Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Tillskära ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
Till i kMr a — Tillsätta.
451
τος, παραινέσαντος, προτρέψαντός τίνος.: af egen
t., άφ* ίαυτού. Εχων, ούσα, όν.: utan hs t., άνευ
av τον.
Tillskära, τέμνον. συν τέμνειν (t. ex. χιτώνας).
Tillsluta, (Επι)χλείειν. συγκλείειν (äfv. το o
τάμα, τα βλέφαρα).: t. ögonen, (κατ a) μν ειν. f. ngt,
ύπεροράν τι, περιοράν τι.: t. ögon ο. öron på en
död, συλλαμβάνειv τό στόμα xal τονς
οφθαλμούς.: t. öronen, sed. o.: t. dörren f. ngn,
dno-κλείειν τινά θύραις
Tillslutning, κλεϊσις, κατάκλεισις, ή.
Tillslå, 1) eg., Επ-, προσαράττειν (en dörr
1. d). προς-, χαθηλούν, σνγχροτεϊν (spika till,
ihop).: t. dörren f. ngns näsa, προσαράττειν τινί
εϊς τό μέτωπον τήν θύραν. 2) se Till gjut a.
3) se A η s 1 å.: på en auktion, χαταχυρούν τινί
τι. χαταχηρύ ττειν τι εις τινα.
Tillsläppa, παρέχειν, -σθαι. (παρ* Ιαντον,
af egna medel) dido ναι.
T i 11 smeta, diaxoXXàv. Επιφράττειν.
Tillsmälla, se Tillslå.
Tillsnöra, σφίγγει v. άπο-, Επισφίγγειν.
Tillsnörning, άπόσφιγξις, ή.
Tillspetsa, (άπ)οξύνειν. θήγειν, άχονάν
(hväs-sa). άποκορυφούν (ge spetsig form).
Tillspika, χαθηλούν. χαταχλείειν ήλοις.
Tillspikning, χαθήλωσις, ή. ήλων Εμβολή, ή.
Tillspänna, χατα-, συμπερονάν.
χαταλαμ-βάνειν περόνη.
Tillspärra, άπο-, iμ-, άντιφράττειν.
άπο-χλείειν.: t. vägen f. ngn, Eμπodώv ϊστασθαι 1.
γίγνεσθαι τινι. dιaxλεiεtv τινά τής odov.
άπο-φράγνυσθαί τινα. Εγχόπτειν τινί.
Till spärrning, άπό - , εμφραξις, ή. άπό-,
dιάxλεισtς, ή.
Tillspörja, se Fråga.
Tillstoppa, άπο-, \πι-, Εμφράττειν. (Επι-,
Εμ)βύειν.
Tillstoppning, εμφραξις, ή. Εμφραγμός, ό.
Tillströmma, Επιρρεϊν, είσρεϊν (eg. ο. oeg.).:
om mskr, äfv. πολλούς 1. συχνούς σννιέναι.
Tillströmmande, se Tillflöde.
Tillstunda, Επιέναι. Εγγύς είναι 1.
γίγνεσθαι. (μέλλε ι ν) εσεσθαι. μέλλε tv. Jfr Förestå.
Tillstymmelse, τύπος, ο. αρχή, ή.: icke
en t., ovd* Ελάχιστον, ovdè γρύ.
Tillstyrka, σνμβονλε ύειν. παραινείν. εϊση·
γεισθαι. νποτίθεσθαι. πείθειν. προτρέπειν. συν-,
Επαινεϊν, σννδοχεϊ μοι (gilla).
Tillstyrkan, συμβουλή, ή. παραίνεσες, ή.
γνώμη, ή.: på ngns t., συμβουλεύσαντος 1.
tΑποθεμένου τινός, πεισθείς τινι 1. υπό τίνος.
Tillstå, se Bekänna, Erkänna.
Tillstånd, 1) läge, fhde, dιάθεσις, ή (inre
beskaffenhet, ish. själens), εξις, ή (både om
kroppens o. själens beskaffenhet), χατάστασις, ή
(kroppsligt, äfv. politiskt), σχήμα, το’ (det fhde,
hrun-der ett föremål i det yttre visar sig), πάθος, τό
(ss. följd af en inverkan), πβρίστασις, ή (yttre
omständigheter, läge), ofta gm neutr. af art. t. ex.
statens t., τό τής πόλεως, τά περί 1. κατά τήν
πόλιν. Jfr Läge, Omständigheter.: godt,
blomstrande t., χαλά πράγματα, τά. άχμή, ή.
εύθηνία, ή. εύόαεμονία, ή. χαλή τύχη, ή. ευεξία,
ή (kroppens, mots. καχεξία, ή).: dåligt t., xaxà
1. άπορα πράγματα, τά. χαχή τύχη, ή.: befinna
sig i ett t., tyuv, diaxt^ai (m. adv.), πράτ-
τειν (m. adv., om yttre t.), äfv. πάσχειν (om
dåligt t.).: komma, råka i ett t., dιaτεθήvaι (m
adv), χαταστήναι, Εμπίπτειν εις τι 1. εν τινι. ur
ett annat, μεταπίπτειν, μετ α β άλλε ιν.: befinna sig
i ett godt, blomstrande t., εν 1. χαλώς πράττειν.
