- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
516

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Välklang ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

516

Välklang— Välvillig.

σθαι, χρηφοφορεϊν (gm röststenars aflemnande).
— väld, αιρετός, 3. χειροτονητός, 3. = utvald,
se under Utvälja.

Välklang, -klingande, se Välljud,-ande.

Välklädd, εύσταλής, 2. ενείματος, 2.: vara
v., εύειματεϊν.

Välkomma, ασπασμός, ό. πρόσρησης, ή·
δε-ξίωσις, ή.: dricka v. f. ngn, φιλοφρονούμενον
προπιεϊν nw.

Välkommen, αγαπητός, 3. άσπαστός, 3.
εύ-άρεστος, 2. χαρίεις, εσσα, tv. κεχαρισμένος, 3.
ήδύς, fia, ν.: helsa ν , se Följ.: ngt är mig v:t,
ασμένως δέχομαι τι. αγαπώ τι. εστι τί μοι
βου-λομένω 1. άσμένω.

Välkomna, άσπάζεσθαι. δεξιούσθαι.
φιλοφρο-νεϊσθαι. χαίρειν κελεύειν.: ν. hrandra,
άντασπά-ζεσθαι. άντιδεξιούσθαι.

Välkomnad, -ande, -komsthelsning,
-skål, se Välkomma.

Välla, 1) intr., se Sjuda. 2) tr.,
συγκρο-τειν. κολλάν.

Vällefnad, ήδυπάθεια, ή. τρυφή, ή. τά
μαλακά. : hänge sig åt ν., ήδυπαθεϊν. τρυφερώς ζήν.
τρυφάν.

Välling, άθάρη, ή. πόλτος, ό. Jfr Gröt.

Välljud, εύφωνία, ή. ενστομία, ή.

Välljudande, εύφωνος, 2. εύφθογγος, 2.
εύη-χής, 2. εϋστομος, 2.: en ν. röst, ευεπής φωνή.

Vällning, χόλλησις, συγχρότησις, ή.

Välloflig, ενχλεής, 2. ένδοξος, 2.

Vällukt, εύωδία, ενοδμία, ενοσμία, ή. ηδεία
οσμή, ή.: sprida ν., εύωδεϊν. ευωδιάζεσθαι. ήδύ
όζειν.: känna en ν. af ngt, εύωδίζεσθαι ύπό τίνος.

Välluktande, ευώδης, 2. εύοσμος, ήδύοσμος,
2.: vara ν., se Föreg.

Vällust, ηδονή, ή, ήδνπάθεια, ή (sinligt
angenäm ksla i allmht). άφροδίσια, τά
(kärleks-njutning). άσέλγεια, άχρασία, ή (omåttlighet).
λαγνεία, μαχλοσύνη, ή (kättja).: vara begifven
på v., ήττω είναι τών περί τό σώμα ήδονών.
δονλεύειν τρ ήδοντ}.: jaga efter ν., θηρεύειν,
θη-ράν τάς ήδονάς.: öfverlemna sig åt v:ns njutning,
άφροδισιάζειν.

Vällustig, ήδύς, 3, άφροδίσιος, 3 (bl. om
sak), άσελγής, 2. άχρατής, 2. ακόλαστος, 2.
ήδν-παθής, 2. τρυφερός, 3. τρνφερόβιος, 2. λάγνος,
2 (om man), μάχλος, 2 (om qvinna).: vara v.,
άσελγαίν ειν. λάγνε ύειν. ράδιον είναι πρός τάς
ήδονάς.: lefva v:t, ήδυπαθεϊν. τρνφερώς ζήν.
έχ-τρυφάν.

Vällusting, ο1 τών ήδονών ήττων, ό πρός
τάς ήδονάς άχρατής. λάγνης, ου, ο.

Väl lärd, πολυμα&ής, 2. σοφώτατος, 3.

Välmakt, εύ&ηνία, ευδαιμονία, ή.: i sin v:s
dagar, άχμάζων, ουσα, ον. Jfr Välstånd.

Välmenande, εύνους, 2. εύνοϊκός, 3.
ευμενής, 2. φιλάνθρωπος, 2.

Välmening, εύνοια, ή. εν μένε ια, ή.: i ν.,
εν φρονών, ούσα, ούν. εύνους ών, ούσα, όν. εύνοία.

Välment, χρηστός, 3. vanl. gm omskr. t. ex.
jag gifver dig ett v. råd, εύ σοι φρονών
συμβουλεύω.

Välmående, 1) till helsan, vara v.,
νγιαίνειν. καλώς εχειν. jfr Frisk. 2) till
förmögen-hetsvilkor, εύχρήματος, 2. εύπορος, 2. εύδαίμων,
2.: vara ν., χρημάτων εύπορεϊν. εύχρηματείν. εύ
εχειν χρημάτων, εΰ&ηνεϊν.

Välmåga, 1) se Välbefinnande. 2)
εύπορία χρημάτων, ή. εύχρηματία, ή. εύδαιμονία,
ή. εν&ηνία, ή.

