- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
220

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - K - Krafs ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

220 Krafs -

Krafs, 1) eg. φορυτός, δ. σνρφίτός,δ. 2) oeg.
μηδενός άξιον τι. μικρόν τι. όλίγον τι.

Krafsa, σκαριφάσ&αι. ξύειν. χνήν.: k. sig i
hufvdt, κνήσασ&αι δακτύλω την κεφαλήν.
Krafsande, σκαριφισμός, δ. χνήσις, ή.
Kraft, ρώμη, ή (kroppsk., styrka). Ισχύς,
ύος, ή (physisk, väldighet), κράτος, τό
(öfverväldigande k., mera sällan i prosa), αλκή, ή
(afvärjande k.), δύναμις, η (k. i allmh. såväl
po-tentiel som utvecklad, vare sig physisk 1.
andlig).: m. all k., παντί σθ-ένει. κατά κράτος,
ο-<Sov τις δύναται μάλιστα, μετά πάσης σπουδής.
Εκτεταμένως.: efter sina k:r, εις 1. κατά
δύνα-μνν 1. τό δυνατόν, οσον δυνατόν, ix τών
δυνατών. ίφ1 οσον δύναται τις.: öfver sina k:r,
παρά 1. υπέρ δύναμιν.: vara i sin krafts ålder,
ά-κμάζειν τήν ήλικίαν. ισχύ ειν τώ σώματι.: ha k.
till ngt, δυνατόν είναι 1. ισχύ ειν m. inf.:
uppbjuda alla sina k:r, Ini πάν Ελ&εϊν. παντί
τρό-πφ διατείνεσ$αι.: ha sina fulla k:r i behåll,
l-σχύειν αύτον εαυτού.: öfverskatta sina k:r, δια·
ψεύσ&αι τής άαυτού δυνάμεως.: bruka sina k:r,
χρήσΰαι τ?} δυνάμει.: af egna k:r förmå ngt,
αυτάρκη είναι πρός τι.: kämpa m. förenade k:r,
συντεταγμένους μάχεσ&αι. δμού ποιησαμένους τήν
δύναμιν μάχεσδαι.: hemta k:r, αναλαμβάνει ν
εαυτόν, άναρρώννυσ&αι. Επιρρώννιισ&αι.: hemta
k:r efter sjukdom, ίσχύειν Εκ νόσου.: förlora k:na,
άσ&ενή γίγνεσθαι, παρακμάζειν. Ελαττον σ$αι τήν
δύναμιν. άπολείπει τινά ή δύναμις.: mista sin
gällande k., άκυρούσ&αι.: ge laga k., χνριον
ποιεϊν τι. ϊσχύσαι ποιεϊν I. κατασκευάζειν.:
förläna k., ϊσχύν, δύναμιν, ρώμην παρέχειν.: i k. af,
ix (Εξ) 1. άπό m. gen. κατά m. acc.; i k. af mitt
embete, ix τών προσηκόντων.

Kraftansträngning, συντονία, ή.: m. k.,
συντεταμένως.

Kraftfull, se Kraftig.

Kraftfullhet, Ισχύς, ύος, ή. άκμή τής
ηλικίας, ή.

Kraftig, l)s. har kraft, ξωμαλέος, 3.
ίρ-ρωμένος, 3. δυνατός, 3. Ισχυρός, 3. εύτονος, 2.

2) s. ger krafter, verksam, ίνεργός 1. Ενεργής,
2. ισχυρός, 3. Ικανός, 3. δεινός, 3. άγα&ός, 3.

3) eftertrycklig, δεινός, 3. βαρύς, 3. Ισχυρός, 3.

Kraftlös, 1) utan kraft, άσ&ενής, 2.
άρρωστος, 2. άβληχρός, 3. αδύνατος, 2. αδρανής, 2.
άτονος, 2. μαλακός, 3 (veklig).: vara k.,
άδυ-νάτως εχειν. άρρωστεϊν. άρρώστως εχειν.
άδρα-νειν. 2) utan verkan, χαλαρός, 3. άτονος, 2.
άμαυρός, 3. 3) ogiltig, άκυρος, 2.: göra en lag
k., άκυρούν νόμον. ad-ετεϊν νόμον.

Kraftlöshet, ασθένεια, ή. αρρώστια, ή.
αδυναμία, ή. άδυνασία, ή. αδράνεια, ή. ατονία,
ή. τό χαλαρό ν.

Kraftord, βαρύ ρήμα, τό.

Kraft soppa, ρωστικός ζωμός, δ.

Kraftvunnen, κύριος, 3,

Kraftyttring, &έργεια, ή (ss. handling).
Ενέργημα, τό (ss. produkt), έργον, τό.

