- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
510

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vira ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

510

Vira — Vitsord.

Vira, σπειράν. στρέφειν. ελίττειν.: v. ihop,
συμπλέκειν. συσπειράν.: v. ngt om ngt,
περιελίτ-τειν, έμπλέκειν τί τινι. ένειλείν τί τινι 1. εν τινι
1. κατά τι.

Virka, πλέκειν. ύφαίνειν.

Virke, ύλη, ή. ξύλα, τά.

Virkning, υφανσις, ή. ύφασμα, τό.

Virrig, se Förvirrad..

Virrvarr, se Villervalla.

Virtuos, i ngt, σοφιστής τίνος, δεινός τι.:
ν. på flöjt, άριστος αύλητής, ό. -itet, δεινότης,
ή. αρετή, ή.

Vis, se Sätt.

Vis, σοφός, 3. σώφρων, 2. φρόνιμος, 2.
εύ-βουλος, 2.: vara ν., handla v:t, σωφρονεϊν.: ett
ν. råd, ευβουλία, ή. καλόν βούλευμα, το’.: s.
tycker sig vara v., δοκησίσοφος, δοξίσοφος, 2.

Visa, ωδή, ή. μέλος, τό. άσμα, τό. νόμος, δ.:
liten ν., άσμάτιον, τό.

Visa, 1) utpeka, δεικνύναι σημαίνειν.: m.
fingret på ngt, se Peka.: v. ngn vägen, se Väg.:
soluret v:ar på sex, ό γνώμων σημαίνει τήν
έ-κτην.: ν. ngn till ngn, προστρέπειν τινά τινι. 2)
låta se, δεικνύναι. άπο-, έν-, έπιδεικνύναι.
έπι-δείκνυσθαί τι, έπίδειξιν ποιεϊσθαι τίνος (ngt sig
tillhörigt, t. ex. τέχνην). φ>αίνειν. άνα-,
άποφαίνειν. δηλούν. φ>ανερόν ποιειν. παρέχειν, -σθαι
(ό-ράν).: ν. sig, φαίνεσθαι. άνα- , έπι-, κατα-, προ-,
φαίνεσθαι. φανερόν, δήλον γίγνεσθαι, δράσθαι.
δηλούσθαι. ofta γίγνεσθαι (uppkomma).: plötsligt
ν. sig, παρ-, έφίστασθαι.: ngt v:ar sig f. mig
så 1. så, φαίνεται, δοκεϊ μοι.: v. sig ss. ngt,
δεικνύναι, άνα-, έπιδεικνύναι εαυτόν τινα.
παρέχειν εαυτόν τινα (t. ex. άνδρα αγαθόν),
φαίνεσθαι m. part. (t. ex. εύ ποιουντά, ss. välgörare).:
det v:r sig, φαίνεται, φανερόν, δήλον γίγνεταιΧ.
έστι. vanl. dock i personl. konstr. jfr Upp e η b ar.:
jag v:r deltagande f. ngns sorg, δήλός εϊμι,
συν-αχθόμενός τινι.: jag v:r ånger, φαίνομαι 1.
φανερός είμι μεταμελόμένος, προσποιούμαι
μεταμέ-λεσθαι 1. μεταμέλειαν ( — låtsa).: ν. ngn
vänskap , φίλο ν παρέχειν εαυτόν τινι.
φιλοφρονεϊ-σθαί τινα.: ν. sig sdn man är, tJ φύσει χρήσθαί.:
v. ngn fr. sig, se A fv i sa. Se f öfr. Bevisa.
— v. bort, fram, upp, etc., se compp.

Visare, på ur, γνώμων, ονος, δ.

Visdom, se Vishet.

Vise, ήγεμών 1. βασιλεύς τών μελιττών, ό.

Vishet, σοφία, ή. σωφροσύνη, ή. φρόνησις,
ή. ευβουλία, ή.

Vision, se Syn.

Visit, se Besök, -ation, έξέτασις, ή.
έξε-τασμός, δ. έρευνα, ή.: en vaktposts, έφοδεία, ή.
-era, (δήεξετάζειν. έρευνάν. κατασκόπων,
έφο-δεύειν.

Viska, κόρηθρον, τό.

Viska, κορεϊν. σαίρειν. καθαίρειν.

Visning, ini-, άπόδειξις, ή. δήλω-

σις, ή.

Visp, σπάθη, ή. σπάθιον, τό.

Vispa, σπαθίζειν. κυκάν.

