- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
147

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Gnata ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Gnata — Godhjertenhet.

147

Gnata, på ngn, συνεχώς μέμφεσθαι nw 1.
Επιλαμβάνεσαι τίνος (Επί μικροϊς).

Gnet, χονίς, ίδος, ή.

Gnida, τρίβειν. σμήν. ψήχειν.: g. sakta,
ύπο-τρίβειν.: g. sig mot 1. på ngn 1. ngt,
παρατρί-βεσθαί τινι 1. πρός τι. προσχνήσθαί τινι.: g. på
styfvern, μικρολογεϊσθαι. χιμβιχεύεσθαι.

Gnidare, se Girigbuk-

Gnideri, μικρολογία, ή. χιμβεία, ή. τό
μικρολογεϊσθαι.

Gnidning, τρϊψις, η. τριμμός, ο. ϋμήξις,ή.

Gnissla, ψοφεϊν. κικριγέναι (κρίζειν).: g. m.
tänderna, βρύχειν. (Εμ)πρίειν τους οδόντας.

Gnissling, ψόφος, ό. χριγμός, ό.: m.
tänderna, ή τών οδόντων πρϊσις.

Gnista, σπινθήρ, ήρος, ό.: flygandeg.,
φέψα-λος, ό 1. φεψάλυξ, υγος, ή.: fig., αίθνγμα, τό.
ζώπυρον, τό. äfv. σπινβ-ήρ.: en svag g. af ngt,
άμαυρόν αιθυγμά τίνος, μικρόν ζώπυρόν τίνος.:
icke en g., ουδέ φεψάλυξ. ού δε μικρόν 1.
ολίγον τι.

Gnistra, a) kasta gnistor, σπινθηρίζειν. b)
skimra, μαρμαίρειν. άστράπτειν. στίλβειν.
λάμ-πειν. — gnistrande, σπινθηροβόλος, 2 (i eg.
bet.), στιλπνός, 3. λάμπων, ουσα, ον.

Gnistring, τό σπινθηρίζειν. μαρμαρυγή, ή.
αστραπή, ή.

Gnola, τερετίζειν.

Gnugga, Gno, se Gnida.

Gny, ψόφιος, ό. πάταγος, ό. κτύπος, ό.
ροι-ζος, ό. θόρυβος, ό.

Gny, ψοφεϊν. παταγεϊν. κτυπεϊν. ροιζεϊν.
ρο-θεϊν (om vågorna). θορυβεϊν (om en mskomassa).

Gnägga, χρε μετίζειν. φθέγγεσθαι. —g η
äggande, χρεμετιστικός, 3.

Gnäggning, χρεμετισμός, ό. χρεμέτισμα, τό.

Gnälla, κλαυθμυρίζεσθαι (ish. om småbarn).
κνυζάσθαι (ish. om hundar, men äfv. om barn).
κλανσιάν (äfv. om d. klagande ljudet hos dörrar,
s. öppnas, o. d.). μινυρίζειν (klaga m. låg röst).
οϊμώζειν (jemra sig).

Gnällande, κλαυθμυρισμός, ό. κνυζηθμός,
ό. κνύζημα, τό. μινύρισμα, τό. οιμωγή, ή.
οϊ-μωγμα, τό.

God, i allmht, αγαθός, 3.: d. goda, τό
άγα-θόν. τό καλόν.: d. högsta goda, τό μέγιστον
ά-γαθόν 1. τών άγαθών. i philos. bet., τό τέλος. —
1) f. sinnena, ηδύς, εια, ύ. καλός, 3.: g. vin,
ηδύς οίνος.: g. lukt, όσμή ήδεϊα.: lifvets goda
(= angenäma), τά καλά του βίου.: göra sig goda
dagar, ήδυπαθεΐν. ενωχεϊσθαι. 2) i sedligt afs.,
άγαθός, 3. καλός, 3. καλός κάγαθός, 3.
χρηστός, 3. εύήθης, χρηοτοήθης, 2. 3) i allmht,
m. afs. på inre 1. yttre ändamål, άγαθός, 3.
καλός, 3. χρηστός, 3. δεινός, 3. Επιτήδειος, 3 ο.
2. χρήσιμος, 3 ο. 2. Ofta gm smnsättningar m.
εύ· t. ex. ett g. tillfälle, εύκαιρία, ή.: ett g. år.
εύετηρία, ή.: g. härkomst, ευγένεια, ή.: g. råd.
ευβουλία, ή. m. fl. — en g. talare, άνήρ δεινός
λέγειν.: lära ngt g., χρησιμόν τι μαθεϊν.: det är
g., συμφέρει.: det är g., att du kommer, εις
δέον 1. καλόν ηκεις. Εν καιρώ πάρει, καίριος
Επήλθες.: det vore g. f. dig, om, ovaio av, εί.:
göra (mot) ngn godt, ευ, καλώς, άγαθόν τι ποιεϊν
τινα. εύεργετεϊν τινα.: åtnjuta g. af ngn, εύ
πά-σχειν, εύεργετεΐσθαι ύπό τίνος.: löna godt m. godt,
άντενεργετειν.. ett g. förebud, οιωνός δέξιος 1. αί-

