Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vallpipa ...
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>
Below is the raw OCR text
from the above scanned image.
Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan.
Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!
This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.
498
Vallpipa — Vanställa.
Vall pip a, δόναξ, χος, δ. αυλός, δ. σύριγξ,
γγος, ή.
Vall vi sa, π οι μεν ιχο ν (taμα, το.
Val man, ο αΧρού μένος. Se Välja.
Valnöt, κάρι/ον, το’.: trädet, χαρύα, ή.
Valp, σχύλαξ, αχος, δ ο. ή. σχυλάχιον, το.
χυνίδιον, κυνάριον, rö.
Valpa, ιί/.τειν, άποκυείν (αχύλαχας).
Valplats, se Slagfält.
Val rike, πόλις, iv jj oi πολϊται χειροτονούσι
1. αϊρούντκι τον βασιλέα.
Valrätt, ή τής αιρέσεως Εξουσία. αϊρεσις, ή.
ψηφοφορία, ή.
Vals, 1) cylinder, κύλινάρος, ο. σκυτάλη, ή.
ηάλαγξ, γγος, ή. 2) dansen, στρόβιλος, ό.
Valsa, 1) χυλιν δρουν. ό μ αλί ζει ν τώ κυλίνάρω.
2) όρχείσθαι τον στρίβιλον. περιφέρεσθαι είς
στρό-βιλον.
Valsedel, ψήφος, ή.
Valsformig, se C y 1 i η derfo rmi g.
Valspråk, σύμβολον, ιό. γνώμη, ή.
Valuta, αξία, ή. Se Värde.
Van, εϊθισ μένος, 3. συνήθης, 2 (m. dat.).
ΕΟάς, άδος, ό, η (m. gen.).: vara ν., εϊωθέναι.
έθος έχειν. είθίοθαι, vid ngt, τί. προς-,
συνει-θίσθαι τινί σύνηθες 1. έν εθει έστί μοί ιι.: ej
vara ν. vid ngt, άήθη 1. άπειρον εϊναί τίνος. Jfr
V änj a.
Vana, se Sed 1).: af v., έξ 1. υπ’ έθους.
έθει. εϊθισμένος, 3.: efter ngns ν., τρόπον
τίνος. : mot ν., παρά τρόπον, άπό τρ’που.: aflägga,
ändra ν., μεταμανθάνειν.: ν:η är d. andra
naturen. τό έ&ος οίον φύσις γίγνεται. έθος
Επίκτητος φύσις.: det är så ν:η, ο υ τω νομίζεται.
Van ar t, κακόν έθος, τό.
Vanarta (s), se Vanslägtas.
Vanartig, κακοήθης, 2. κακότροπος, 2.
xa-χός, 3. πονηρός, 3.
Vanartighet, κακοήθεια, ή. χαχοτροπία, ή.
χακία, ή. πονηρία, ή.
Vanbördig, άγενής, 2. κακογενής, 2 (Sedn.).
Jfr Oäkta.
Vanbördighet, αγένεια, ή. νοθεία, ή (oäkta
börd).
Vandel, se Lif 2).: handel o. v., se Handel.
Vand la, handla o. v., se Handla.
Vandra, 1) eg., πορεύεαθαι. βαάίζειν.
odoi-πορείν.: i främmande land, άποάημειν.: v. fr. land
till land, γήν έκ γής άμείβεσθαι.: till andra
bostäder, se Utvandra. 2) hg., se Lefva 2).
Vandrare, odonτόρος, ό. όάίτης, o (poet.).
Vandring, l) eg., όάοιπορία, ή. πορεία, ή.
αποδημία, ή.: djurs, Εκτοπισμός, ό : göra v:ar,
Εκτοπισμοίς ποιεϊσθαι. έκιοηίζεσθαι. jfr
Utvandring 2) fig , se Lefnad 2).
Vandringslif, Εκτοπιστικος βίος, δ.
Vandringslopp, se Lefnadslopp.
Vandringsman, se Vandrare.
Vandrings staf, βακτηρία* ή.: gripa till v:n,
αηοδημείν. όρμάν, -abai Επί τήν πορείαν.
V an fräjd, - a, se Vanrykte, -a.
Vanför, ΐιδύνατος, 2. Jfr Lytt.
Van hed er, se Vanära.
Vanhederlig, αισχρός, 3. άτιμος, 2.
Επο-νείδιστος, 2. άνάξιος, 2. υβριστικός, 3.: ν.
behandling, ύβρις, εως, ή. αϊκΐα, ή. λώβη, ή.
Vanhedra, se Vanära,
Vanhelga, se Ohelga.
