- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
408

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Smutsa ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

408 SmQtié-

πιναρόν. πίνος, ο (ish. af fett), αύχμός, ο.
0όρ-βορος, ο, 7ΐί7λοΓ, ό (gyttja, dy ο. d.).

Smutsa, (χαταρ)ρυπαίνειν. (άνα)μολύνειν.
(κα-τα)μιαίνειν. φύρειν. καταισχύνειν.

Smutsig, 1) eg., ρυπαρός, 3. ρυπώ*’, ώσα,
ώρ. π*ναρό?, 3. αυχμηρός, 3. βορβορώδης, 2,
πηλώδης, 2 (dyig, gyttjig).: vara s., ρυπάν.: bli
s., ρυπαίνεσθαι. 2) oeg., αισχρός, 3.: s:t tal,
αισχροί λόγοι, ol. αισχρολογία, <f.; föra sdut,
αϊσχρολογεϊν.: s. vinningslystnad, αΐ<τ/ροκ£ρ&*α,
ij.: visa sdn, αιο^ροκ^ρ^β»’. α»0^ροχ«ρ(#7 ifra».

Smutta, χειλοποτεϊν. Jfr Smaka 1).

Smycka, -ad, se Pryda, -lig.

Smycke, άγαλμα, τό. κόσμημα, κόσμωμα,
καλλώπισμα, τό.

Smyg, 1) se Kryphål. 2) vrå, γωνία, ή.
άγκών, ώνο;, ό.: i s., se under Hemlig.

Smyga, se Insmyga, äfv. gm λα»’θ>«>’<»>’ m.
part. — smygande, ερπυστικός, 3 (eg.).
Ιπ*-/9ονλο(, ύπουλος, 2 (om charakter), άβληχρός, 3
(om sjukdom).

Smygande, ίρπυσμός, o. heldst gm vv.

Smyghandel, -handlare, se
Lurendrä-geri, -gare.

Smyghål, se Kryphål.

Små, se Liten. — Adv., ολίγον, μικρόν,
σχολή, ήρεμα, βάδην (sakta).: skära s., εις μικρά
σιακόπτειν.

Småaktig, μικρολόγος, 2. μικραίτιος, 2.

Småaktighet, μικρολογία, ή.

Småle, νπομειδιαν.

Småningom, κατά μικρόν 1. βραχύ, ήρεμα.

Småsak, μικρόν (τι).: anse som en s., παρ*
o v δε v τίθεσθαι. περι ούδενός ήγεϊσθαι 1. ποιεϊσθαι.

Småsinne, se Småaktighet.

Småslug, μικρόσοφος, 2. μικροτέχνης, ου, ό.

Småstad, se Landsortsstad.

Småstadsbo, μικροπολίτης, ου, ό.

Smäda, λοιδορεί ν τινα. λοιδορεϊσθαί τινι.
κακώς λέγειν τινά (pass. = κακώς άκούειν υπό
τίνος). κακολογεϊν τινα. βλασφημεϊν τινα.

Smädare, λοίδορος, ό. κακολόγος άνήρ, ο.
βλάσφημος άνθρωπος, ό.

Smädedikt, αΐσχρόν άσμα, τό. ίαμβοι, οι
(se Lex.).

Smädelse, λοιδόρημα, τό. βλασφημία, ή.
κακολογία, ή.

Smädelust, φιλολοιδορία, ή. βλασφημία, ή.
κακηγορία, ή.

Smädelysten, (φιλο)λοίδορος, 2. βλάσφημος,
2. κακολόγος, 2.

Smädlig, υβριστικός, 3. αισχρός, 3.
Επονει-διστός, 2. ανάξιος, 2. βλάσφημος, 2.

Smäkta, se Försmäktat, s. efter ngt,
πο-θεϊν τι. φέρεσθαι πόθω τινός, Εφίεσθαί τίνος. —
smäktande, διψηρός, διψαλέος, 3. τακερός,
υγρός, μαλακός, 3 (om ögon).: som har s. ögon,
ύγρόφθαλμος, 2.

Smälek, λώβη, ή. Jfr Smädelse, Skymf.

Smäll, ψόφος, ό. κρότος, o.

Smälla, ψοφεϊν, παταγεϊν. κροτεϊν.

Smälta, I) tr., a) göra flytande, (άνα-,
συν-δια-)τήκειν. χωνεύειν (metaller).: s. i ugn,
κα-μινεύειν. b) mat, (δια-, Εκ)πέττειν. καθέψειν.
c) oeg., harm o. d., Επιλανθάνεσθαί τίνος,
άπαλ-γειν τι. Il) intr., (δια)τήκεαθαι. διαχεϊσθαι.
δια-λύεσθαι. συναλείφεσθαι (om toner).