Viss, 1) säker, a) om en sak, άσφαλής,
βέβαιος, 2. άψευδής, 2. πιστός, 3. δήλος, 3.
κατάδηλος, 2. φανερός, 3. σαφής, 2. έναργής, 2.
ώρι-σμένος, 3. άκριβής, 2 (noggrann).: vi erfara
ingenting v:t, ουδέν ακριβές άκούομεν.: ta det v:a
f. det ovissa, αιρεϊσθαι τά iv χερσίν άντί τών ά-

δήλων όντων οπως αποβήσεται.: det är ν:t,
δήλον, φανερόν ίστιν. φαίνεται, vanl. i personl.
konstr., se Uppenbar, b) om pers., vara v.,
πι-στεύειν. πεπεϊσθαι. πεποιθέναι. ευ, άκριβώς
είδέναι. : var ν. att, ευ ϊσθ’ οτι. 2) någon, ej
närmare angifven, τις, τί (enkl.).: det gifves v:a
mskr, είσί τίνες.: på v. sätt, i v. afs., πώς, π$,
πού, τι (alla enkl.). τρόπον τινά. — Adv., 1)
säkert, f visso, ασφαλώς, βεβαίως, φανερώς. σαφώς,
έναργώς.: veta ngt ν., σαφώς, άκριβώς είδέναι τι.
έξεπίστασθαί τι.: så ν. som, (i försäkringar ο.
böner), vanl. gm ούτως m. opt. t. ex. så v. s. jag
vill bli salig, skall jag hålla ord, ούτω
μακαρί-ας τύχοιμι, φυλάξω τήν πίστιν.: rädden mig så
ν. s. J hoppens glädje af edra barn, όντως
οναι-σθε τών τέκνων, σώσατέ με.: så ν. s. jag heter
Alexander, ή μή με Άλέξανδρον νομίζετε. 2) ss.
partikel uttryckande, a) försäkran, η, η που, η
μήν (i början af satser), τ oi, γέ τοι, δή-γε, γε
δή, μήν, μέντοι (inuti), iron., πού. δήπου.
δήήου-θεν. δήθεν, γάρ δή. μέντοι. οίμαι.: då skall du
ν. erfara, τότί γε δή πεύσει.: om ej helt ο.
hållet, dock v. till en del, ει μή δλον άλλά μέρος
γε 1. άλλ* ούν μέρος γε.: helt ν., ά μέλει,
πάντως. πάνυ μέν ούν (i svar).: ν. icke, ου μέντοι.
ούμενούν. ού μή m. conj. jfr Följ. b) förmodan,
ίσως. ίσως τάχα. οίμαι.: iron., se ofvan.

Visserligen, ή. ή που. δή. γε δή. τοί.
μέντοι. δηλαδή, δηλονότι (tydligen), άμέλει
(naturligtvis).: vid följande motsats, μέν. μέντοι.: äfv.
καίπερ m. part., t. ex. han är v. fattig, men dock
stolt, καίπερ πένης ών μέγα φρονεί.: i svar,
πάνυ γε 1. π. μέν ούν. παντάπασί γε 1. π. μέν ούν.
κομιδρ γε 1. κ. μέν ούν. και μάλα. σφόδρα (γε).
μάλιστά γε. πώς γάρ ου. Jfr Ja.

Visshet, άσφάλεια, ή. βεβαιότης. τό σαφές,
άκρίβεια, ή. τό πιστόν. πίστις, εως, ή (en
persons).: m. ν., se Visst 1).: m. fullkomlig,
största v., ασφαλέστατα, σαφέστατα, ακριβέστατα
etc., se sma st.: m. v. påstå, διισχυρίζεσθαι.:
ha v. om ngt, σαφ>ώς 1. άκριβώς είδέναι τι.
έξε-πίότασθαί τι. σαφώς πεπύσθαι (gm underrättelse).:
gifva ngn v. om ngt, φανερόν ποιεϊν τινί τι.

Vissna, (άπο)μαραίνεσθαι. παρακμάζειν.
ά-τροφεϊν (om animal. kroppar). — vissnad, =
slapp, lam, se d. oo.

Vissnande, μάρανσις, ή. μαρασμός, ό.
πα-ράκμασις, παρακμή, ή. ατροφία, ή.

Visso, f. ν., se Visst 1).

Vistas, διαιτάσθαι. τήν διαιταν ποιεϊσθαι 1.
έχειν. διάγειν. διατρίβειν, ϊνδιατρίβειν (m. bibegr.
af sysslolöshet), έπιδημεϊν (ss. främling),
άποδη-μεϊν (i främmande land).

Vistelse, διατριβή, ή. έπιδημία, ή.
αποδημία, ή. vanl. gm vv.

Vistelseort, καταγωγή, ή. διαγωγή, ή.
διατριβή, ή.: ändra ν,, μετανίστασθαι. Jfr Bostad.

Visthus, ταμιεϊον, τό. άποθήκη, ή.
παρά-θεσις, ή.

Vite, se Böter.

Vitesbrott, άδικημα, ω iπίκειται ζημία.

Vitesförbud, ή έπί ζημία άπαγόρευσις.

V i t r i o 1, στυπτηρία, ή.: lik ν., στυπτηριώδης, 2.

Vitriolmalm,χαλκϊτιςστυπτηρία, ή. μίσυ, τό.

Vitsord, 1) se Intyg.: ha godt v. om sig,
ευ 1. καλώς άκούειν. εύδοκιμεϊν.; s. har godt v.
om sig, ευδόκιμος, 2. ένδοξος, 2- 2) vittnande-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0514.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free