.: lära om
s:en, έπιστήμη ή περί τής ψυχής, ψυχολογία, ή
(Nygr.). 2) mska, άνθρωπος, ό.: ingen s.,
ού-δείς άνθρώπων. 3) den styrande 1. ledande i ett
företag, ώσπερ ψυχή.: vara s:n i ngt, ώσπερ
ψυ-χήν εϊναί τίνος.
Själamessa, ευχή ή ύπέρ τών ψυχών 1. d.
ένάγισμα, τό (se Lex.).
Själ as, έχπνεύσαι. τήν ψυχήν άφιέναι.
Själasorg, έπιμέλεια ή τής ψνχής.
Själaspis, έστ ία μα τής ψυχής, τό. Jfr
Själs-näring.
Själasörjare, se Prest (om ψυχαγωγός o.
ψυχοταμίας, se Lex.).
Själatröst, παραμύθιον τής ψυχής, τό.
Själavandring, μετεμψύχωσις, ή.
Själ a ν än, φίλος ώς μάλιστα, πιστότατος
φίλος, ό.
Själfull, άγχίνους, 2. συνετός, 3. νοημάτων,
ψυχής πλέως, ων. εύμουσος, 2.
Själlös, άψυχος, 2. άμουσος, 2. άμβλύς, εϊα,
ν. άβέλτερος, 3.
Själsadel, αρετή ψυχής, η. γενναιότης, ή.
χρηστότης, ή.
Själsansträngning, ψυχής πόνος, δ 1.
διά-τασις, ή.
Själsfrände, ungef. όμοιοπαθής, 2. ύμοφυής
(2) τινι.
Själsförmögenhet, -gåfva, αρετή ψυχής,
ή. φύσις, ή.
Själshöghet, se Själsstorhet.
Själskrafter, δύναμεις al τής ψυχής, τά περί
τήν ψυχήν. τά τής ψυχής.
Själslugn, άταραξία, ή. ευθυμία, ή.
ευκολία, ή.
Själsnäring, τροφή ή τής ψυχής,
ψυχαγωγία , ή.: ge s., ψυχαγωγειν. Jfr Själaspis.
Själsnärvaro, παράστημα, τό 1. παράστασις,
ή (τής ψυχής), τό φρόνιμον. άνδρεία, ή.: m. s.,
παραστατικός, 3. άνδρειος, 3.
Själsodling, se Själsutveckling.
Själssjukdom, νόσος ή 1. πάθος τό τής ψυχής.
-Sjöluft. 387
Själsstark, έρρωμένος (3) τξ ψυχή. δεινός
(3) τήν ψυχήν.
Själs stor het, μεγαλοψυχία, ή·: en man m.
s., άνήρ μεγαλόψυχος.
Själsstyrka, ρώμη ή τής ψυχής.
Själsstämning, διάθεσις τής ψυχής, ή.
^Själsutbildnin g, -utveckling, παίδευσις
τής ψυχής, ή. παιδεία, ή.
Själsångest, άγωνία, ή. άδημονία, ή.
Själtåget, ψυχορραγία, ή (Sedn.).: ligga i
s., se Ligga 1).
Sjö, λίμνη, ή (eg.).; s. m. salt- 1. hafsvatten
i, στ ομαλίμνη 1. λιμνοθάλαττα, ή. θάλαττα, ή
(hafvet), κλύδων, ωνος, ό 1. κύμα, τό (störtsjö).:
gå till s:s, άνάγεσθαι. άνάγειν. έκπλεϊν.
άπαί-ρειν. άναγωγήν 1. έκπλουν ποιεϊσθαι.: liala ut i
s:n, άνάγειν τήν ναύν.: fartyget är på öppna
s:n, μετέωρος έστιν ή ναύς.: det går hög s.,
μετεωρίζεται 1. άνοιδεϊ 1. κυμαίνει ή θάλαττα.: ha
öfverväldet på s:n 1. till s:s, θαλαττοκρατεϊν. ·
herre på s:n, θαλαττοκράτωρ, ορος, o.:
herraväldet på s:n, θαλαττοκρατία, ή.
Sjöbad, 1) ss. ställe, θαλάττια ύδατα, τά.
2) ss. handling, τό έν τρ θαλάττρ λούεσθαι.:
taga s., λούεσθαι έν θαλάττρ.
Sjöbjörn, θαλάττιος άρκτος, ο.
Sjöborre, έχίνος ό θαλάττιος 1. πελάγιος.
Sjöbotten, se Botten 1).
S jö drab b ning, se Sjöslag.
Sjödrucken, άλμ$ 1. ύδατι διεφθαρμένος, 3.
Sjöexpedition, στόλος, ό.
Sjöfarande, ναυβά της , ον, ό. πλέων, οντος,
ό. ναύτης, ον, ό.
Sjöfart, ναυτιλία, ή, πλους, ού, ό (segling
i allmht). έμπορία 1. ναυκληρία, ή (i
handeJsären-der).: idka s , έμπορεύεσθαι.
Sjöfolk, ναύται, ών, oi. ναυτική δύναμις, ή
(sjökrigsfolk).: s:t (= besättningen å ett fartyg),
πλήρωμα, τό. ύπηρεσία, ή (roddarne).
Sjöfågel, θαλάττιος όρνις, ιθος, ό.
Sjöförsvarsdepartementet, διοίκησις ή
τών περί τόν ναυτικόν στρατόν 1. τών ναυτικών,
οϊ έπί τών περί τόν ναυτικόν στρατόν 1. d.
Sjögräs, φύκος, τό. φυκίον, τό.
Sjögrön, κυάνεος, -νούς, 3.
Sjögud, θαλάσσιος θεός, ό.
Sjögång, κύμανσις, εως, ή. κλύδων, ωνος,ό.
Sjöhandel, έμπορία ή {κατά θάλατταν).
έρ-γασία ή κατά θάλατταν. ναυκληρία, ή.
Sjöhjelte, ο1 κατά τάς ναυμαχίας
άριστεύ-σας, αντος.
Sjöhund, φώκη, ή.
Sjöhäst, ϊππος ό ποτάμιος.
Sjökadett, ό εϊς τά ναυτινά 1. εις τό
ναυ-μαχειν παιδευόμένος.
Sjökalf, se Sjöhund.
Sjökapten, ναύαρχος, ό. τριήραρχος, δ (på
krigsskepp), ναύκληρος, ό (på handelsfartyg).
Sjökarp, τρίγλα 1. τρίγλη, ή.
Sjökrabba, κάμμορος, ό.
Sjölag, νόμος ό περί τήν ναυτιλίαν 1. d.
Sjöledes, κατά θάλατταν. διά θαλάττης.:
fara s. (utom föreg.) πλέοντα 1. έπί νεώς
πο-ρεύεσθαι.
Sjölejon, λέων (οντος) ό θαλάττιος.
Sjöluft, αύρα ή κατά θάλατταν. πνεύμα τό
άπό τής θαλάττης.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>