Välplägad, ενωχημένος, 3. πολλά πεπωκώς,
υϊα, ός. ύποπεπωκώς, 3 (ngt rusig).

Välplägning, εύωχία, ή. Se Förplägning.

Välsigna, 1) se Inviga. 2) nedkalla
välsignelse öfver ngn, εύχεσ&αί τινι πάντα τ αγαθά,
εύλογεϊν τινα (Ν. Τ.). 3) prisa, ενλογεϊν.
έ-παινεϊν. ύμνεϊν. 4) gifva lycka, ε\’δαίμονα 1.
όλβιον ποιεϊν τινα. καλήν τήν τύχην διδόναι τινί.
όλβον τινί περιάπτειν.: Gud v:e dig, δοίη ό θεός
σοι εύτυχεϊν. ευμενής σοι εϊη ό θεός. καλώς
πρά-ξειας σύν θεφ.: ν. ngn m. ngt, άφθονον παρέχειν
τινί τι.: ν. ngt, τρέπειν τι είς καλόν. —
välsignad, εύδαίμων, 2. όλβιος, 3. καλός,
κάλλιστος, 3 (herrlig), άφθονος, 2 (riklig).: ν. vare
du, εν σοι γένοιτο, όναιο. όλβιος ειης.: ett ν. år,
εύετηρία, ή.: vara ν. m. ngt, άφθονον εχειν τι.:
vara i ν. tillstånd, se hafvande.

Välsignelse, 1) nedkallelse af Guds nåd,
ευφημία, ή. έπευχή, ή. ευλογία, ή.: följa ngn m.
ν:γ, μετ1 ευφημίας παραπέμπειν τινά. 2)
välgång m. Guds nåd, θεια μοίρα, ή. τό τών θεών
ευμενές, εύμένεια ή παρά τών θεών.: gm, m.
Guds ν., σύν θεώ. σύν θεοϊς.: ngt bringar ν.,
συμφέρει, ωφελεί τι.: ngt bringar ingen ν.,
ά-κερδές έστί τι. ουδέν όφελος (έστί) τίνος, ουκ είς
καλόν γίγνεται 1. άποβαίνει τι. 3) öfverflöd,
ά-φθονία, ή. εύπορία, ή.

Välsinnad, se Välmenande.

Välskapad, se Välbildad.

Välsmaklig, ηδύς, 3. γλυκύς, 3. εύστομος, 2.

Välstånd, ευδαιμονία, ή. εύθηνία, ή.
εύπορία, ή. εύχρηματία, ή. όλβος, ό.: befinna sig i
ν., εύδαιμονεϊν. εύθηνεϊν. εύπορεϊν.

Vält, ρόπαλον, ρόπτρον, τό.

Välta, 1) se Vältra. 2) se Kullstjelpa.

Vältalare, άνήρ δεινός λέγειν 1. ρητορικός,
ό. σοφιστής (λόγων), ού, ό. ό περί τούς λόγους
τεχνικός, λογοδαίδαλος, ό. τεχνίτης λόγων, ό.:
ss. en ν., ρητορικώς.

Vältalig, δυνατός (3) 1. δεινός (3) λέγειν,
εύεπής, εύγλωσσος, 2. πιθανός, 3 (egnad att
öfvertala 1. öfvertyga), καλός, 3 (t. ex. λόγος).

Vältalighet, ή τού 1. έν τοις λόγοις 1. περί
τούς λόγους δεινότης. ή τών λόγων δνναμις 1.
έμπειρία. εύέπεια, εύγλωσσία, ή. πειθώ, ούς, ή.
τό πιθανόν, κάλλος, τό. jfr Föreg.: ss. konst,
ρητορική , ή.: han äger ν., δεινός έστι λέγειν.:
s. har anlag f. ν., ευφυής λέγειν.

Vältalighetskonst, se Talarekonst.

Vältning, se Vältrande, Stjelpning.

Vältra, κυλίνδειν, -δεϊν.: v. sig, gm pass.:
v. fr. sig ngt, άπωθεϊσθαι, άποτρίβεσθαί τι.: v.
ngt på ngn, έπάγειν, Ιπιφέρειν τινί τι. τρέπειν
τι είς 1. έπί τινα.

Vältrande, κύλισις, κυλίνδησις, ή. κυλισμός, ό.

Välvilja, εύνοια, ή (mot ngn, τινός 1. είς,
πρός τινα). εύμένεια, ή. φιλοφροσύνη, ή.
ευγνωμοσύνη, ή. χάρις, ιτος, ή.: af ν., εύνοία κατ* 1.
δι’ εύνοιαν. δι’ εύνοιας.: vinna ngns ν., κτάσθαι
τήν παρά τίνος εύνοιαν. άνακτάσθαί τινα.: hysa
ν. f. ngn, se Följ.: visa ngn v., εύνοιαν
έπιδεί-κνυσθαι 1. παρέχεσθαι τινι φιλοφρονεϊσθαί τινα.

Välvillig, εΰνονς, 2. ευνοϊκός, 3. ευμενής,
2. προσφιλής, 2. φιλόφρων, 2 (alla m. dat.), εύ-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0520.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free