- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
89

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - F - Fallande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Fallande — Fara.

89

en gång in, ονδ* εϊς Επίνοιαν ήλθον. ούδ% δναρ
ήλπισα.: lid faller dig in att, τί μαθών) se
vidare Infalla. — f. på (m. sak. subj.),
(κατα)-λαμβάνειν (t. ex. φόβος), εϊσιέναι τινά (sällan
τινί).’. det faller på mig att, Επέρχεται, δοκεί μοι
m. inf — fallen = benägen, se d.

Fallande, se Fall.

Fallandesot, Επίληψις, Επιληψία, ή. τά
Επιληπτικά. : en s. har f., Επιληπτικός, 3. Επίληπτος, 2.

Falldörr, -lucka, καταρρακτή 1. Επιρρακτή
θύρα , ή. äfv. καταρράκτης, καθέκτης, ον, ό.

Fallenhet, se Böjelse, Anlag.

Fallna, (άπο)μαραίνεσθαι. παρακμάζειν.
φθι-σιάν (af tvinsot).

Falna, σποδούσθαι. τεφρούσθαι.

Fals, πτυχή, ή.

Falsa, (αυμ)πτύσσειν. συνάπτειν.

Falsk, 1) osann, ψευδής, 2. Εψευσμένος, 3.
πλαστός, 3.: f. underrättelse, ψευδαγγελία, ή.:
f. föreställning, ψευδοδοξία, ή.: hysa en sdn,
ψευδοδοξείν.: i. vittne, ed, se Vittne, Mened.
Adv., ψευδώς, ψευδή. 2) oäkta, ύπόβλητος, 2,
υποβολιμαίος, 3 (understucken). νόθος, 3 ο. 2.
κίβδηλος, 2. προσποίητος, 2.: f. mynt, κίβδηλον
νόμισμα, το’, αρ/ι^ον παράσημον, το’: f. vänskap,
προσποίητος φιλία, 3) oriktig, ουκ ορθός, 3.:

1 musik, άσύμφωνος, άπηχής, 2. — , ofta
gm smnsättning m. π«ρ«, t. ex. höra, döma f.,
παρακούειν. παραγιγνώσκειν.: stämpla f. (om
mynt), παρασημαίνειν. παρακόπτειν.
παραχαράτ-τειν. Äfv. gm omskr. m. ψεύδεσθαι, σφάλλεσθαι
m. part. (t. ex. άκουοντα). 4) i moral. men.,
δολερός, 3 (bedräglig), άπιστος, 2 (trolös,
otillförlitlig). κακότροπος, 2 (i allmht dålig), ύπουλος,

2 (s. döljer ondska inom sig).

Falskhet, κιβδηλία, ή (oäkthet), δόλος, o4,
άπιστία, jy, κακοτροπία, ή (i moral, men.), f. öfr.
gm adj.

Familj, 1) i egent. bet., οικία, ή. οίκος, ο1.
οϊκέται, οι (vanl. tjenstefolk, men äfv. hustru o.
barn), äfv. gm omskr. t. ex. de gingo ut m. sina
familjer, Εξήεσαν αυτοί τε καί παίδες καί
γυναίκες. : de längtade efter sina familjer, Επόθουν
τους οϊκοι.: hörande till f., οικείος, 3. 2) barn,
παίδες, οι. τέκνα, τά. 3) slägt, οίκος, ό. οικία,
ή. γένος, τό. οι (γένει) προσήκοντες.: af god f.,
ευγενής, 2.

Familjeangelägenheter, οικεία, τά.

Familjegraf, πατρφαι θήκαι, αι. πατρώος
τάφος, ό.

Familjelif, ό Εν οικία 1. σύν τοις οϊκοι βίος.

Familjenamn, κοινόν του γένους όνομα, τό.

Famla, ψηλαφάν.: f. i mörkret, Εν σκότω
ψηλαφάν (äfv. fig.).

Famn, 1) χείρες, αι. άγκάλαι, αι. κόλπος, ό.
Jfr Sköte : taga i f., se Omfamna. 2) ss.
längdmått, όργυιά, ή.

Famntag, se Omfamning.

Famntaga, se Omfamna.

Fan (på pennor), πτίλον, τό, πώγων, ό (?).

Fan, se Djefvul.

Fana, ση μείον, τό. σημαία, ή.! plantera
fanan, τά σημεία αϊρειν.

Fanatiker, ό Εν&ονσιάζων 1. μαινόμενος, se
Fanatisk.

Fanatisera, ποιειν τινα Evd-ονσιάζειν.
μα-νίαν Εμβάλλει ν τινι.

Fanatisk, Ενθουσιαστικός, 3. Ενθουσιώδης, 3.
μανικός, 3.: vara f., Ενβονσιάζειν. μαίνεσ&αι.

Fanatism, Ενθουσιασμός, ο. Ενθουσίασις, ή.
μανία, ή.

Fanbärare, σημειοφόρος, σημαιοφόρος, ό.

Far, se Fader.

