- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
375

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - S - Sammansökande ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

Sammansökande — Samvetsagg.

375

Sammansökande, σνζήτησις, η- σύλλεξις,
εως, ή.

Sammantaga, συλλαμβάνειν. συναιρεϊν.

Samraantigga, πτωχεύοντα συλλέγειν.
συν-ερανίζειν, -σθαι.

Sammantimra, συνάπτειν.

Sammantorka, 1) tr., ξηραίνειν.
συνισχναί-νειν. 2) intr., ξηραίνεσθαι. συνισχναίνεσθαι.

Sammantrampa, καταπατεϊν. συγκροτεϊν τοις
ποσί.

Sammantrycka, συμπιέζειν. ουνθλίβειν.
συ-στέλλε νν.

Sammantryckning, σνμπίεσις, ή.
σύνθλι-ψις, ή (Sedn.).

Sammanträda, συνιέναι. συνελθεϊν.
συνίστα-σθαι. συγγίγνε σθαι τινι. σύνοδο ν ποιεϊσθαί.
συμβαίνειν εις ταύτό. ομού γίγνεσθαι, συλλέγεσ&αι.
(συν,αθροίζεσθαι : s. f. att talas vid, συνελθεϊν
εις λόγους.: f. att öfverlägga, συνιέναι εϊς
λογισμούς. βουλευσομένους συνιέναι.: låta s., συνάγειν.
συγκαλεϊν. άγείρειν.

Sammanträde, se Sammankomst.

Sammanträffa, 1) om pers., a) i vänskapl.
men., t μου γίγνεσθαι, άφικνεϊσθαι εις ταύτό.
έπι , παρα-, συντυγχάνειν τινί (m. ngn), άπ-,
συναντάν τινι. γίγνεσθαι σύν τινι. συνίστασθαί
(συστήναι) τινι. έμπίπτειν εις τινα. b) i fiendtl.
men. (om härar), se Sammandrabba. 2) om
ting, tillstånd o. d., συνιέναι. συντρέχειν.: våra
tankar s., ταύτά γιγνώσκομεν. 3) om
samtidighet, se Sammanfalla 2).

Sammanträffande, συνάντησις, ή.

Sammanträffning, συντυχΐα,ή (h.ändelsers).
σύνοδος, ή, συμβολή, ή, πρόσμιξις, ή (fiendtlig).

Sammantränga, συστέλλενν. συνάγειν.
συ-σπειράν. συνειλεϊν. πυκνούν : s. sina uttryck,
tankar, ρήματα, νοήματα συστρέφειν.: s:trängdt
skrifsätt, λέξις σύντομος, ή. τό συντόμως λέγειν.

Sammanträngd het, πυκνότης, ητος, ή. τό
άθρόον. συντομία, ή 1. τό σύντομον (i skrifsätt,
uttryck).

Sammanträngning, σύνωσις, ή. πύκνωσις,
η. συνείλησις, ή (Sedn.).

Sammantvinga, συνάγειν (εϊς εν).

Sammanvara, ομού είναι 1. γενέσθαι, έν
ταύτω εϊναι. συνεϊναι, συγγενέσθαι, όμιλεϊν τινι
(m. ngn).

Sammanvaro, συνουσία, ή. ομιλία, ή.

Sammanveckla, συνειλεϊν. συνελίττειν.
(Ουμ)-μηρύεσθαι. συσπειράν.

Sammanviga, ungef. συζευγνύναι.

Sammanväfva, συνυφαίνειν. συμπλέκειν.

Sammanväxa, συμφύεσθαι (συμφύναι).

Sammastädes, έν ταύτω αύτού. αυτού ταύτη.

Samme, oc αυτός, ή αυτή, τό αυτό {ταύτό,
ταύτόν).: just s., (ό) αυτός ούτος.: den s. som,
ό αυτός m. dat. 1. καί 1. ώσπερ.: på s:a sätt,
(κατά) τον αυτόν τρόπον, κατά ταύτά. ομοίως.

Sammelsurium, πολυμιγία, ή. πλήθος εική
συμπεφυρμένον.

Sammet, έξάμιτον, το’, όλοσηρικόν, το’.

Samqveda, όμότιτθος, 2. ομογάλακτες, 2
(pl.), όμομήτριος, 2.

Samqväm, συνουσία, ή. εταιρεία, ή.
συνόν-τες, οι. συμπόσιον, τό, θίασος, ό, κώμος, ο’(gille).

Samkonung, συμβασιλεύς, έως, ό.

Samregering, τό συμβασιλεύειν.

