- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
517

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Välväxt ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

yaiTäxt — Vänskaplig.

517

γνώμων, 2, φιλάνθρωπος, 2 (ss. allmän
egenskap). : yara τ. mot ngn, εύνοϊκώς 1. ευμενώς
εχειν 1. (Τιακεϊσθαί τινι 1. πρός τινα. ευ φρονεϊν
τινι 1. εις τινα. προοφιλώς εχειν 1. χρήσθαί τινι.

Välväxt, se Välbildad.

VälÖnska, -an, se Lyckönska, -an.

Vämjas, ναυτιάν (känna äckel), vid ngt,
β(Τε-λύττεσθαι, μυσάττεσθαι, σικχαίνειν,
(Τυσχεραί-νειν τι.

Vämjelig, ναυτιώβης, 2 (äcklig i eg. men.).
άηόής, 2, άοηρός, 3, βδελυρός, β<Τελυκτός, 3,
οιχχαντός, 3, δυσχερής, 2 (i allmht vidrig).

Vämjelse, ναυτία, ή (äckel ο. illamåsnde).
άση, βάελυγμία, άψfia, ή (vedervilja), άνορεξία,
σικχασία, ή (vid ätning).: väcka ν., ναυτίαν,
ά-σην etc. παρέχειν.: äta m. ν., άηΰώς Εσθίειν.:
känna ν., se Vämjas.

Vän, se Ljuf.

Vän, φίλος, ό, εϋνους, ο (i allmht, s. hyser
väuskap). οικείος, o (förtrogen, familiaris).
Επι-τήιϊειος, o (s. står i nära förbindelse m. ngn,
necessarius). εταίρος, o (kamrat, stallbroder),
συνήθης, o (samvand o. till charakter
öfverensstämmande). συνών, o (lefvande tillsammans m. ngn).
γνώριμος, 2 (bekant). Επιθυμητής, ου, o (s. har
begär efter ngn 1. ngt).: fem. φίλη, ή. εταίρα, ή
etc.: pl., äfv. οι συν τινι 1. μετά τίνος
(anhängare). οι άμφ>ί 1. περί τινα (kamrater, umgänge).:
vara ν. till ngn, φίλον εϊναί τινι 1. τινός,
φιλι-χώς, οϊχείως εχειν 1. (Τιακεϊσθαί πρός τινα.: ha
ngn till ν., φίλω χρήσθαί τινι.: göra sig ngn till
v., φίλον ποιεϊσθαι 1. χτήσασθαί τινα.
οικειού-σθαί τινα.: min ν. (i tilltal)., ώ φίλε. ώ φιλότης.
ώ τάν (1. τάν).: utan v:er, άφιλος, 2.: vara en
ν. af ngt, άγαπάν τι. ή&εσθαί τινι άσπάζεσθαί
τι. έπιθυμητήν εϊναι, έπιθυμητιχώς εχειν τινός.
— Ofta gm smnsättning m. φίλος t. ex. v. af
möda, faror, vin etc., φιλόπονος, φιλοκίνάυνος,
φίλοινος, 2 etc., se Lex.

Vända, 1) tr·., τρέπειν (gifva en rigtning åt
ngt håll), στρέφειν, Επι-, μεταστρέφειν (gifva
annan, ofta motsatt riktning), άναστρέφειν (v.
tillbaka). παρ άγειν, παρατρέπειν (åt sidan),
κάμπτειν, χλίνειν (böja, i sned riktning),
μεταβάλ-λειν (kasta om).: v. ögonen, uppmärksamheten,
ryggen etc., se subst.: v. en klädning, τ« Εντός
τού Εσθήματος εξω τρέπειν.: ν. allt till d. bästa,
πάντα Επί τό βέλτιον τρέπειν. πάντα καλώς
τι-θέναι. = tyda allt till d. bästa, ύπολαμβάνειν
Επί τό βέλτιον άπαντα, b) refl., ν. sig, utom
pass. af nämnde vv. äfv. act. άνα-, Επιστρέφειν.
κλίνειν. μεταβάλλειν. åt ett håll, είς, πρός, Επί
n.: = vetta, se d. o.: lyckan har vändt sig,
πε-ριεστηκεν ή τύχη. είς τούναντίον περιέστηχε 1.
χα-θέστηχε τά πράγματα (jfr Blad).: ν. sig till ett
ställe, τρέπεσθαι (τήν) Επί τι (όάόν). άπιέναι εϊς
τι: ν. sig mot ngn, τρέπεσθαι Επί τινα.: ν. sig
till ngt (= egna sig), τρέπεσθαι εϊς, Επί, πρός
τι. άπτεσθαί τίνος.: ν. sig till ngn, βλέπειν πρός,
εις τινα. προσιέναι τινί. προστρέπεσθαί τινα.
ϊέναι Επί τινα. καταφεύγειν πρός τινα. m. en bön,
προσιέναι τινί (άεόμενον). προστρέπεσθαί τινα.
τρέπεσθαι Επί τινι. m. sitt tal, λέγειν πρός τινα.
(Τιαλέγεσθαί τινι. βλέπειν πρός, εϊς τινα.: ν. sig
fr. ngn, ånοστρέφεσθαι, άφίστασθαί τίνος,
προ-λείπειν τινά.: ν. ifr. sig ngt, se Af vä η da. 2)
intr., se b).: v. m. vagnen, fartyget, τό άρμα,

τήν ναύν Επιστρέφειν (d. förra, äfv. bl. κάμπτειν).
— v. bort, fram, in, om, ut etc., se compp.
v. af, om fr. (att), se Upphöra.: v. upp o. ned,
άνω καί κάτω μεταστρέφειν 1. ποιεϊν. άνω κάτω
στρέφειν 1. χινεϊν. άνατρέπειν.: ν. ut ο. in, τα
Εντός έξω τρέπειν.

