- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
154

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - G - Gunstbenägen ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

154

Gunetbenägen — GU.

σύνη, ή. φιλία, ή. σπουδή, ή (verksamt
deltagande).: vinna ngns g., εννοιάν, φιλίαv
χτήσα-σ&αι 1. λαβείν παρά τίνος, έξαρέσκεσ&αί τινι.
ά-νακτάσδαί τινα.: eftersträfva ngns g., μνηστεύειν
τήν παρά τίνος, όρέγεσ&αι τής παρά τίνος
εύνοιας.: stå i g. hos ngn, χάριν εχειν πρός τινα.
διά χάριτος εϊναί τινι. εύδοκιμεϊν παρά τινι.:
bevisa ngn en g. gm ngt, (χατα)χαρίζεσ&αί τινί
τι. χάριν φεροντά τινι ποιεϊσ&αί τι. b) se
Gunstbevisning.

Gunstbenägen, -bevågen, se Bevågen.

Gunstbevisning, χάρις, ιτος, ή.
φιλοφρόνη-μα τό.: gifva ngn en g., χαρίζεσ&αί τινι.

Gunstig, se Bevågen.

Gunstling, φίλος, ό. χεχαρισμένος,
προσφι-λής, ό (ngns, τινί). σπουδαζόμένος, ό (υπό
τίνος). ενίΐοκιμών (παρά τινι).: lyckans g.,
ευτυχέστατος’, 3. τά πάντα ευτυχής, 2.

Guppa, άλλεσ&αι. σείεσθ-αι. σαλεύειν.

Gurgelvatten, άναγαργ άριστον, τό.

Gurgla sig, άναχογχυλιάζειν. γαργαρίζειν.
α-ναγαργαρίζεσ&αι.

Gurgling, άνακογχυλιασμός, ο.
γαργαρι-σμός, ό.

Gurka, σίκυος ο. σικυός, δ. σίκυς (1. -ύς),
υος (1. ύος), ό.

Gurkkärna, σίχυον, τό.

Gurksäng, αιχυών, ώνος, ο.

Guvernant, παιδαγωγός, ή.

Guvernör, f. en yngling, παιδαγωγός, o. Se
f. öfr. Kommendant, Ståthållare.

Gyckel, παιδιά, ή. γέλως, ωτος, δ. γελοϊον,
τό. σκώμμα, τό. φλυαρία, ή.: hafva g. f. sig,
drifva g., se Gyckla.

Gyckelbild, εϊδωλον, τό. φάντασμα, τό.

Gyckelmakare, γελωτοποιός, δ. βωμολόχος
ό (tallriksslickare).

Gyckla, γελωτοποιεϊν. φλυαρεϊν. m. ngn,
παί-ζειν, σχώπτειν εις τινα. έρεσχηλεϊν τινα. Jfr
Gack.

Gycklare, se Gyckelmakare,
Taskspe-lare.

Gyckleri, se Gyckel.

Gyllne, χρυσούς, ή, ούν. χρυσού
(πεποιημέ-νος). χρυσότυπος, χρυσήλατος, 2 (af guld danad,
hamrad). Ofta gm smnsättningar. t. ex. m. g.
ringar, χρυσοδαχτύλιος, 2.: m. g. frukter,
χρυσό-χαρπος, 2.: m. g. gördel, χρυσόζωνος, 2.: m. g.
krans, χρυσοστέφανος, 2.: m. g. sandaler,
χρυ-σεοσάνδαλος, 2.: m. g. fötter, χρυσόπους, ουν.:
m. g. bakstam, χρυσόπρνμνος, 2.

Gymnasium, διδασκαλεϊον, τό. (γυμνάσιον,
τό, bl. kroppsöfningslokal).

Gymnastik, γυμναστική, ή. τά περί τον
γυ-μναστικόν άγώνα.: lärare ig., γυμναστής, ού, ο.
παιδοτρίβης, ου, ό. -stisk, γυμναστικός, 3.:
drifva g. öfningar, γυμνάζεσ&αι.

Gyi^na, 1) i hjertat, εύνουν, ευμενή εϊναί τινι.
εύνοικώς εχειν τινί. προ&ύμως εχειν πρός τι.
φρο-νεϊν τά τίνος. 2) m. handling, συμπράττειν,
συν-εργον εϊναί τινι. πράττειν τά τίνος, ώψελεϊν m.
acc. συμφέρειν m. dat. — gynnande, se
Gynnsam.

Gyn η an de, εύνοια, ή. προθυμία, ή. σπουδή,
ή. συνεργία, ή. προαγωγή, η.

Gynnare, φίλος, ό. κηδεμών, όνος, ό.
σπουδαστής, ού, ό (Sedn.). εύνους, 2. συνεργός, 2 o.partt.

Gynnsam, χαλός, 3. καίριος, 3. Επίκαιρος,
2. χρηστός, 3. Επιτήδειος, 3 ο. 2. συμφέρων, ουσα,
όν.: om förebud, αίσιος, 2. δεξιός, 3.: g.
tillfälle, καιρός, ό. ευκαιρία, ή.: g. väder,
ευημερία, ή. ευδία, ή. ώρα, ή.: g. vind, εύηνεμία, ή.
άνεμος ούριος 1. Ιπίφορος. πνεύμα καλόν 1.
φο-ρόν.: g. årstid, ώρα έτους, ή.: offren äro g., τά
γίγνεται.: platsen är g. f. ngn, πρός τινός
Εστι τό χωρίον.