V a η h ä f d, αμέλεια, ή άθεραπευσία, ή.: ligga
i ν. (om åker), άργείν. άηγον είναι.
Vanhäfda, άμελείν. αργόν Εάν.
Vank, se Lyte.
Vanka, περιπατείν. περιπλανάσθαι.
Vanka(s), ύπάρχειν. παρέχεσθαι. είναι,
γίγνεσθαι.
Vankelmod, αβέβαιο της, ή. τό τής γνώμης
άγχίστροφον. Se Följ.
Vankelmodig, άβέβαιος, 2. άγχίστροφος, 2.
ευμετάβολος, ευμετάβλητος, 2 παλίμβολος, 2.
Vanlig, εϊθισμένος, 3. εϊωθώς, υϊα, ός.
νο-μίμος, 3 ο. 2 νομιζόμένος, 3. έν εθει
γενόμενος, 3. συνήθης, 2. σύντροφος, 2.: = alldaglig
(έπι)τυχών, ούσα, όν. κοινός, 3.: mer än v:t, πέρα
τού εϊωθότος.: det är v:t, νομίζεται, νομίζουσι.
φιλονσί πως. καθέστηκεν.
Vanligen, -ligtvis, se Merändels.
Vanlottad, κακοφυής, 2. άφυής, 2 ατυχής, 2.
Vanmakt, 1) se Kraftlöshet. 2)
svim-ning, λειηοθυμία, λειποψυχία, άψυχία, ή.: falla
i ν., se Dåna.: ligga i v., λειποψυχήσαντα
κει-σθαι.
Vanmäktig, 1) se Kraftlös. 2) svimnad,
λειπόθνμος, λειπόψυχος, 2 : bli ν., se Dåna.
V an na, λίκνον, τό. λικμός, δ.
Vann a, λικμάν.
Vanpris, se Underpris.
Vanpryda, κακώς πρέπειν τινί. καταισχύνειν,
λυμαίνισθαί τινα άφ αιρείν τού κάλλους.
Vanrykt, se Vanskötsel.
Vanrykta, διαβάλλειν τινά. άδοξίαν,
χαχο-άοξίαν, αισχύνη ν περιάπτει ν 1. κατασκευάζειν τινί.
χακόάοξον etc. ποιεϊν 1. τιΒέναι. — vanryktad,
χαχόάοξος, άδοξος, 2. jfr beryktad.: vara ν.,
se Folj.
Vanrykte, κακή δόξα, ή. κακοδοξία, ή.
άδο-ξία, ή. άιαβολή, ή (förtal).: vara, stå i v.,
χα-χοδοξείν. άδοξείν. κακώς άκούειν.
Vansinne, παράνοια, ή παραφροσύνη, ή.
φρε-νο$λάβεια, ή παρακοπή, ή. παραφορά, ή.
παρα-πληξία, ή. μανία, ή άνοια, αφροσύνη, ή (svagare).
Vansinnig, παράφρων, 2. παράφορος, 2.
πα-ράπληκτος, 2. φρενοβλαβής, 2. μανείς, είσα, έν.
μανικός, 3.: vara, blifva ν., παραφρονείν
παρα-παίειν έξίστασΟαι τών φρενών, μαίνεσθαι.
με-λ((γχολάν.: göra ν., μ αν ί αν Εμβάλλει ν 1 έμποιείν
τινι. μαίνεσθαι ποιειν τινα. έκμαίνειν τινά.
Vansinnighet, se Vansinne.
Vanskapiug, se Missfoster.
Vanskaplig, - het, se Missbildad, - ning.
Vansklig, σφαλερι’ς, 3. Επισφαλής, 2.
αβέβαιος, 2. ού μόνιμος, 2. άπορος, 2. χαλεπός, 3.
Επικίνδυνος, 2. άγχίσιροφος, 2 ε ύ με τ άβολος,
ευμετάβλητος, 2.
Vansköta, άμελείν, παρ-, καταμελείν τίνος.
άμελώς έχειν τινός 1. περί τι. άμελώς 1. κακώς
διοικείν, διέπειν, Επίτροπε υ ειν (se Sköta). Jfr
Forsumma.
Vanskötsel, αμέλεια, ή. κακή διοίκησις 1.
Επιτροπή, ή.
Vanslägtas, χείρω γίγνεσθαι (τών
προγόνων). άιαφθείρεσθαι. Εκπίπτειν εϊς άλλότριον εΙ·
ιίος. μεταβάλλειν, τρέπεοθαι, κλίνειν Επί το
χείρον. Jfr Urarta.
Vanställa* ίψοςφον, δύσμορφον ποιεϊν. λν-
<< prev. page << föreg. sida << >> nästa sida >> next page >>