- Snarka.

Smält are, χωνευτής, ού, o.

Smältbar, τηκτός, 3. χωνευτός, 3.

Smältdegel, χωνίον, τό. χώνη, ή.

Smältgrop, χόανον, τό.

Smältning, τήξις, ή. διάλυσις, ή (tr. ο. intr.).
τηκεδών, όνος, ή (intr.). χωνεία, χώνευσις, ή (af
metaller).

Smältugn, χωνευτήριον, χωνεϊον, τό.
κάμι-νος, ή.

Smärre, Smärst, se Mindre, -nst.

Smärt, se Smal.

Smärta, άλγηδών, όνος, ή, äfv. άλγος, τό
(såv. kropps s. själs), οδύνη, ή (mest kroppslig.).
(έδίς, ϊνος, ή (eg. o. oeg.). λύπη, ή (själs).: s. m.
konvulsioner), σφάχελος, o.: till sin s. erfara,
άχθεσθαι άκούσαντά τι.

Smärta, 1) act., ngt smärtar, άλγηδόνας
παρέχει τι. άλγεινόν Εστί τι. λυπεϊ τι. δάκνει τι.:
ngt s:r mig, άλγώ τι 1. τινί Επί τινι. λυπούμαι
Επί τινι. βαρέως φέρω τι. άχθομαί τι.:
förolämpningen s:r mig, άχθομαι αδικηθείς 1. τ$ ΰβρει.
2) pass., άλγειν. άλγος εχειν. άλγηδόνι Εν έχ εσθαι.
όδυνάσθαι λυπεϊσθαι.: s. i hög grad, περιαλγεϊν.

Smärtfri, άνώδυνος, 2. άναλγής,2. άλυπος, 2.

Smärt frihet, άναλγησία, ή. άνωδυνία, ή.
άλυπία, ή.

Smärtfull, -sam, 1) i yttre häns., άλγεινός,
3. άλγηρός, 3. οδυνηρός, 3. όδυνώδης, 2. 2) i
inre häns., λυπηρός, ανιαρός, πικρός, 3. βαρύς,
εϊα, ύ. Επαχθής, 2. χαλεπός, 3.

Smärtsamhet, πικρότης, βαρύ της, ή.

Smör, βούτυρον, πικέριον, τό.: af s.,
βουτύ-ρινος, 3.

Smörja, χρίσμα, τό. αλοιφή, ή. άλειμμα, τό.
Jfr Salva.

Smörja, (Επι)χρίειν. άλείφειν.: s. på, Επι-,
καταπλάττειν. Επιχρίειν τί τινι.: smord, άλειπτός, 3.

Smörjning, χρϊσις, ή. αλοιφή, ή.

Smörjelse, se Salva.

Snabb, se Hastig, Flink, Skyndsam.

Snabbfotad, τοις ποσί ταχύς, tia, v.
nto-δώκης, 2 (mest poet.).

Snabbhet, se Skyndsamhet.

Snabblöpare, ήμεροδρόμος, o.

Snabbseglare, ταχεία 1. ταχυναυτούσα v αν ς,

ή-

Snabb växt, ταχύβλαστος, 2.

Snabel, προβοσχίς, ίδος, ή (elephantens).
προνομή, προνομαία, ή (elephantens 1. flugors).

S na fva, πταίειν. τον πόδα προσκρούειν,
προς-κόπτειν. ψελλίζειν τήν βάσιν. σφάλλεσθαι.
όλι-σθάνειν (flinta).

Snafvande, πταϊσμα, τό. σφάλμα, τό.

Snar, se Hastig. — Adv., τάχα. ταχέως. Εν
μικρώ. Εν βραχεί, ούκ εις μακράν, ήδη. jfr Strax.:
s. derefter, μετ* ολίγον, ού πολύ ύστερον, μετ’
ού πολύν χρόνον.: s. — s., se Ån.

Snar, θάμνων, ώνος, ό. ρώψ, ωπός, ή.
λό-χμη♦ η-

Snara, 1) fälla, λαιμοπέδη, ή. άρπεδόνη, ή.
ποδοστράβη, ή. παγίς, ίδος, ή. 2) slinga,
βρόχος, ό. 3) se Försåt.

Snarare, se Fastmer.

Snarast, τάχιστος, 3.: m. det s:e, τήν
ταχί-στην. ώς, οτι τάχιστα, κατά 1. aff τάχος.

Snarhet, τάχος, τό.

Snarka, ρέγχειν.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0412.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free