- Project Runeberg -  Svenskt-grekiskt lexikon /
514

(1862) [MARC] Author: Carl Wilhelm Linder, Carl August Walberg - Tema: Dictionaries
Table of Contents / Innehåll | << Previous | Next >>
  Project Runeberg | Catalog | Recent Changes | Donate | Comments? |   

Full resolution (TIFF) - On this page / på denna sida - V - Vädja ...

scanned image

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Below is the raw OCR text from the above scanned image. Do you see an error? Proofread the page now!
Här nedan syns maskintolkade texten från faksimilbilden ovan. Ser du något fel? Korrekturläs sidan nu!

This page has never been proofread. / Denna sida har aldrig korrekturlästs.

514

Vädja — Υ Η grisar θ.

Vädja, άνα-, καταφέρειν τήν άίκην πρός
τινα. έφ>ιέναι εϊς τινα. έπικαλεϊσθαί τινα.

Vädjande, se Vad.

Vädjobana, se Kapplöpningsbana.

Vädra, 1) utsätta f. luftens inverkan,
άια-ψύχειν (t. ex. οίκημα). àvεμούν, έξαιθριάζειν.
2) ha, få väder af ngt, όσφραίνεϋθαί τίνος,
στι-βεύειν τι (om spårhundar).: fig., ύποπτεύειν.
ύ-πονοεϊν. μαντεύεσθαι.

Vädrande, ανά-, άιάψυξις, ή. — όσφρησις, ή.

Vädur, se Gumse.

Väf, υφή, ή. ύφασμα, τό. ιστός, ό. λίνον
τό (linnev.).

Väf b om, Ιστός, ό. μεσάντιον, τό.

Väfkammare, ίστουργεϊον, τό.: i ν:η, iv
ίστοϊς.

Väfnad, 1) väfning, υφή, ύφανσις, ή.
Ιστουρ-για, ή. κέρκισις, ή.: hörande till ν., ύφαντικός,
Ιστονργικός, 3. 2) det väfda, ϋφααμα, τό. υφή,
ή.: fig., af list, svek etc., μηχαναί, αι.
τεχνάσματα, τά. cΠλοι, οι.

Väfsked, σπάθη, ή.

Väfskyttel, -spole, se Skottspole.

Väfstol, ιστός, ό.

Väft, κρόκη, ή. έφυφή, συνυφή, η.

Väfva, ύφαίνειν (äfv. fig.), ίστουργεϊν.
κερ-κίζειν. — väfd, υφαντός, 3.

Väfvare, ύφάντης, ον, ό. Ιστουργός, ό.:
vara ν., ίστουργεϊν.

Väfveri, ίστονργία, ή. ύφαντική, ή.: ss.
ställe, ίστουργεϊον, τά.

Väfverska, ύφάντρια, ή. ίστουργός, ή.

Väg, όάός, ή (äfv. färd ο. fig., ν. f.
uppnående af ett ändamål), κέλευθος, ή (poet.), πόρος,
o (gång, äfv. fig., utväg f. vinnande af ngt),
à-τραπός, ή (stig), τρίβος, ό ο. η, στίβος, ό,
πάτος, ο (banad, trampad ν.), πορεία, ή (resa,
färd), έφοάος, πρόσοάος, ή (ν. till ngn 1. ngt).
άνοάος, άνάβασις, ή (till ett högre beläget ställe,,
ish. fr. kusten inåt landet), κάθοάος, χατάβασις,
ή (v. nedåt, ish. fr. inre landet ned till kusten).:
v. f. vagnar, άμαξιτός, ή.: kortaste v:n, ή
σνν-τομωτάτη όάός.: raka ν:η, se Rakt.: taga en v.,
τρέπεσθαι, ένίστασθαι όάόν.: taga en annan v.,
άλλην τρέπεσθαι όάόν. ετέραν έκτρέπεσθαι. άλλως
πως μετιέναι (fig.)-: hrt har han tagit v:n? πού
οίχεται; hrt skall det taga v:n m. mig? τί
γε-νωμαι; τί γένηταί περί έμέ; gå en ν., βαόίζειν,
πορεύεσθαι όάόν. χρήσθαί όάω.: gå ur ν:η,
έχ-ποάών ϊστασθαι 1. άπιέναι. έξίστασθαι τής όάού.
f. ngn, (νπ)εξίστασθαι, παραχωρεϊν τινι (τής
όάου). έκτρέπεσθαί τινα.: begifva sig på ν., se
Uppbryta 2) b).: tillryggalägga en v., sed. o.:
visa ngn v:n, άειχνύναι, άηλοΰν τινι τήν όάόν
όάηγεϊν τινα. ήγεϊσθαι τινι της όάου.: stå i ν:η
f. ngn, ngt, έμποάών εϊναί τινι. έμπόάιον εϊναί
τινι 1. τινός, έπίπροσθεν γίγνεσθαι τινι.
έμπο-άίζειν, χωλύειν m. aco. έναντιουσθαί τινι.: hd
står i v:n? τί έμποάών; τί τό χωλνον; τί iv
μέσω έστιν; lägga ngn ngt i v:n, έμποάών
ποιεϊσθαί τί τινι.: röja ur ν:η, έχποάών ποιεϊν, -σθαι.
άναιρεϊν (έχ μέσου).: på ν:η, έν τζ όάω. χατά
τήν όάόν. πορευόμένος, 3.: på dna ν., ταύτ$ 1.
τράε (τρ όάω).: på laglig ν-, χατά τούς νόμους.:
på rätta v:ar, άιά τον άιχαίου.: hd ν. skall jag
gå f. att vinna dta, τίνα όάόν ιών τύχοιμι άν
τούτου; följa ngn till v:s, έπεσθαί τινι άφορ-

