- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
153

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Gudasaga ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Gudasaga — Gunst.

153

Gudasaga, o περί d-εών μύ&ος.

Gudaskön, $εϊος τό κάλλος 1. το είδος.
&εο-ειδής, 2.

Gudaspis, se Gudamat.

Gudasvar, χρησμός, ό. μάντευμα, τό.

Gudfruktig, δεισιδαίμων, 2. ΰεοσεβής, 2.
ευσεβής περί τους -9-εούς. όσιος, 3.; vara g., handla
gudfruktigt, εύσεβείν περί τους &εούς.

Gudfruktighet, se Gudsfruktan.

Gudinna, ή. &εός, ή.

Gudlig, se Gudaktig.

Gudlös, ά&εος, 2. άσεβής, 2. ά&έμιστος, 2.
άνόσιος, 2. μιαρός, 3.

Gudlöshet, a) abstr. άσέβεια, ή. άνόσιον,
τό. b) concr., άσέβημα, τό. έργον άνόσιον καί
άσεβες.

Gudom, se Gudomlighet.

Gudomlig, S-ειος, 3. δαιμόνιος, 2 ο. 3.

Gudomlighet, a) abstr., d-ειότης,ή. τό S-εϊον

1. δαιμόνιον. b) concr., se Gud.

Gudsdyrkan, &εών θεραπεία 1. Επιμέλεια, ή.

Gudsfruktan, δεισιδαιμονία, ή. θεοσέβεια,

ή. ευσέβεια ή περί τους d-εούς.

Gudsföraktare, se Följ.

Gudsförgäten, άμελής τών &εών 1. περί τους
&εούς. ά&εος, 2. άσεβής, 2.: vara g.,
παραμε-λεϊν τών &εών. άσεβείν.

Gudsförgätenhet, ά&εότης, ή. αμέλεια τών
d-εών, ή. άσέβεια, ή.

Gudsförnekare, ά&εος, 2. άρνησί&εος, 2
(Κ. F.).

Gudsförsmädande, βλάσφημος, 2. ασεβής,

2.: g. tal, βλασφημία, ή.

Gudsförsmädels e, βλασφημία, ή. άσέβεια, ή.

Gudsnådelig, εύσέβειαν προσποιούμενος, 3.

Gudsnådeligliet, προσποίητος εύσέβεια, ή.

Gudstjenst, S-ρησκεία, ή. &εου λατρεία, ή.
ιερά, τά.: fira g., &ρησκεύειν. ποιειν τά ιερά.

Guirlande, άν&έων πλέγμα, τό 1. πλοκή, ή.

Guitarr, κι&άρα, ή.

Gul, ξαν&ός, 3 (gullg.). πυρρός, 3 (rödg.).
μήλινος, 3 ο. μηλινοειδής, 2 (äppleg.). κιρρός 3 ο.
κιρροειδής, 2 (blekg., citrong.). χλωρός, 3 (gröng.).:
färga g., ξαν&ίζειν.

Gul ak t ig, ini-, νπόξαν&ος, 2.

Gulblek, χλωρός, 3. ύπόχλωρος, 2. ώχρός, 3.
κιρροειδής, 2.

Gulbrun, πυρρός, 3. φαιός, 3.

Guld, χρυσός, ό (ss. ämne), χρυσίον, τό (vanl.
förarbetadt g., ish. till mynt.): af g., se Gyllne.:
af gediget g., ολόχρυσος, 2.: gmväfd m. g.,
χρυ-σοϋφής, 2.: arbeta i g., χρυσοχοεϊν.

Guld arbe t are, χρυσοτέκτων, ονος, ό.
χρυ-σοποιός, χρυσουργός, χρυσοχόος, ό.: vara g.,
χρυσοχοεϊν.

Guldarbete, Εργασία χρυσού, ή (ss.
handling). έργον χρυσούν ο. χρύσωμα, τό (ngt af g.
förfärdigadt).

Guldartad, χρυσοειδής, 2.

Guldbleck, χρυσού έλασμα 1. πέταλον, τό.

Guldbroderad, se Guldstickad.

Guldfärg, χρυσού χρώμα, τό. ξαν&ότης, ή.

Guldfärgad, χρυσόχρους, 2. ξαν&ός, 3.

Guldförande, χρυσό’ν εχων 1. καταφορών,
ούσα, ούν.

Guldglans, τό του χρυσού λαμπρόν.

Guldgrufva, se Guldverk.

Guldgul, ξαν&ός, 3.: g. färg, ξαν&ότης, η.

