- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
441

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - T - Talförmåga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Talförmåga — Tanke.

441

Talförmåga, φωνή, ή. τό φραστικόν.: s.
e-ger t., φωνήεις, tatra, ev.: s. saknar t., άφωνος,
2. b) se Talegåfva.

Talg, στέαρ, ατος, τό. λίπο*·, τό. δημός, ο.:
göra till t., στεατούν.: af t., στεάτινος, 3.

Τ al ga, στέατι (περι)χρίειν, (περι)αλείφειν.: t.
ned, στ fan (άνα>μολύνειν.

Talgaktig, στεατώδης, 2.

Talgig, CTiaTiütfyff, 2. λ*7τώ<Λ7?, 2. o.gmpart.
af vv. under Talga.

Talgljus, στεάτινος λύχνος, ό.

Talgoxe, aty^aÅoff, o.

Talgträd, κρότων, ωνοί, ό.

Talisman, βασκάνιον, τό. προφυλακή, ή.

Talja, se Hissblock.

Talja, ελχειν.

Tall, se Fura.

Tallkotte, πιτύϊνος χώνος, ό.

T a 11 k å d a, ρητίνη πιτνΐνη 1. ή άπό τής πίτυος.

Tallrik, πίναξ, χος, ό. λεκάνη, ή. λεκάνιον, τό.

Tallrikslickare, τραπεζολοιχός, ό.

Tallskog, πιτύων ύλη, ή 1. άλσος, τό.
πι-τυών, ώνος, ό.

Tallved, ξύλα τά άπό τής πίτυος.

Tallös, se Otalig.

Talman, ung. Επιστάτης, ου, ό. πρόεδρος, ό.

Talorgan, φωνητικόν όργανον, τό. ^λώττα,
ή. φωνή, ή.

Talrik, πολύς, λή, ύ (τό πλή&ος).
πολυάριθμος, 2. συχνός, 3.: mycket t., πάμπολυς, 3.
παμπλη&ής, 2.

Talrikhet, πλήθος, τό. πολύς άριβ-μός, ό.

Talsam, se Språksam.

Talträngd, πολύλογος, 2. λάλος, 3.
λαλητι-κός, 3. Jfr Pratsam.

Τalträngdhet, se Pratsamhet.

Talämne, λόγος, ό. ύπό&εσις, ή.: vara ett
allmänt t., ύπό πάντων &ρυλεϊσ&αι.
πολυ&ρύλη-τον είναι, πάσι Λα στόματος είναι.

Talöfning, λόγων άσκησις, ή. (λόγων)
μελέτη, ή.: ha t:ar, άσκεϊν λόγους, μελετάν.

Tam, ήμερος, 2. τι&ασός, 3. χειροή&ης, 2.
πράος ο. πρανς, 3.: göra t., se Tämja.: kött
af vilda o. t:a djur, κρέα &ήρεια και τών ήμέρων.

Tamarisk, μυρίκη, ή.: af t., μυρίκινος, 3.

Tambur, (förrum), προδωμάτιον, τό. &νραι, at.

Tamburin, ρόπτρον, τό.

Tamhet, ημερότης, ή. χειροή&εια, ή.
πραό-η.

Tamp, στέλεχος, τό, κορμός, ό (stockända).
S-ρόμβος, ό (af ngt stelnadt).

Tampig, se Klumpig.

Tand, οδούς, όντος, ό. jfr Fram tand,
Oxel-tand.: tätt sittande tänder, προσεχείς οδόντες.:
visa tänderna, Εκφαίνειν τούς οδόντας, σεσηρέναι
(grina).: tänderna skallra på ngn, συγκροτεί τις
τούς οδόντας.: skära, gnissla m. tänderna,
(δια)-πρίειν, τρίζειν τούς οδόντας.: ömhet i tänderna,
αϊμωδία, ή.: lida deraf, αιμωδεϊν, -ιάν.: få
tänder, όδοντοφυείν. όδοντοποιείν.: förse m. tänder,
όδοντούν (ngt liflöst). έμφύειν οδόντας (τινί, en
lefvande varelse).: förlora en t., Εκβάλλειν
οδόντα.: låta uttaga en t. på sig, Εξελέσ&αι οδόντα.:
rengöra tänderna, άποδοντούν.: rengörandet,
άπο-δόντωσις, ή.: ha t. f. tunga, κατέχειν τήν γλώτταν.

Tanda, όδοντούν. — tandad, οδοντωτός, 3.

Tandagnisslan, οδόντων πρίσις, ή.

Τandartad, όδοντοειδής, 2.

Tandborste, όδοντοξέστης, ου, ό.

Tandböld, Επουλίς, παρουλίς, ίδος, ή.

Tanddoktor, ό τών οδόντων ιατρός.

Tand fi stel, σύριγξ ή κατά τήν γνάβ·ον.