Fara, κίνδυνος, ό. άγων, ώνος, ό (eg. kamp).
cJéwoV, τό (stor fara), κακόν, τό. περιστάσεις,
(svåra omständigheter): utan f., αι/fi; κινδύνου,
άκινδννως. άδεώς.: m. f., Επικινδύνως.: fri fr. f.,
ακίνδυνος, 2. άδεής, 2. ασφαλής, 2.: m. f.
förbunden, παρακεκινδυνευμένος, 3. Επικίνδυνος, 2.:
saken är m. f. förbunden, ενι (ενεστϊ)κίνδυνος
Ev τω πράγματι. Εν Επικινδύνω έοιί τό πράγμα.:
m. f. att, gm (δια)κινδννεύειν, t ex. jag stadnade
qvar m. f. att omkomma, εμενον κινδυνεΰων
άπο-θανείν.: bringa, sätta ngn i f., άγειν 1
καθιστά-ναι τινά εις κίνδυνον. φέρειν, παρασκευάζειν,
Επι-φέρειν τινί κίνδυνον.: störta ngn i f.,
περιβάλ-λειν τινά κινδύνω.: utsätta för f., παραβάλλειν.:
utsätta, blottställa sig för f., underkasta sig f.,
(παρα)κινδυνεύειν (κίνδυνον). ϊέναι, Ελθείν,
Εμ-βαίνειν, καταστήναι εις κίνδυνον. κίνδυνον
άνα-λαβέσθαι, αιρεσθαι, νποδύεσθαι, ύφίστασθαι,
ποιείσθαι, άναρρίπτειν, παραβάλλεσθαι. m. ngn,
συγκινδυνευειν τινί. κίνδυνον συναίρεσθαί τινι.:
bestå en f., άνέχεσθαι, υπομένειν κίνδυνον.
(δια)-κινδυνεύειν κίνδυνον.: störta sig i f., ρίπτειν 1.
διδόναι εαυτόν εις κίνδυνον.: ge sig i t’, för ngn,
προκινδυνεύειν τινός. (δια)κινδυνεύειν υπέρ äfv.
πρό τίνος.: råka ii., περιπίπτειν κινδύνω.: vara,
sväfva i f., κινδυνεύειν. Εν κινδύνω είναι 1.
αίω-ρείσθαι. κίνδυνος Εστι 1. γίγνεται τινι. i yttersta
f., περί τών μεγίστων 1. Εσχάτων κινδυνεύειν.:
ngt sväfvar i f. för mig, κινδυνεύω περί τίνος (t.
ex. περί τής ψυχής, lifvet).: en f. hotar ngn,
Ev-, Εφίσταται κίνδυνος τινι.: en f. hotar ngn fr.
ngn, δεινό v Εστί τινι άπό τίνος.: den förestående
faran, ό μέλλων, Επικρεμάμενος, Ενεστώς
κίνδυνος.: undkomma en f., άποφεύγειν κίνδυνον.
σώζεσθαι Εκ κινδύνου.: undandraga sig en f.,
Εξι-στασθαι κίνδυνον.: vara utom all f., πάντων τών
κακών άπηλλάχθαι.: det är alls ingen i., πολλή
Εστίν άδεια.: man löper f. att, det är f. (vardt)
att, κίνδυνος Εστι, δεινόν γίγνεται m. inf 1. μή.:
det är ingen f. att, ουδείς κίνδυνος, μή.: det är
ingen f. m. hm, πάνυ καλώς εχει. Επιεικώς εχει.:
har ingen f., άμέλει. ού φόβος.

Fara, 1) röra sig hastigt, φέρεσθαι. οίχεσθαι,
οϊχεσθαι φερόμενον (i. hän, af, bort).: f. in i ngt,
είσφέρεσθαι, εις-, Εμπίπτειν εις τι.: {. ur
handen, Εκπίπτειν, Εξολισθάνειν (Εκ) τής χειρός.:
låta f., άνιέναι. άφιέναι, μεθιέναι, προιέναι, ο.
med. παριέναι (t. ex. καιρόν), άποβάλλειν (t. ex.
Ελπίδα). άφίστασθαί τινο^. Εάν, Εάν χαίρειν (lemna,
underlåta).: f. efter ngt (fig.), se Eftersträfva.
är det = ngt föresväfvat mig, παρίσταται μοί τι.
2) resa a) på åkdon, Ελαύνειν. όχείσθαι.: f. gm
landet, se Genomfara : f. in hos ngn,
κατα-λύειν, κατάγεσθαι παρά τινι 1. τινά, äfv. ώς
τινα. på ett ställe, εις τινα τόπον, b) på
fartyg, πλείν. ναυτίλλεσθαι. ναυστολείσθαι.: ϊ. ut fr.
land i öppna sjön, άνάγεσθαι.: f. in i hamn, i
land, κατάγειν ναύν. κατάγεσθαι. κατακομίζειν
ναυν. καθορμίζεσθαι εϊς 1. πρός. όρμίζεσθαι.: f.
öfver en flod, περαιουσθαι 1. περάν ποταμόν.: f.
utefter landet, παραπλείν. 3) fig. a) röna in-

12

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0093.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free