Vändcirkel, -krets, τροπικός κύκλος, ό.
τροπαί, αι

Vändning, τροπή, στροφή, Επιστροφή,
μεταβολή, ή (både i tr. ο. ref. bet.).: en brottares,
λυγισμός, o (gm sdne kullkasta ngn, λυγίζειν
τινά).: milit., χλίσις, ή. Επιστροφή, ή (ish. flankv.).
άναστροφή, ή (belt om), μεταβολή, ή (se Lex.).:
göra ν., se Vända.: afgörande v., ροπή, η.:
taga en annan v., άποκλίνειν. άλλοιούσθαι.
(μετ)-αλλά ττεσθαι. περιίστ ασθαι, μετ αβάλλειν (äfv. en
motsatt ν., = εις τούναντίον περιίστασθαι 1.
ά-ποβαίνειν).: taga en god, dålig ν., χλίνειν Επι
τό^ βέλτιον, Επί τό χεϊρον. άποβαίνειν καλώς,
κακώς (d. sedn. äfv. περιίστ ασθαι, ρέπειν Επί τό
χείρον).: taga en farlig ν., Επί τό άεινόν
περι-ίστασθαι.: gifva ngt en annan ν., μεθαρμόζειν
τι.: en oberäknad ν., τό παρά γνώμην γεγονός.

Vändpunkt, καταστροφή, ή. ροπή, ή.

Vänfast, βέβαιος 1. πιστός φίλος 1. Εν τρ φιλία.

Vänfasthet, βέβαιος φιλία, ή. τό τής φιλίας
πιστόν. ή πρός τούς φίλους πίστις.

Vängåfva, φίλου (Τωρεά, ή. — Επίάοσις, ή.

Väninna, φίλη, ή· εταίρα, ή.

Vänja, ngn vid ngt, Εθίζειν, προσεθίζειν τινά
τι 1. πρός τι 1. m. inf. συνεθίζειν τινά ποιεϊν τι
(τινά τινι, ngn vid ngn), σύνηθες ποιεϊν τί τινι.
παρασκευάζειν, παι(Τεύειν τινά ώστε m. inf.: ν.
sig, Εθίζειν εαυτόν. Εθίζεσθαι, προσεθίζεσθαι (τινί).
παρασκευάζεσθαι ώστε m. inf. 1. ώς m. part. fut.:
jag v:er mig vid ngt, äfv. συνήθης γίγνομαί τινι.
σύνηθες γίγνεται μοί τι. — vand, se Van. —
ν. af, ifrån, se Afvänja.

Vänjande, Εθισμός, o. o. gm vv.

Vänkär, φιλόφιλος, 2. φιλέταιρος, 2.

Vänkärhet, ή πρός τούς φίλους εύνοια,
φι-λεταιρία, ή.

Vänlig, φίλιος, φιλικός, 3. φιλόφρων, 2.
εύ-νους, εύμενής, 2 (välvillig), φιλάνθρωπος, 2 (mskov.).
εύπροσήγορος, φιλοπροσήγορος, 2 (tillgänglig).
Επίχαρις, ι, gen. τος (intagande, behaglig),
φαι-(Τρός, 3 (strålande), πραύς, 3 (mild, saktmodig).:
bemöta ngn v:t, φιλοφρονεϊσθαί τινα.: vara v:t
stämd mot ngn, φιλικώς, φιλοφρόνως εχειν τινί
1. πρός τινα.

Vänlighet, φιλοφροσύνη, η. εύνοια,
εύμέ-νεια, ή. φιλανθρωπία, ή. εύπροσηγορία,
φίλο-προσηγορία, ή. φαιάρότης, ή. πραότης, ή.

Vänskap, φιλία, ή. οϊκειότης, ή
(förtrolighet). εταιρία, ή (kamratskap), εύνοια, ή.: hysa ν.
f. ngn, se under Följ.: vara förbunden m. ngn
gm v., προσήκειν τινί φιλία.: sluta v. m. ngn,
φιλίαν ποιεϊσθαι πρός τινα. φιλίαν συντίθεοθαί
τινι. εις φιλίαν ϊέναι τινί.: vinna ngns ν., φιλίαν
λαβείν 1. κτήσασθαι παρά τίνος.: lefva i ν. m. ngn,
<Τιά φιλίας ϊέναι τινί.: bryta ν:η, (άια)λύειν τήν
φιλίαν.: i (all) ν., μετά 1. (Τιά φιλίας, κατά φιλίαν.

Vänskaplig, φίλιος, φιλικός, 3. εύνους, 2.
ευνοϊκός, 3. εύμενής, 2.: vara v:t sinnad mot ngn,
φιλικώς 1. εύνοϊχώς εχειν 1. cΐιακεϊσθαι πρός τινα.:
bemöta ngn v:t, φιλικώς 1. εύνοϊκώς
προσφέρε-σθαί τινι 1. πρός τινα. φιλοφρονεϊσθαί τινα.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0521.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free