Tand fä Ilning, βόλος, ό. ή τών οδόντων
αποβολή.

Tändkött, ουλον, τό (vanl. pl.).: på
tändernas inre sida, ένουλα, τά.

Tandlös, άνόδους, οντος, ό, ή. νωδός, 3.

Tandnyckel, όδοντάγρα, ή. δδονταγωγόν, τό.

Tandoperatör, ό έξαιρών τούς οδόντας.

Tandpetare, καλαμίς, ίδος, ή.
όδοντογλυ-φίς, ίδος, ή. όδοντόγλυφον, τό.

Tandpulver, όδοντόσμηγμα, όδοντότριμμα,
τό. οδόντων σμηκτικαί δυνάμεις, αι.

Tandrad, ό τών οδόντων στοίχος.

Tandsprickning, οδοντοφυΐα, ή.

Tandvärk, όδονταλγία, ή.: ha t.,
οδονταλ-γείν. άλγείν τούς οδόντας.

Tangent, (mathem.), ή Επιψαύουσα γραμμή.
-era, (Επήψαύειν.

Tanke, έννοια, διάνοια, Επίνοια, ή. νόημα,
διανόημα, τό. Εν&ύμημα, τό. λογισμός, ό.
γνώμη, ή. α τις διανοείται 1. γιγνώσκει.: t:n i en
dikt 1. d., νούς, ό. διάνοια, ή.: ~ förmodan,
ύ-πόνοια, ή.: = bekymmer, φροντίς, ίδος,
ή.—rikta sin t. på ngt, Εφιστάναυ τήν διάνοιαν Επί τι.
π ροσέχειν (τον νούν) τινί. εϊς λογισμό ν άγειν τι.:
ha sin tanke fästad, riktad på ngt, τήν
διάνοιαν 1. γνώμην εχειν πρός 1. έπί τινι. se vidare
Tänka.: icke ha ngn t. på ngt, μή προσέχειν
τον νούν τινι. παραμελείν, όλιγωρείν τίνος.: en
t. kommer mig före, εννοιά μοι (έγ)γίγνεται 1.
παρίσταται·: få, komma, falla på en t., Iv νώ
λαβείν, έν-, έπινοείν. = en förmodan, νπονοεϊν.
ύπολαμβάνειν. = en plan, είς έπίνοιάν τίνος
ϊέναι. tf διανοία περιβάλλεσ&αί τι.: it., i den t:n
att, έννοών, διανοών etc., se Tänka. äfv. ofta
gm bl. ώς (vanl. m.part.), t. ex. Hellenerna
gjorde vändning i t. att här konungen skulle
anryc-ka o. de taga emot hm, oi °Ελληνες Εστράφησαν
ώς ταύτρ προσιόντος τού βασιλέως και δεξόμενοι
(se Gram.).: så snabbt s. t:n, άμα τω νοήματι.:
vara försänkt i t: ar, σύν νουν 1. έπί συννοίας είναι.:
gå i t:arne, έπί συννοίας 1. -α βαδίζειν.: ingifva
ngn en t., εννοιάν τινι Εμποιεϊν. παριστάναι τινί
τι.: bringa ngn på andra t:ar, παραπείΘ-ειν τινά.
άπάγειν τινός τήν γνώμην άπό τίνος.: komma
på andra t:ar, μεταγιγνώσκειν. μετανοεϊν.
γνωσι-U αχ εϊν.: hysa sdne t:ar, όντως έχειν 1. διακεϊσ&αι
τήν γνώμην. ούτω διανοεϊσ&αι. ον τω τής γνώμης
έχειν.: yttra, säga sin t., τήν γνώμην
άποφαίνε-σ&αι 1. δηλούν. λέγειν ά νοεϊ 1. έγνωκε.: jag är
icke af sma t. s. du, ού ταύτά σοι γιγνώσκω. οϋ
μοι δοκεϊ ταύτά άπερ και σοι.: så är min t.,
ούτως έγωγε γιγνώσκω. ταύτην έγωγε τήν γνώμην
έχω.: det är en skön t. af dig, κάλλιστα λέγεις.:
skaldens t. är följande, λέγει 1. βονλεται λέγειν
o ποιητής τό τοιόνδε.: ha en hög t. om ngn,
περί πολλού ποιεϊσθαί. άγασβ·αι, d-αυμάζειν τινά.:
ha en dålig t. om ngn, κακόν 1. φαύλον
νομίζειν τινά. καταφρονεϊν τίνος. Εν ονδενί λόγω
τί&ε-σ&αί τινα.: göra sig stora t:ar, μέγα φρονεϊν (om
sig), μεγάλα Ελπίζειν (hoppas stort).; slå bort t:n
på ngt, άποβάλλειν 1. άπαλλάττειν τήν φροντίδα
τινός.

56

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0445.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free