μνντι 1. άπιόντι.: rusa, flyga till v:s, άφορμάν,
άποπέτεσθαι.: gå sin v., άπιέναι. άπαλλάττεσθαι.
οίχεσθαι.: gå din v., άπελθε άπαγε. έρρε. ούχ
άποάιώξεις σαυτόν; gå till v:a, se Förfara.:
icke ur v:n, ούχ άχαιρος 1. άτοπος, 2. ον παρά
χαιρόν.: vara på god ν., χαλώς προχωρεϊν.: jag
är på god v. m. ngt, χαλώς προχωρεί μοί τι.:
vara på (god) v. att, μέλλειν. se Nära. — i
kärleksv., iv τοϊς έρωσι. περί τάέρωτιχά.: i
lär-domsv., περί τά γράμματα 1. μαθήματα ο. s. ν.
efter smnhanget.: det är icke i min v., ούχ
iμόv (έργον) 1. πρός iμoύ τούτο.

Väga, όάόν ποιεϊν 1. τέμνειν. όάοποιεϊν.
Väga, 1) undersöka vigten af ngt, Ιστάναι
(σταθμώ). σταθμάσθαι σηχονν.: ν. i handen,
άια-βαστάζειν·: ν. ngt åt ngn, se Tillväga.: v.
skäl, grunder o. d., έξετάζειν. (άια)λογίζεσθαι. jfr
Öfv erväga.: v. mot hrandra, άντισηχούν. fig.,
άντεξετάζειν.—v. af, till, upp, etc., se compp.
2) ha en (viss) vigt, σταθμόν 1. βάρος έχειν (t.
ex. τρία] τάλαντα 1. τριών ταλάντων), ελχειν 1.
άγειν (t. ex. τρία τάλαντα).: ν. lika, ϊσον τον
σταθμόν άγειν. ϊσοστάσιον εϊναι. 3) se Vackla.
Vägafrid, ή τών όάών ασφάλεια.
Vägamot, -skel, se Korsväg.
Vägbyggnad, όάοποιία, όάοποίησις, ή.
Vägfarande, se Resenär.
Vägg, τοίχος, o.: gm en v. skilja,
άιαφράτ-τειν, -φραγνύναι.: gmbryta en v., τοιχωρυχεϊν.:
v. i v., συνεχής, 2.

Vägglus, χόρις, εως, ό.
Väggmålning, έντοίχιος γραφή, ή.
Vägkost, se Matsäck.
Väglag, bl. gm όάός, ή.: godt, dåligt v.,
χαλή, χαχή ή όάός.
Väglagning, ή τών όάών &ισχευή.
Vägleda, 1) eg., όάηγεϊν τινα (äfv. fig.),
άγειν τινά, ήγεϊσθαι τινι τής όάού. προηγεϊσθαι,
ύφήγεϊσθαι τινι (τήν όάόν). 2) fig., se
Handleda. — ν. sig, άνευρίσχειν τήν όάόν.

Vägledare, seVägvisare, Handledare.
Vägledning, 1) όάήγησις, όάηγία, ή.
άγω-γή, ή. ofta gm νν.. 2) se Handledning.

Vägnar, å ngns v., άντί τίνος, χελεύσαντός
τίνος, stundom ύπέρ τίνος (t. ex. λέγειν υπέρ
τίνος). παρά τίνος (t. ex. helsa ngn å ngs v.,
χαί-ρειν χελεύειν τινά παρά τίνος).: å embetes ν.,
ώς άρχων, ix τών προσηκόντων.

Vägning, 1) οτάσις, ή. vanl. gm νν. 2) se
Vacklande.

Vägra, (άπ)αρνεϊσθαι, (άπ)αναίνεσθαί τι 1.
m. (μή ο.) inf. παραιτεϊσθαί τι. ον προσάέχεσθαί
τι. άνανεύειν. άποφάναι. άντιλέγειν μή m. inf.:
ν. att, äfv. ού φάναι, ούκ έθέλειν m. inf.
άια-μάχεύθαι τό μή m. inf: ståndaktigt ν.,
άπισχυ-ρίζεσθαι.: ν. ngn ngt, άνανεύειν τινί τι 1. ών
άεϊται (afslå). ούκ έάν τινα ποιεϊν τι.
άπαγορεύ-ειν τινί τι 1. μή ποιεϊν τι (ej tillåta, förbjuda).
ού φάναι άώσειν (neka att gifva) ο. d.: ν. sig
ngt, άπέχεσθαί τίνος.

Vägran, (άπ)άρνησις, ή. άνάνευσις, ή.
πα-ραίτησις, ή. άπόρρησις, ή. ofta gm vv.
Vägrödjning, όάοποίησις, όάοποιία, ή.
Vägskilnad, -skel, se Korsväg.
Vägvisare, 1) ss. pers., όάηγός, ό. ήγεμών
(τής όάού), o.: vara ν. f. ngn, se Vägleda. 2)
ss. sak, οτήλη σημαίνουσα τήν όάόν, ή.

<< prev. page << föreg. sida <<     >> nästa sida >> next page >>


Project Runeberg, Mon Dec 11 23:30:58 2023 (aronsson) (download) << Previous Next >>
https://runeberg.org/svegrek/0518.html

Valid HTML 4.0! All our files are DRM-free