σιος, äfv. καλός.: lyckans goda, τά τής τύχης.:
göra ngt g. igen, Επανορ&ούν, -σ&αί τι. ιάσ&αι,
άκεϊσβ-αί τι.: vara vid g. mod, ΰαρρεϊν.: godt
pris, se Pris.: vara, ha godt om, se Öfver
flöd.: gå i god f., se Ansvara.: g. man,
chai-τητής, ού, o.: det är lika g., ομοιον 1. ϊσον
Εστίν.: det är så g. att, ού χεϊρόν Εστίν m. inf.:
g. morgon, dag, afton, natt! χαϊρε. ύγίαινε (ish.
vid afsked). Jfr d. oo. — ngt kommer mig till
godoώφελούμαι εκ τίνος.: hålla till godo m. ngt,
άγαπάν, στέργειν τινί 1. τι. άρέσκεσ&αί τινι.:
se ngn till godo, πράττειν τά τίνος 1. τά τινι
συμφέροντα, συμπράττειν τινί. Επιμελεϊσ&αι,
προ-νοεϊσ&αί τίνος.: jag har till godo, οφείλεται μοι.
περίεστί μοι.: föra ngn ngt till godo,
άναγρά-φειν τι εις τά τινι οφειλόμενα.: räkna ngn ngt
till godo, καταλογίζεσαι τινί τι (äfv. fig.),
άνα-τι&έναι τινί τι (bl. fig.). 4) mild, vänlig,
φιλάνθρωπος, 2. ήπιος, 3. ευεργετικός, 3
(välgörande). πράος, εια, ον. ήμερος, 2. εύκολος, 2.
Επιεικής, 2.: g. mot ngn, εϋνους, 2. ευνοϊκός, 3.
φιλόφρων, 2. προσφιλής, 2. φιλόστοργος, 2 (öm
mot sina närmaste), om gudomligheten, se
Nådig.: göra ngn g. igen, (κατα)πραύνειν τινά.: g.
bemötande, g. behandling, φιλοφροσύνη, ή.
φιλο-φρόνησις, ή. φιλοφρόνημα, τό.: låta ngn
vederfaras ett sdnt, se Godhet.: gifva ngn goda ord,
καταπραύνειν τινά τοις λόγοις.: var (så) g. och,
gm opt. m. av. t. ex. var g. o. säg, λέγοις άν.:
ni är alltför g. (i svar på ett tillbud), καλώς,
κάλλιστα. Επαινώ σε.: gode Gud! ώ θεοί. ώ Ζεύ.
— i godo, φιλικώς, διά 1. μετά φιλίας, μετά
λόγον. Επ* ϊσω και όμοίω. Επι μετρίοις. : m. godo
få ngt, πειαϊ 1. πείσαντα λαβείν τι.: lemna
ngt m. godo, πεισθέντα 1. μηδέν Εναντιούμενον,
άντερείδοντα άποδιδόναι τι.: m. godo 1. ondo,
ή εκών ή άκων. εκών τε και άκων. είτε διά
πειθούς εϊτε διά βίας. πείσας ή βιασάμενος. μετά
λόγου ή μετά βίας. 5) tillräcklig, betydlig,
ικανός, 3. πολύς, 3. συχνός, 3.: hafva sin goda
utkomst, ϊκανόν έχειν βίον.: det är en g. tid,
sedan jag såg dig, πολύς 1. συχνός χρόνος Εστίν Εξ
ού σε εϊδον. πολύν χρόνον ονκ εϊδόν σε. — Adv.,
ήδέως (behagligt), καλώς, εν.: i svar, καλώς, εϊεν
(nog).: kort ο. g., άπλώς εϊπεϊν.: så g. som,
μόνον ον. όσον ον. ώς (έπος) εϊπεϊν. σχεδόν (τι).

Godbit, se Läckerbit.

Goddagar, ήδνπάθεια, ή. ευωχία, ή.: ha g.,
ήδυπαθεϊν. εύωχεϊσθαι.

Godhet, l)f. sinnena, τό ηδύ. 2) duglighet,
förträfflighet, άρετή, ή. χρηστότης, ή. τό
χρηστό ν. : af utmärkt g., άριστος, 3. κάλλιστος, 3.
3) mildhet, vänlighet, φιλανθρωπία, ή. πραότης,
ή. ήμερότης, ή. ευκολία, ή. Επιείκεια, ή. mot
ngn, έννοια, ή. φιλοφροσύνη, ή. φιλοστοργία, ή.
= nåd, se d. ο.: bemöta, behandla ngn m. g.,
φιλοφρονεϊσθαί τινα o. τινί. εννοϊκώς 1. φιλικώς
προσφέρεσθαι, χρήσθαί τινι.: skulle du vilja visa
mig d. godheten att icke skratta åt mig, άρ* άν
τί μοι χαρίσαιο τοιόνδε μή μου καταγελάν. Jfr
God 4).

Godhjertad, φιλάνθρωπος, 2, ήπιος, 3,
εύ-νους, φιλόφρων, 2, (m. tillagdt τήν φύσιν).
εν-εργετικός, 3 (välgörande), φιλόδωρος, 2 (gifmild).

Godhjertenhet, τό τής ψνχής
φιλάνθρω-πον, etc. φιλανθρωπία, ήπιότης, φιλοφροσύνη,
φιλοδωρία, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0151.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free