ειθηνεϊν. εύάαιμονείν. καλρ τύχυ χρήσθαι. εν
φέρεσθαι,: befinnande sig déri, ε&αίμων, 2.:
befinna sig i eländigt t., ταλαιπωρεϊν, -σθαι. i
ett förskräckligt t., dειvώς diaxt^ai. Ev dειvoϊς
είναι, i d. olyckligaste, eländigaste t., Εσχάτως
diaxs"^ai.: försätta i ett t., dia^évai m. adv.
χαθιστάναι, Εμβάλλειν εις τι (t. ex. ngn i t. af
hjelplöshet, άπόρως dia^évai τινά. εις άπορίαν
χαθιστάναι, Εμβάλλειν τινά), i olyckligt t., äfv.
ταλαιπωρεϊν τινα. i lyckligt t., Äfv. ενάαιμονίαν,
εύπορίαν καιασκευάζειν τινί. i sitt förra t., άπο
χαθεστάναι τινά. åter i godt t., Επανορθούν
τινα. : i sdnt t., ούτω dtaκείμεvoς, 3. ούτως εχων,
ουσα ον. ταύττ] ττ} dtaθέσει 1. εξει χρώμένος, 3.
τούτο 1. ταύτα πάσχων, ουσα, ον. τοιούτος, αύτη,
οϊτο ών, ούσα, όν.: komma i sma t., ταντό
πα-θειν. 2) se Tillåtelse.
Tillstädes, se Närvarande.
Tillstädja, se Tillåta.
Tillställa, 1) öfverlemna, άπο-,
παραδ^ό-ναι. παρεγγυάν. 2) åstadkomma, παρασχευάζειν,
χατασχευάζειν. ποιεϊν. ^ια)πράττειν. μηχανάσθαι
συντιθέναι, συντάττειν, χινεϊν, Εγείρειν (anstifta).
Jfr Föranstalta.
Tillställande, 1) öfverlemnande, άπό-,
πα-ράdoσις, ή. παρεγγύησις, ή. 2) se Följ.
Tillställning, παρασχευή, κατασκευή, ή.
μηχανή, ή, μηχάνημα, τέχνημα, τό (listig,
konstmässig).: = fest, gästabud, se d. oo.
Till ständig, det är t:t f. mig, Επ* Εμοι Εστι.
(ξεστί μοι. προσήκει μοι. dίκaιός ειμι. Εξονσίαν
εχω.: det är ej t:t, ουκ εξεστι. ov πρέπει, dti,
χρή ♦ θέμις. Jfr Till å ti ig.
Tillstänga, se Stänga, Tillsluta.
Tillstöt, τύχη, ή: olycklig, σνμφορά, ή.
σύμπτωμα, τό.
Tillstöta, Επιγίγνεσθαι. προσγίγνεσθαι.: =
angränsa, se d. ο.
Tillsvärja, se Svärja
Tillsy, καταρράπτειν, άπορράπτειν,
ΰιαρρά-πτειν. σνρράπτειν (hopsy).
Tillsyn, se Uppsigt.
Tillsäga, λέγειν τινί τι.: = befalla, κελεύειν
τινα ποιεϊν τι.: = lofva, νπισχνεϊοθαι,
Επαγγέλ-λεσθαί τινί wi. ποιήσειν τι. Jfr Säga, Befalla
Tillsägelse, λόγος, ό. κέλενσμα, τό.
ύηό-σχεσις, ή, Επάγγελμα, τό. ofta gm vv., se Föreg.:
på t. af ngn, χελεύσαντός τίνος. Jfr Befallning.
Tillsända, se Tillskicka.
Tillsätta, 1) se Tillägga. 2) förlora,
x«-τ αναλίσκε iv, κaτadaπavάv (på ngt, εις τι),
άπολλύναι, diaqνθείρειν (m. part.).: han har tillsatt
hela sin förmögenhet på byggnadsföretaget, %1ς
τήν oiκodoμiav κατανήλωσεv 1. oϊκodoμώv απώλεσε
πάσαν τήν ούσίαν.: ytterligare, dessutom t.,
προς-αναλίσκειν. πρoσdaπavάv. 3) förordna,
χαθιστάναι, ngn till embete, τινά άρχοντα 1. th
αρχήν. άπodειxvύvaι τινά άρχοντα.: t. i ngns ställe ,
άντικαθιστάναι.: ytterligare t., προσκαθιστάναι.:
embetet är ännu ej tillsatt, ovdfk πω κατέστη εϊς
τήν αρχήν.: t. en domstol, καθίζειν dtκaστήρtov
1. dιxaστάς.
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>