Krage, 1) i allmht, κράσπεδον, τό 1.
παρυφή* ή 1. d. 2) halsk., περιτραχήλιος ταινία 1.
παρυφή, ή 1. d.: fatta ngn i k., συλλαβεϊν τινα.
3) prestk., ιερόν περιτραχήλιον, τό (Ekkl.).

Kragsten, άγκών, ώνος, δ. πρόμοχ&ος, δ.

Krake, φαύλος ϊπποζ, άνβ-ρωπίσχος, ό.

Κ rak el, αψιμαχία, ή.

Kr al I a, φλανρως εχειν (m. ngt, τί, t. ex. τήν
τέχνην).

Kr aili g, φλαύρος, 3. δλιγοδρανής, 2.
Kram, adj. (om snö), τηκτδς, 3.
Kram, subst., varor, ξωπικά, τά. ξώποί, δ.
Krama, πιέζειν. &λίβειν.: k. ngns hand,
δε-ξιούσ&αί τινα.: k. drufvor, τον βότρυν χόψαντα
άπιπούν.
Krambod, καπηλεϊον, τό.
Kramgods, se Kram 2.
Kramhandel, καπηλεία,ή. ήκαπηλική(se.yrke).
Kramhandlare, χάπηλος, δ.
Kramning, πίεσις, ή. 9λϊψις, ή.
Kramp, σπασμός, ό. σπάσμα, τό. τέτανος,
o.:Jk k., σπασμός λαμβάνει τινά.: ha k.,
σπα-σμώ εχεσβ·αι.

Krampaktig, -artad, σπασμώδης,2.
σπα-σματώδης, 2. σπαστικός, 3.
Krampfisk, νάρκη, ή.
Krampsjuka, τέτανος, ό.
Kramp stillande, σπασμών παυστήριος, 2.
Kramsfågel, τριχάς, άδος,ή. κίχλη, ή.: äta
k., κιχλίζειν.

Kramvara, se Kram 2.
Krän, γέρανος, ό. χαρχήσιον, τό.
Kranbjelke, χαρχήσιον, τό.
Kränk, νοσώδης, 2. άρρωστος, 2. Se f. öfr.
Sjuk.

Krankhet, μαλακία, ή (Ν. Τ.).
Krans, 1) eg., στέφανος, δ.: myrtenk.,
μύρτου 1. μύρτινος στέφανος.: fläta en k., στέφανον
πλέκειν, (άν)είρειν.: bära k., στεφανηφορείν.
πε-ρίκειταί τινι στέφανος. Εστεφανώσ&αι στέφανον.
2) bindel, στέμμα, τό (begagnades i fornt, vid
åtsk. heliga förrättningar, infula). 3) på en mur,
pelare, o. s. v., στεφάνη, ή. &ριγκός, δ.
Kransa, se Bekransa.
Kransflätare, -erska, στεφανηπλόκος, o, ή.
Kransflätning, στεφανηπλοκία, ή.
Kransformig, στεφάνω Εοικώς, νια, ός 1.
παραπλήσιος, 3.

Krans försälj are, στεφανοπώλης, ου, ό.
Kransförsäljerska, στεφανόπωλις, ιδος, ή.
Krän slik, στεφανώδης, 2. Adv.,
στεφανη-δόν.

Kranslist, γεϊσον, τό. στεφάνη, ή.
Kransutdelning, στεφάνου διάδοσις, ή.
Kräpp, ίρευ&έδανον 1. ϊρν&ρόδανον, τό.:
färga m. k., ίρυ9ροδανούν.

Kras, slå i k., δια&ρανειν. διακλάν.: gå i k.
gm pass.

Kras a, 1) tr., k. sönder, συν-, κατατρίβειν.
2) intr., παταγεϊν. ψοφεϊν.
Krasse, χάρδαμον, τό.
Kras sia, φλαύρως πράττοντα ποιεϊν τι.
Kras slig, νοσακεξός, 3. άσ&ενής, 2.: vara
k., νπονοσεϊν. μαλακιαν.

Krasslighet, μαλακία, ή.
Krater, κρατήρ, ήρος, ό.
Krats, 1) ss. verktyg, ξύστρα χοχλιώδης, ή
1. d., äfv. ξύστρα, ή. 2) ss. affall vid klädens
kratsning, χνάφαλον 1. γνάφαλον, τό.
Kratsa, κνίζειν. κνάπτειν.
Kratsborste, ξύστρον, τό.
Kratsning, κνάψις, ή.

Kratta, 1) usel häst, Ιππάριον, τό. γϊννος,
ό. 2) se Harka.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0224.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free