Gyttja, πηλός, ό. βόρβορος, ό. ιλύς, ύος, ή.

Gyttjig, βορβορώδης, 2. Ιλυώδης, 2.

Gå, I) om lefvande varelser, 1) eg., βαίνειν,
βαδίζειν (m. afs. på sättet f. handlingens
verkställande). Ιέναι, έρχεσ&αι (gm gående förflytta
sig), χωρεϊν (vexla rum), φοιτάν (regelbundet o.
ofta), πορεύεσθαι (tillryggalägga en väg).: g.
gravitetiskt, steg f. steg, βάδην ιέναι. βαδίζειν.: g.
hastigt, δρόμω ιέναι. — Vid bestämmande af
rörelsens riktning (på frågorna: hrifrån, hrest,
hrthän) nyttjas i Gr. oftast smnsatta vv.: gå
efter ngt, ιέναι Ιπί τι, μετιέναι τι (hämta),
(βαδίζοντα, βαίνοντα) άκολου&εϊν, επεσ&αί τινι (följa
efter).: g. (in) i, ιέναι, εϊσιέναι εις.: uppstå ο. g.
in i, άνίστασ&αι εις, se Begifva sig.: g. ifr.
ngn, άπιέναι, -έρχεσ&αι, χωρεϊν άπό 1. παρά
τίνος (fr. ngt, άπό, εκ τίνος), άπαλλάττεσθ-αί
τίνος (ngn 1. ngt, äfv. fig. t. ex. κακώς
άπαλλάτ-τεσ&αι).: g- på ngt, βαίνειν ίπί 1. εν τινι.: g.
till ngn, ιέναι Επί τινα. προσιέναι τινί 1. πρός
τινα. φοιτάν πρός τινα 1. προσφ>οιτάν τινι (ofta
besöka, g. ut o. in hos ngn).: g. till ett festspel,
&εωρε1ν εις τι (t. ex. εις τά ’Ολύμπια, εις
Όλνμ-πίαν, i 01.).: gå under ngt, ιέναι, χωρεΐν υπό
τι, sällan, ύπιέναι τι.: g. ur ngt, ιέναι έκ τίνος.
vanl. Εξιέναι έχ τίνος, Εκβαίνειν τινός (t. ex. τής
νεώ).: g. ur solen, μεταστήναι έκ του ήλίον.:
g. ur vägen, se d. o.: g. öfver ngt, βαίνειν διά
τίνος, vanl. διαβαίνειν, περαιούσ&αί τι (flod,
graf), βαίνειν υπέρ τι, vanl. υπερβαίνε ιν,
νπερ-βάλλειν τι (höjd, berg). — g. en väg, όδόν
βαδίζειν, ιέναι 1. τρέπεσ&αι (eg. taga en väg).: han
kommer gående, βαδίζει, προσβαίνει πεζρ. πεζός
προσέρχεται. 2) i mer 1. mindre oeg. bet., ish.

f. att angifva ett tillstånd, t. ex. g. barfotad,
vilse, sysslolös, hafvande, naken, klädd, till sängs,
på jagt, om bord, i fält o. s. v., se nomm.i g.
till ett arbete, Ιέναι, τρέπεσβ·αι εις, πρός έργον,
χωρεϊν πρός έργον. Επιχειρεϊν έργω.: låtom oss

g. till början igen, αυ&ις Ιπί τήν άρχήν ϊωμεν.:
jag vill nu gå till sfa anklagelserna mot din
charakter, πρός αύτά τά του τρόπου σου
κατηγορήματα βαδιούμαι.: g. till råds m. sig sf,
βονλενε-ο&αι. διαλογίζεσ&αι.: g. f. långt, τό μέτρον
ύπερ-βάλλειν. Εκφέρεσ&αι (t. ex. λέγοντα, i sitt tal).:
dta går f. långt, ταυ τ’ ούκέτ’ ανεκτά.: gå så långt
i ngt, εις τούτο 1. τοσούτο προβαίνειν,
άφικνεϊ-σ&αι, ήκειν, Ελ&εϊν τίνος.: g. på resor, άπο-,
Εκ-δημεϊν.: g. på fartyg till ett ställe, πλεϊν,
στέλ-λεσ&αι ίπί m. gen. 1. acc. εις m. acc. 3) bortgå,
sed. o.: gå! άπιΒ-ι. έρρε. άπαγε.: g. bara! άπελθε
δή.: komma o. g., εϊσιέναι και άπιέναι.: det är
tid att g., καιρός 1. ώρα ήδη άπιέναι.: låta ngn
g., άπιέναι, άποπέμπειν τινά. Εάν τινα. χαίρειν
Εάν 1. κελεύειν τινά. μή Ενοχλείν τινι.: g. din väg,
τήν σαυτον τρέπου.: g. sin väg, άπελ&εϊν.
οϊχε-σ&αι (άπιόντα).: g. åt h—e, skogen, (άπαγ’ 1.
βάλλ *) Ες κόρακας Ες μακαρίαν (euphem.). φ&εί-

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0158.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free