Guldhaltig, χρυσίτης, ό. χρυσϊτις, ή.
ύπό-χρυσος, 2.: om floder, se Guldförande.

Guldhår, ξαν&αί τρίχες, ah ξανθ-ή
κό-μη, ή.

Guldhår ig, ξαν&ό&ριξ, χος, ό, ή. χρυσό&ριξ,
χος, ό, ή. χρυσόκομος, 2. χρυσοκόμης, ό.

Guld kis, χρυσού χόνδροι, οι.

Guldklimp, χρυσου βώλος, ή.

Guldkorn, χρυσού χόνδρος, ό 1. -ψήγμα, τό.

G u 1 d k ä r 1, χρύσωμα, τό. χρυσίς, ίδος, ή.
χρυ-σία, τά.: stundom χρυσός, ό. t. ex. πίνειν Εκ
χρυσού.

Guldland, πολύχρυσος χώρα, ή.

G u 1 d m a 1 m, χρυσϊτις (γή), ή, -ίτης λίθ·ος, ό.

Guldmynt, χρυσούς, ό. νόμισμα χρυσούν, τό.
χρυσίον, τό.

Guldprof, δοκιμασία 1. βάσανος χρυσου, ή.

Guldregn, χρυσός Εξ ουρανού
καταφερόμένος, ό.

Guld rik, πολύν χρυσόν 1. άφ&ονίαν χρυσού
εχων.: om länder äfv., πολύχρυσος, 2.

Guldsand, χρυσϊτις ψάμμος 1. άμμος, ή.
χρυσού 1. χρυσίον ψήγμα, τό.: förande g.,
χρύσαμ-μος, 2. Jfr Guld förande.

Guldservis, κατασκευή χρυσή, ή. σκεύη
χρυσά, τά.

Guldsmed, 1) se Guldarbetare. 2)
insekten, (χρυσο)μηλολόν&η, ή. χριισοκάν&αρος, ό. dem.
(χρυσό)μηλολόν&ιον, τό.

Guldstickad, χρυσόπαστος, 2. χρυσογραφής,
2. χρυσοβαφής, 2. χρυσοποίκιλος, -ποίκιλτος, 2.

Guldstoft, χρυσού ψήγμα, τό. χρυσόκονις, ή.

Guldstreck, φλέψ χρυσίτιδος (γής), ή.

Guldstycke, se Guldmynt.

Guldstång, -tacka, χρυσού πλίν&ος, ή.

Guldtörst, χρυσού Επιθυμία, ή.: lida af g.,
πεινήν 1. διψήν χρυσού, άπλήστως εχειν χρυσού.

Guldtråd, χρυσόνημα, χρυσόλινον, τό.

Guldtyg, ύφασμα χρυσόπαστον, τό.

Gul d vas k er i, χρυσοπλύσιον, τό.

Guldverk, χρυσεϊον, τό. μέταλλα χρυσού, τά.
χρυσωρυχείον, τό.

Guldåder, se Guldstreck.

Guldålder, ή χρυσή γενεά.

Guldörn, χρυσάετος, ό.

Gulhet, ξανβότης, ή.

Gulna, ξαν&όν etc. γίγνεσθαι, ξαν&ίζεσ&αι.
μαραίνεσβ-αι (om blad, eg. vissna).

Gulsiktig, ικτερικός, 3. ικτεριώδης, 2.

Gul so t, ίκτερος, o.: få g., ίκτεριούσ&αι.: lida
af g., ϊκτεριάν.

Gumma, γραύς, γραός,ή. πρεσβυτις, ιδος, ή.

Gummi, κόμμι, εως (äfv. indecl.), τό.

Gump, πρωκτός, ό. πυγή, ή.: hos fåglar,
όρ-ροπύγιον, τό.

Gumpfena, όρροπύγιον, τό.

Gumse, κριός, ό.: skuren g., κριός τομίαςί.
Εκτετμημένος.

Gunga, αιώρα, ή.

Gunga, 1) tr. αίωρεΐν. äfv. ταλαντεύειν. σα~
λεύειν. πάλλειν. σείειν. 2) intr. αϊωρεϊσ&αι.
σα-λενειν (ish. om skepp), σείεσ&αι. πάλλεσ&αι.

Gungfly, σαλεύον δάπεδον, τό.

Gungning, αίώρησις, ή. παλμός, ό. σεισμός,
ό.: ett skepps, σάλος, ό.

Gunst, χάρις, ιτος, ή. εύνοια, ή. φιλοφρο-

20

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0157.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free