Samråd, συμβουλία, ή. συμβουλή, ή
κοινολογία , ή.: träda i s. m. ngn, σόμβουλον
ποιεϊσθαί 1. παρακαλεί v τινα. παραλαμβάνειν τινά είς
συμβουλίαν.

Samrådas, se Rådslå.

Sams, se Enig.

S a m s k y 1 d, όμομήτριος καί όμοπάτρνος, 2 ο. 3.

Samspråk, κοινολογία, ή. ομιλία, ή. Se f.
öfr. Samtal.

Samsyskon, παϊδες όμομήτριοι και
όμοπά-τριοι.

Samsyster, αύτάδελφος, ή.

Samt, 1) tillsammans.: s. ο. synnerligen,
σύμπαντες, άπαντες, ασαι, αντα. άθρόοι, αι, α. καθ’
εκάστους, πανδημεί. 2) äfvensom, άμα σύν m.
dat., άμα δέ καί. και δή καί. τέ. 3) och, καί. τέ.

Samtal, λόγοι, οι. διάλεκτος, ή. διάλεξις, ή.
διάλογος, ό. έντευξις, ή. διατριβή, ή.: inleda ett
s. m. ngn, λόγους συνάπτειν τινί.: komma i s.
m. ngn, εις λόγους (συν)ελθεϊν, άφικνεϊσθαι,
ϊέναι τινί.: vara inbegripen i s. m. ngn, έν λόγοις
εϊναί τινι.: föra ett vetenskapligt s.,
διαλογίζε-σθαι.: föra ett s., se Följ.

Samtala, m. ngn, διαλέγεσθαί τινι 1. πρός
τινα. κοινολογεϊσθαί τινι. έντεύξεις ποιεϊσθαί τινι
1. πρός τινα. έντυγχάνειν νινί διά λόγων, διά
γλώττης 1. λόγων ϊέναι τινί. διατρίβειν μετά
τίνος. όμιλεϊν τινι.

Samtalsämne, περϊ ού ό λόγος έστίν.
λόγος, ό. άφορμή (föranledning) λόγου 1. τοί
διαλέγεσθαί, ή.

Samtid, οι νύν (1. τότε, i fråga om en an
näns samtid än vår) άνθρωποι, oi καθ’ ήμάς (i
allmht, κατά τινα) άνθρωποι.: beundras af s. o,
efterverld, τοις τε νύν {τότε) και τοϊς έπειτα
θαυ-μάζεσθαι.

Samtida, ήλικιώτης, ου, ό. ήλικιώτις, ιδος, ή.
ό (ή) κατά τον αυτόν χρόνον γενόμενος (-μένη),
ό, ή κατά τινα 1. έπί τίνος.

Samtidig, se Liktidig.: s:t, κατάλληλα,
κατά τον αυτόν χρόνον.: lefva s:t m. ngn,
συγχρο-νίζειν, όμοχρονεϊν τινι. Jfr Samtida.

Samtlig, άπας, σύμπας, ασα, αν. άθρόος,
3 ο. 2.

Sam t lig en, κοινρ. πανδημεί.

Samtycka, συγχωρεϊν. συγκαταινεϊν.
ένδέ-χεσθαι. Se f. öfr. Bifalla.

Samtycke, se Bifall.: utan ditt s., σού
άκοντος.

Samvara, -värö, se Sammanvara, -värö.

Samverka, -an, se Medverka, -an.

Samvete, συνειδός, ότος, τό. äfv. συνείδησις,
εως, ή.: godt, rent s., τό όσιον τού συνειδότος.
ευσυνειδησία, ή (Sedn.).: af ett godt s., όσιος, 3.
εύσυνείδητος, 2.: jag har ett godt s., σύνοιδα
έ-μαυτώ κακόν ουδέν δράσαντι 1. δράσας 1. d.: s:t
säger honom, att han är oskyldig, σύνοιδεν αύτώ
άναίτιος ών.: s:t slår mig f. dta, ένθύμιόν μοι
γίγνεται τούτο ποιήσαντι.: göra sig s. af ngt,
ένθύμιον ποιεϊσθαί τι.: efter s. fullgöra en sak,
άφοσιονσθαί τι.: han frågade hm på s., ήρετο
πρός θεών 1. θεούς έπιμαρτυρόμένος 1. κελεύσας
τάληθή λέγειν 1. d.: efter bästa förstånd o. s.,
γνώμρ tjj δικαιοτάτρ.

Samvetsagg, δήξις ή 1. δήγμα τό τής
ψυχής 1. τής καρδίας. : känna s., δηχθήναι τον
θυ-μόν 1. τήν καρδίαν ώς κακόν τι δράσαντα (i allmht

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0379.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free